ΑΝΑΛΥΣΗ: Η αμείλικτη εικόνα της ακρίβειας

Μαζί με το κόστος ενέργειας το οποίο επηρεάζει τους καταναλωτές τόσο για τις διακινήσεις τους, όσο και για τον κλιματισμό των οικιών τους, η ακρίβεια από τα καταναλωτικά αγαθά τα οποία έχει ανάγκη κάθε οικογένεια και κάθε νοικοκυριό της χώρας μας, αποτελούν τους ισχυρότερους παράγοντες πληθωριστικών πιέσεων στα εισοδήματα όλων των πολιτών. 

Οι πληθωριστικές τάσεις που άρχισαν να φαίνονται ήδη από το περασμένο Φθινόπωρο του 2021, εντάθηκαν με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και  απλώνονται ως παγκόσμιο κύμα μέχρι σήμερα και κυρίως δίχως ασφαλείς εκτιμήσεις για το πότε και με ποιον τρόπο θα αποκλιμακωθούν. 

Οι πολίτες καλούνται να διαχειριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και σίγουρα να προτεραιποιήσουν τις ανάγκες τους, προκειμένου να ανταπεξέλθουν οικονομικά αφού δεδομένο θεωρείται ότι κάποιες δαπάνες -ίσως δευτερεύουσες- πρέπει να περιοριστούν ή και να τερματιστούν. 

Παρόλα αυτά, το κόστος για βασικά αγαθά ενός νοικοκυριού αλλά και επιχειρήσεων όπως το κόστος ενέργειας και κύριων καταναλωτικών προϊόντων που εντάσσονται στο τακτικό ψώνισμα από τα καταστήματα λιανικής καθιστούν δύσκολο το έργο οικονομικής περισυλλογής. 

Η Brief ανέτρεξε στα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, εντόπισε και καταγράφει τις κατηγορίες προϊόντων με τη μεγαλύτερη αύξηση στην τιμή πώλησής τους από πέρσι μέχρι φέτος. Πιο ειδικά σημειώνεται ότι η σύγκριση γίνεται με βάση την τιμή που καταγράφηκε πέρσι τον Σεπτέμβριο, μέχρι τον φετινό Οκτώβριο με ενδιάμεσο σταθμό -για σκοπούς σύγκρισης- τον περασμένο Μάρτιο. 

Για να γίνει ακόμη πιο ξεκάθαρο το πιο πάνω γραφικό θα πρέπει να υπολογίζεται ότι ανεξαρτήτως τιμής πώλησης, κατά το περασμένο Φθινόπωρο εάν ένα νοικοκυριό χρειαζόταν 10 ευρώ για αγορά ζυμαρικών φέτος χρειάζεται 12,40 ευρώ και ούτω καθεξής. Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι το εισόδημα των νοικοκυριών και ευρύτερα των πολιτών περιορίζεται από την καθαρή αύξηση στις τιμές βασικών προϊόντων και μάλιστα για δαπάνες που μπορούν να αξιολογηθούν ως ανελαστικές. 

Τα πιο πάνω δεδομένα σε συνδυασμό με το κόστος ενέργειας, το κόστος καυσίμων και εσχάτως την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση σε ορισμένα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων δημιουργούν ένα πλέγμα ισχυρών πιέσεων ακρίβειας προς την οικονομία της Κύπρου. Το ακόμη πιο δύσκολο είναι τόσο οι επιλογές του κράτους όσο και των ίδιων των πολιτών είναι περιορισμένες και πιο εφικτή λύση με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται η λιτότητα. Μια τέτοια, όμως στάση σε γενικευμένη κλίμακα θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική ύφεση που αποτελεί τον επόμενο μεγάλο κίνδυνο για την οικονομία, της Κύπρου αλλά και της διεθνούς, μετά τον πληθωρισμό.