Αύξηση των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού

  • Τι αποκαλύπτει το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2022 – 2025 για τις επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης
  • Τουρισμός: Το χειρότερο σενάριο είναι οι αφίξεις να ανέλθουν στα επίπεδα του 2021

Γράφει Χρύσω Αντωνιάδου

Αύξηση των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις εκτιμά το Υπουργείο Οικονομικών στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2022 – 2025 υπογραμμίζοντας ότι οι αυξήσεις αυτές θα επηρεάσουν τις επενδύσεις και θα δημιουργήσουν ενδεχομένως νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ).

Σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση, στο πλαίσιο του Σχεδίου, το Υπουργείο επισημαίνει πως «η έναρξη του πολέμου συνέπεσε με μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση βρισκόταν αντιμέτωπη με τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας ως αποτέλεσμα των διαταράξεων της αγοράς λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας της νόσου CΟVID-19. Μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας με στόχο συγκεκριμένους τομείς της ρωσικής οικονομίας. Ο αντίκτυπος του πολέμου στις τιμές των πρώτων υλών (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άλλες σημαντικές πρώτες ύλες), σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο των οικονομικών κυρώσεων, πρόκειται να διαφοροποιηθεί ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ε.Ε., ενώ η πραγματική οικονομία της Κύπρου ενδέχεται να επηρεαστεί από τη ρωσική εισβολή».

Πώς επηρεάζεται

Όπως τονίζεται η κυπριακή οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί μέσω των ακόλουθων διαύλων:

Πρώτο, της εξαγωγής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων του τουρισμού και άλλων υπηρεσιών (μεταφορές, χρηματοπιστωτικές και άλλες επιχειρηματικές υπηρεσίες), ένα σημαντικό μερίδιο της οποίας κατέχει η Ρωσία. 

Δεύτερο, των εισαγωγών πετρελαίου, λόγω των υψηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου (Η Κύπρος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο).

Τρίτο, του πληθωρισμού σε όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένων και των βασικών αγαθών, ο οποίος επηρεάζει την κατανάλωση. 

Τέταρτο, των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα και των καθυστερήσεων στις μεταφορές πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων.

Πέμπτο, των έμμεσων επιπτώσεων μέσω άλλων χωρών της ΕΕ (η αγοραστική δύναμη των πολιτών της ΕΕ επηρεάζει επίσης τον τουρισμό από άλλους προορισμούς).

Έκτο, της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και της αγοράς (Ρωσοφοβία/Αντιρωσικό αίσθημα)

Έβδομο, των επιπτώσεων δεύτερου γύρου (π.χ. σπειροειδής αύξηση τιμών και μισθών).

Ο τουρισμός από τη Ρωσία

Όπως τονίζεται «από όλους τους πιθανούς διαύλους που προαναφέρθηκαν, οι μεγαλύτεροι είναι δύο, του τουρισμού και του πληθωρισμού. Όσον αφορά τον τουρισμό, η Ρωσία κατέχει σημαντικό μερίδιο στις συνολικές αφίξεις κυρίως τα τελευταία χρόνια. Από το 2010 και μετά, οι αφίξεις Ρώσων τουριστών συνέχισαν την αυξητική τους πορεία αποτελώντας σήμερα τον δεύτερο μεγαλύτερο τουριστικό προορισμό. Κατά μέσο όρο, την τετραετία 2015-2019 το ποσοστό των αφίξεων Ρώσων τουριστών στις συνολικές τουριστικές αφίξεις ανήλθε στο 21,3% και των αφίξεων Ουκρανών τουριστών στο 1,9%. Για το 2022, αναμενόταν να αφιχθούν από τη Ρωσία και την Ουκρανία γύρω στα 1,6 εκατομμύρια επιβάτες (1,3 και 0,3 εκατομμύρια αντίστοιχα), αριθμός που ισοδυναμεί με 800.000 αφίξεις. Παρόλο που η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά σε αφίξεις τουριστών, οι Ρώσοι υπήκοοι δεν ταξιδεύουν ατομικά αλλά κυρίως οργανωμένα μέσω τουριστικών πρακτόρων, ενώ οι κατά κεφαλή δαπάνες τους είναι χαμηλότερες συγκριτικά με αυτές των επισκεπτών από τις χώρες της ΕΕ. Ειδικότερα, ο μέσος όρος των ημερήσιων δαπανών τους (συνολικά 69,8 ευρώ και για τα πακέτα 76,6 ευρώ, κατά το 2019) κυμαίνεται κάτω από τον ημερήσιο μέσο όρο (συνολικά 75 ευρώ και για τα πακέτα γύρω στα 92 ευρώ, κατά το 2019). Οι ημερήσιες κατά κεφαλή δαπάνες τουριστών από χώρες όπως η Ελβετία και το Ισραήλ, για παράδειγμα, φτάνουν τα 110 ευρώ». 

Η απώλεια των Ρώσων

Το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί πως «αυτός είναι και ο κύριος λόγος που ο πραγματικός αντίκτυπος της απώλειας των Ρώσων τουριστών στο ΑΕΠ καθίσταται μικρότερος όπως φαίνεται από την πλευρά των εσόδων». Επικαλείται τις εκτιμήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις οποίες ο αντίκτυπος στην οικονομία, σε περίπτωση που θα υπάρξουν μηδενικές αφίξεις από τη Ρωσία και την Ουκρανία το 2022, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς τομείς, δεν ξεπερνά το 0,6% σε ανάπτυξη, παρόλο που σε απώλεια αφίξεων ή εσόδων η επίπτωση φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερη. Και αυτό προκύπτει με όλες τις άλλες παραμέτρους να παραμένουν ίδιες, π.χ. δεν περιλαμβάνει την αντικατάσταση από άλλες αγορές ή την ενίσχυση των υφιστάμενων. Από τις 800.000 αφίξεις που χάθηκαν, ένα μέρος της τάξης των 200.000 - 300.000 μπορεί να αντικατασταθεί από άλλες χώρες (Βέλγιο, Ελβετία, Σκανδιναβία κλπ.) σύμφωνα με τις προσπάθειες που γίνονται από το Υφυπουργείο Τουρισμού». 

Ωστόσο, πιστεύει ότι κατά το 2022 οι αφίξεις αναμένεται να αυξηθούν, με το χειρότερο σενάριο να είναι η παραμονή τους στα ίδια επίπεδα με το 2021. «Το 2021 οι αφίξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πολύ χαμηλότερες από ό,τι συνήθως, ωστόσο φέτος αναμένεται να αυξηθούν με την προσθήκη νέων τουριστικών αγορών και νέων αεροπορικών συνδέσεων, με υψηλότερες ημερήσιες δαπάνες, τα συνολικά έσοδα από τον τουρισμό αναμένεται να είναι υψηλότερα από αυτά του 2021». 

Όσον αφορά άλλες εξαγωγές υπηρεσιών, στο Πρόγραμμα αναφέρεται ότι «πρόκειται να υπάρξουν επιπτώσεις. Ένα μικρό μέρος θα αποζημιωθεί από τις αντίστοιχες εισαγωγές. Η παροχή νομικών και λογιστικών υπηρεσιών ενδέχεται να επηρεαστεί, όσο όμως κυριαρχεί η αβεβαιότητα, είναι δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις. Η Κύπρος διατηρεί σχετικά στενούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία και αυτό φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό των Ρώσων που διαμένουν στην Κύπρο καθώς και των εταιρειών ρωσικής προέλευσης και συμφερόντων που εδρεύουν στο νησί. Οι δεσμοί αυτοί αποδίδονται στο οικείο και αξιόπιστο νομικό σύστημα που προσφέρει η Κύπρος και που στηρίζεται στο κοινό δίκαιο, στο ευυπόληπτο διεθνές χρηματοπιστωτικό της κέντρο που παρέχει επιχειρηματικές, χρηματοοικονομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες υψηλών προδιαγραφών ποιότητας και επαγγελματισμού, ενώ  υπάρχουν και δεσμοί που σχετίζονται με το κοινό θρήσκευμά τους. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν πλέον ειδική μεταχείριση, ενώ μετά και την υπογραφή της τροποποιημένης συμφωνίας σε θέματα διπλής φορολόγησης με τη Ρωσική Ομοσπονδία (που τέθηκε σε ισχύ από τον Ιανουάριο 2022), έχουν και τις ίδιες υποχρεώσεις». 

Σε σχέση με τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, το Υπουργείο εκτιμά ότι «αναμένεται οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν θα επιτρέπεται  να πραγματοποιούν συναλλαγές μέσα στη Ρωσία με ρωσικές τράπεζες και, επομένως, η ρευστότητα και τα κέρδη τους ενδέχεται να περιοριστούν οδηγώντας αλυσιδωτά σε μείωση των εσόδων για την κυβέρνηση από την άποψη της είσπραξης φόρων. Ο όγκος του εμπορίου αγαθών με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι πολύ μικρός και δεν αναμένεται να έχει επιπτώσεις στην οικονομία». 

Όπως τονίζεται «η Κύπρος κανονικά θεωρείται καθαρός εξαγωγέας αγαθών στη Ρωσία. Όσον αφορά τη Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), και το σχετικά μεγάλο ποσό ροών και αποθεμάτων ΑΞΕ στη Ρωσία, σημειώνεται ότι κατά μέσο όρο, μεταξύ 2018-2020, η Κύπρος κατέγραψε καθαρές εκροές ΑΞΕ στη Ρωσία. Επιπλέον, οι Οντότητες Ειδικού Σκοπού (ΟΕΣ) συμβάλουν σημαντικά στις κυπριακές ΑΞΕ, ενώ έχουν παρόμοια έσοδα από εξερχόμενες και εισερχόμενες ΑΞΕ λόγω της δομής των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τους». 

Όπως επισημαίνει στη συνέχεια, «το γεγονός αυτό μειώνει τον αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία. Οι Ρώσοι επενδύουν σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, συνεπώς δεν πρόκειται να επηρεαστεί κανένας συγκεκριμένος τομέας. Παρόλα αυτά, ο τελικός αντίκτυπος στις εξαγωγές υπηρεσιών και στις ΑΞΕ θα εξαρτηθεί, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, από τη διάρκεια του πολέμου, τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί και τα αντίποινα της Ρωσίας». 

Ακίνητα και ναυτιλία

Ακόμη εκτιμάται ότι «η αγορά ακινήτων και η ναυτιλία είναι δυο τομείς που δεν αναμένεται να επηρεαστούν. Οι Ρώσοι υπήκοοι κατείχαν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ακινήτων στην Κύπρο από πολίτες του εξωτερικού στο παρελθόν, εν μέρει λόγω του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος (ΚΕΠ). Μετά τον τερματισμό του προγράμματος το 2020, η ζήτηση έπεσε κατακόρυφα, έχει ωστόσο αντικατασταθεί από την εγχώρια ζήτηση. Η κυπριακή ναυτιλία είναι κατά βάση γερμανικών συμφερόντων, οπότε δεν πρόκειται να υπάρξει αντίκτυπος σε αυτό τον τομέα από τις κυρώσεις για τα ρωσικά πλοία. Η Κύπρος κυρίως εισάγει πετρέλαιο από άλλες χώρες (όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ολλανδία) και όχι από τη Ρωσία, συνεπώς δεν έχει καμία άμεση εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Εντούτοις, επηρεάζεται έμμεσα από την αύξηση στις τιμές του πετρελαίου διεθνώς». 

Τέλος υπογραμμίζεται ότι «η Κύπρος αναμένεται να επηρεαστεί από την αύξηση των τιμών διεθνώς καθώς η εξάρτησή της από το πετρέλαιο και οι εισαγωγές πετρελαίου κατέχουν σημαντικό μερίδιο στις εισαγωγές αγαθών. Σε όγκο, ο αντίκτυπος θα είναι χαμηλότερος μετά και την εξάλειψη των επιπτώσεων στις τιμές. Οι υψηλότερες τιμές ενέργειας και πρώτων υλών (όπως το σιτάρι και τα μέταλλα) θα διοχετευθούν σε άλλους τομείς της γραμμής παραγωγής και στο τελικό κόστος των προϊόντων (εξαρτάται πόση από την αύξηση θα απορροφηθεί από τον παραγωγό/πωλητή) επηρεάζοντας την ιδιωτική κατανάλωση και τις οικοδομές (δομικά υλικά). Οι υψηλότερες τιμές στην ενέργεια θα επηρεάσουν άμεσα την συνολική τελική κατανάλωση μέσω της ηλεκτρικής ενέργειας (που κυμαίνεται γύρω στο 2,4% της συνολικής τελικής κατανάλωσης) και των καυσίμων (που κυμαίνονται γύρω στο 5% της συνολικής τελικής κατανάλωσης)».