Διφορούμενα μηνύματα για το ύψος των επιτοκίων

• Άλλα αποφασίζει η Fed και άλλα η ΕΚΤ
• Το ζητούμενο ο αυξημένος πληθωρισμός και οι πιέσεις στους μισθούς
• Συγκεχυμένες θέσεις και από τις αγορές

Διφορούμενα μηνύματα έστειλαν οι Εποπτικές Αρχές στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ για την πορεία των επιτοκίων.

H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Τράπεζα της Αγγλίας (ΤτΕ) διατήρησαν σταθερή δέσμευση για αυστηρές νομισματικές πολιτικές, σε αντίθεση με τη στροφή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) για πιθανές μειώσεις επιτοκίων. 

Η αποφασιστική στάση των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, που επιβεβαιώνει τις «επιθετικές» θέσεις τους εν μέσω συνεχιζόμενων ανησυχιών για τον πληθωρισμό, σηματοδοτεί μια σαφή απόκλιση από την πρόσφατη σηματοδότηση της Fed για το τέλος των αυξήσεων επιτοκίων και την προοπτική μειώσεων των επιτοκίων το 2024.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ απέρριψε κατηγορηματικά κάθε συζήτηση για μειώσεις επιτοκίων, τονίζοντας την ανάγκη επαγρύπνησης έναντι των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων. 

Την ίδια στάση διατηρεί και η Τράπεζα της Αγγλίας που σηματοδότησε τη συνέχιση των υψηλών επιτοκίων για παρατεταμένη περίοδο, αντανακλώντας τις επίμονες ανησυχίες για τον πληθωρισμό και την αύξηση των μισθών στο Ηνωμένο Βασίλειο. 

Οι αποκλίσεις

Οι αποκλίσεις των τραπεζών σε σχέση με το ύψος των επιτοκίων εντείνεται καθώς η Fed στρέφεται σε χαλάρωσή τους, ενώ η ΕΚΤ και η ΤτΕ παραμένουν προσηλωμένες σε αυστηρή πολιτική. 

Η Λαγκάρντ και η Μπέιλι πιέζουν τις προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων, παρά τις χαμηλότερες προβλέψεις για τον πληθωρισμό. ενώ οι αγορές παραμένουν αισιόδοξες, ποντάροντας στις έξι περικοπές της ΕΚΤ και τις τέσσερις για τις ΤτΕ, επευφημώντας τον άξονα της Fed αλλά μετριάζοντας τον ενθουσιασμό τους καθώς η ΕΚΤ και η ΤτΕ επαναλαμβάνουν τη δέσμευσή τους για σύσφιξη.

Η Fed στέκεται μόνη της στη ριζοσπαστική της αλλαγή, σηματοδοτώντας το τέλος των αυξήσεων επιτοκίων και των πιθανών περικοπών το 2024. Η πρόωρη χαλάρωση της Fed θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό στην Ευρώπη, οδηγώντας ενδεχομένως σε μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των νομισματικών πολιτικών σε όλες τις ηπείρους.

Ο λόγος που οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης διατηρούν αυστηρή πολιτική είναι το γεγονός ότι  αντιμετωπίζουν υψηλότερο πληθωρισμό και ισχυρότερες μισθολογικές πιέσεις.

Η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής κάθε κεντρικής τράπεζας εξαρτάται από την ικανότητά της να εξισορροπεί τον έλεγχο του πληθωρισμού με την οικονομική ανάπτυξη.

Πρόβλεψη για περικοπές

Παρά τα αρνητικά μηνύματα των  ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, οι προσδοκίες της αγοράς εξακολουθούν να κλίνουν προς την πρόβλεψη περικοπών επιτοκίων. Οι επενδυτές τιμολογούν σημαντικές μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και την ΤτΕ το 2024, υποδηλώνοντας μια πεποίθηση για ενδεχόμενη χαλάρωση της πολιτικής. Αυτή η τάση τροφοδοτήθηκε περαιτέρω από τους υπαινιγμούς της Τράπεζας της Ελβετίας για μείωση του πληθωρισμού, αν και δεν σηματοδοτούσε τις μειώσεις των επιτοκίων.

Ο αντίκτυπος στις χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν αξιοσημείωτος, με το δολάριο να αποδυναμώνεται σε χαμηλό επίπεδο τεσσάρων μηνών έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων καθώς η Fed αναδείχθηκε ως ο πρώτος κινητήριος μοχλός στη μείωση των επιτοκίων μεταξύ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Οι ευρωπαϊκές και βρετανικές αγορές ομολόγων παρουσίασαν πιο συγκρατημένη ανταπόκριση, με τις αποδόσεις να παραμένουν σχετικά υψηλές μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ και της ΤτΕ.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι «οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν επιδείξει την ανθεκτικότητά τους καθώς διαθέτουν υψηλούς κεφαλαιακούς δείκτες και έχουν σημαντικά περισσότερη κερδοφορία τον τελευταίο χρόνο». 

Εύθραυστες προοπτικές

Ωστόσο, θεωρεί ότι «οι προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν εύθραυστες στο τρέχον περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης, υποτονική ανάπτυξη και γεωπολιτικές εντάσεις». 

Προχωρώντας ένα βήμα πάρα πέρα επισημαίνει ότι «η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί αν το κόστος άντλησης χρηματοδότησης των τραπεζών αυξανόταν περισσότερο από ό,τι αναμένεται και αν περισσότεροι δανειολήπτες δυσκολεύονταν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους». Θεωρεί πως «ο συνολικός αντίκτυπος ενός τέτοιου σεναρίου στην οικονομία θα πρέπει να περιοριστεί αν οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντιδράσουν με συντεταγμένο τρόπο». 

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε την περασμένη βδομάδα να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, χωρίς να αποκλείει οποιαδήποτε απόφαση μελλοντικά, αποκαλύπτοντας ότι «η όποια απόφαση για τα επιτόκια θα βασίζεται στην αξιολόγησή της για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, για τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και για την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική».

Υψηλό δημόσιο χρέος

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ εμμένει στην άποψή της ότι «οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να είναι σχεδιασμένες ώστε να κάνουν την οικονομία μας πιο παραγωγική και να μειώσουν σταδιακά το υψηλό δημόσιο χρέος». 

Απαιτεί ακόμη διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για τη βελτίωση του παραγωγικού δυναμικού της ζώνης του ευρώ που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση των πιέσεων στις τιμές ταυτόχρονα με τη στήριξη της πράσινης μετάβασης και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. 

Οι ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό περιλαμβάνουν τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές της ενέργειας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, και τις ακραίες καιρικές συνθήκες, που θα μπορούσαν να ωθήσουν προς τα πάνω τις τιμές των ειδών διατροφής. 

Χρύσω Αντωνιάδου 

Χρύσω Αντωνιάδου