Διεθνή μοντέλα για τον κατώτατο μισθό

•    Τι αποκαλύπτει η έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας
•    Χωρίς επιδοτήσεις οι χαμηλόμισθοι θα είχαν απώλειες 17,3% του μισθού τους
•    Η πανδημία έφερε πτωτική πορεία στο στον μέσο μισθό

Γράφει Χρύσω Αντωνιάδου

Στη βάση διεθνών προτύπων θα καθοριστεί και ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο, π.χ. 60% του μεικτού μεσαίου μισθού ή 50% του μεικτού μέσου μισθού.  Ήδη, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ζέτα Αιμιλιανίδου εγκαινίασε τον διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, στο πλαίσιο του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, με κύριο στόχο να θεσμοθετηθεί ελάχιστος κατώτατος μισθός. Εκτός από την Κύπρο έξι ευρωπαϊκά κράτη - μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν θεσμοθετήσει ελάχιστο μισθό (Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Ιταλία και Σουηδία), σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης η οποία επηρέασε δυσανάλογα τους χαμηλόμισθους, αυξάνοντας τις ανισότητες στη μισθοδοσία. 

Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας με τίτλο «Global Wage Report 2020 – 2021», την οποία λαμβάνει υπόψη η Υπουργός Εργασίας και την οποία αποκαλύπτει η Brief, «σε πολλές χώρες, οι μειώσεις των ωρών εργασίας επηρέασαν περισσότερο τα επαγγέλματα που δεν απαιτούν υψηλή ειδίκευση – ειδικότερα το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό – από ό,τι τις υψηλόμισθες διευθυντικές και επαγγελματικές θέσεις εργασίας». Η έκθεση υπολογίζει ότι «χωρίς τις επιδοτήσεις μισθού, οι χαμηλόμισθοι που απαρτίζουν το 50% των εργαζομένων θα έχαναν το εκτιμώμενο 17,3% του μισθού τους, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ την εκτιμώμενη μείωση του 6,5% στους μισθούς όλων των εργαζομένων».

Στην έκθεση αναλύονται τα χαρακτηριστικά των μισθωτών που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με τον κατώτατο μισθό ή μικρότερες από αυτόν. Από την ανάλυση προκύπτει ότι «οι γυναίκες, οι νέοι σε ηλικία εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι με εξαρτώμενα τέκνα υπερεκπροσωπούνται στη μισθολογική αυτή κατηγορία. Όπως αναφέρεται «πρόκειται για μερικές από τις πιο ευάλωτες ομάδες στην τρέχουσα κρίση στην αγορά εργασίας, και ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο δίνοντάς τους τη δυνατότητα  να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις δύσκολες περιόδους που διανύουμε». 

Στρεβλώσεις και απότομες μεταβολές
Στην έκθεσή του το Διεθνές Γραφείο Εργασίας παρατηρεί ακόμη ότι «κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, ως αποτέλεσμα της πανδημικής κρίσης του κορωνοϊού, παρατηρήθηκε μια πτωτική πορεία στο επίπεδο ή στο ποσοστό ανάπτυξης του μέσου μισθού στα δύο τρίτα των χωρών για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα για τα τελευταία έτη. Σε άλλες χώρες ο μέσος μισθός παρουσίασε άνοδο, εν πολλοίς τεχνικά κατασκευασμένη, ως αντανάκλαση των σημαντικών απωλειών στις θέσεις εργασίας ανάμεσα στους χαμηλόμισθους. Σε περιόδους κρίσης, ο μέσος μισθός μπορεί να παρουσιάσει σημαντικές στρεβλώσεις εξαιτίας των απότομων μεταβολών στη σύνθεση της απασχόλησης, γνωστό και ως “αποτέλεσμα της σύνθεσης”». 

Η έκθεση καταγράφει ότι «σε παγκόσμιο επίπεδο, η πλειοψηφία των μισθωτών που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με ή μικρότερες από το κατώτατο ωρομίσθιο βρίσκονται στο χαμηλότερη κλίμακα της κατανομής των εισοδημάτων των νοικοκυριών, ωστόσο τα χαρακτηριστικά των μισθωτών που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με τον κατώτατο μισθό διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή.

Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, κατά μέσο όρο, 52% του συνόλου των μισθωτών που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με ή και μικρότερες από τον κατώτατο μισθό κατατάσσονται στο χαμηλότερο μισό της κλίμακας κατανομής του εισοδήματος. Επιπλέον, οι μισθωτοί που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με ή και μικρότερες από τον κατώτατο μισθό και εντοπίζονται στα φτωχότερα νοικοκυριά είναι πιθανότερο να είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και μονογονιοί με εξαρτώμενα τέκνα σε σύγκριση με αυτούς των πλουσιότερων νοικοκυριών. 

Ωστόσο, στην Αφρική, μόνο το 52% του συνόλου των μισθωτών που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με ή και μικρότερες από τον κατώτατο μισθό ανήκουν στο χαμηλότερο μισό της κλίμακας κατανομής του εισοδήματος. 

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, πολλοί χαμηλόμισθοι είναι αυτοεργοδοτούμενοι παρά μισθωτοί. 

Σύμφωνα με την έκθεση τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι «η μισθωτή απασχόληση τείνει να αυξάνει το μέσο εισόδημα νοικοκυριών, και ότι στις αναπτυσσόμενες χώρες ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα που να δημιουργούν θέσεις μισθωτής απασχόλησης για τους εργαζομένους των φτωχών νοικοκυριών».

Γυναίκες και νέοι οι μεγάλοι χαμένοι
Ανάμεσα στα συμπεράσματα της έκθεσης, τα οποία θα μελετήσουν οι κοινωνικοί εταίροι και θα εκφράσουν απόψεις, είναι:


•    Οι γυναίκες γενικά υπερεκπροσωπούνται ανάμεσα στους χαμηλόμισθους, ενώ η σχετική βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ο κατώτατος μισθός μπορεί να περιορίσει το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών στη μισθοδοσία.

•    Κατά τον ίδιο τρόπο, οι νεαροί εργαζόμενοι (κάτω των 25), οι εργαζόμενοι με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και οι αγρότες υπερεκπροσωπούνται, καταδεικνύοντας ότι ο κατώτατος μισθός  μπορεί ακόμα να περιορίσει το χάσμα μεταξύ αυτών των ομάδων και άλλων στη μισθοδοσία. Αναφορικά με τον τύπο εργασίας, η έκθεση επισημαίνει ότι «οι μισθωτοί που λαμβάνουν αποδοχές ίσες με ή και μικρότερες από τον κατώτατο μισθό είναι πιθανότερο να εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και σε καθεστώς μερικής απασχόλησης σε σύγκριση με τους υψηλόμισθους, ενώ κατά μέσο όρο εργάζονται και περισσότερες ώρες».

Τέλος, η δυναμική που διαθέτουν τα συστήματα κατώτατου μισθού στη μείωση της ανισότητας εξαρτάται από τη δομή του εργατικού δυναμικού της κάθε χώρας, ιδιαίτερα αν οι εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα είναι μισθωτοί ή αυτοεργοδοτούμενοι, και από τα χαρακτηριστικά των δικαιούχων κατώτατου μισθού – κυρίως, αν διαβιούν σε οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. 
 

Χρύσω Αντωνιάδου