ΕΑΤ: «Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντέχουν μια ισχυρή ύφεση»

•    Οι τράπεζες είναι σχετικά ισχυρές στο βασικό σενάριο
•    Οι περισσότερες τράπεζες παραμένουν κερδοφόρες 
•    Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξάνονται περαιτέρω
•    Δύσκολα τα πράγματα στο δυσμενές σενάριο

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) επισημαίνει πως «οι  ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούσαν να αντέξουν μια σοβαρή οικονομική ύφεση» Ωστόσο, όπως καταγράφει στην τελευταία άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών «οι ισολογισμοί των συμμετεχουσών τραπεζών παραμένουν σταθεροί, χωρίς ωστόσο να εξετάζουν πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν οι τράπεζες στο δυσμενές σενάριο, όπως είναι η μείωση του δανεισμού». Όπως αναφέρεται «θα εξετάσουμε αυτή την πιθανή προσαρμογή ως μέρος της μακροπροληπτικής μας δοκιμασίας ακραίων καταστάσεων, τα αποτελέσματα της οποίας θα δημοσιευτούν το φθινόπωρο»,

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα «οι ισολογισμοί των τραπεζών ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση στην αρχή του stress test του 2023 από ό,τι δύο χρόνια νωρίτερα. Μέχρι το τέλος του 2022, οι τράπεζες είχαν βελτιώσει την ποιότητα των περιουσιακών τους στοιχείων και αύξησαν τα κέρδη τους σε σύγκριση με το 2020».

Παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επισιτιστική κρίση, «οι οικονομικές θέσεις των πελατών του χρηματοοικονομικού τομέα, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ήταν ισχυρότερες. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών μειώθηκε από 2,7% το 2020 σε 1,7% το 2022 και κατέγραψε αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους την ίδια περίοδο».

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, αυτή η θετική τάση συνεχίζεται:

Πρώτο, τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξάνονται περαιτέρω καθώς τα επιτόκια της αγοράς αυξάνονται και ο πληθωρισμός σταδιακά μειώνεται. 

Δεύτερο, οι τράπεζες που βλέπουν ταχύτερη ανατιμολόγηση των περιουσιακών τους στοιχείων και που εξαρτώνται λιγότερο από τη χρηματοδότηση της αγοράς, κερδίζουν περισσότερα. 
Τρίτο, οι απώλειες πιστωτικού κινδύνου αυξάνονται μόνο με μέτριο ρυθμό. Συνολικά, το κεφάλαιο Common Equity Tier 1 (CET1) και η υψηλότερη ποιότητα κεφαλαίου, αυξάνονται κατά περίπου 160 δις ευρώ στο βασικό σενάριο. 

Όπως αναφέρεται στα stress tests, «η πλειοψηφία των τραπεζών ανταποκρίνεται εύκολα στις υφιστάμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις και θα μπορούσαν ακόμη και να ενισχύσουν τις κεφαλαιακές τους θέσεις».

Ευάλωτες σε ένα σοβαρό σοκ

Σε σχέση με το δυσμενές σενάριο, παρουσιάζεται μια ζοφερή εικόνα. Ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός και επίμονος, οι αγορές ακινήτων επιδεινώνονται και εμφανίζονται εντάσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων και στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο δείκτης CET1 των μειώνεται κατά 478 μονάδες βάσης.

«Στο δυσμενές σενάριο, οι τράπεζες που αντιπροσωπεύουν το 60% των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από την άσκηση, καταγράφουν πτώση κάτω από το μέγιστο ποσό διανομής (MDA) –  επίπεδο των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των αποθεμάτων ασφαλείας που πρέπει να καταγράψουν για να αποφύγουν περιορισμούς στις πληρωμές των μερισμάτων τους», καταγράφεται στα αποτελέσματα της άσκησης. «Εάν οι δείκτες κεφαλαίου τους πλησιάσουν ή υπερβούν αυτό το όριο, οι τράπεζες μπορεί να αρχίσουν να μειώνουν τον δανεισμό τους», διευκρινίζεται.

Σε τραπεζικό επίπεδο, οι παραβάσεις φαίνεται να σχετίζονται με το χαμηλό σημείο εκκίνησης των επιπέδων κεφαλαίου των τραπεζών ή με την αδυναμία τους να δημιουργήσουν καθαρό εισόδημα στο δυσμενές σενάριο. Ωστόσο, η έκταση των παραβιάσεων διαφέρει. 

•    Σε ορισμένες χώρες, οι τράπεζες που καταγράφουν μείωση κάτω από το έναυσμα MDA, αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από το stress test. 
•    Σε άλλες χώρες, όλες οι τράπεζες που ελέγχθηκαν θα έπεφταν κάτω από το έναυσμα MDA.
•    Ορισμένες τράπεζες παρουσιάζονται να τα πηγαίνουν καλύτερα από άλλες στο δυσμενές σενάριο λόγω διαφόρων παραγόντων που είναι βασικοί για την αντιμετώπιση του σοβαρού, απροσδόκητου σοκ. 

Ανάμεσα στους παράγοντες αυτούς είναι:

•    η ικανότητά τους να παράγουν εισόδημα, η οποία εξαρτάται από τις δομές διαχείρισης παθητικού και ανατιμολόγησης
•    η μικρότερη εξάρτησή τους από χρηματοδότηση, που είναι ακριβότερη σε ένα ακραίο σενάριο 
•    η αποδοτικότητά τους ως προς το κόστος, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων του πληθωριστικού περιβάλλοντος που προβλέπεται στο δυσμενές σενάριο
•    οι στρατηγικές αντιστάθμισης έναντι του κινδύνου επιτοκίων και πιστωτικών περιθωρίων που έχουν καταστεί αποτελεσματικότερες από την τελευταία δοκιμασία ακραίων καταστάσεων.

Επίσης, για πρώτη φορά, αξιολογήθηκαν οι πιθανές ζημίες που θα μπορούσαν να υποστούν οι τράπεζες στα ομόλογά τους που λογίζονται στο κόστος που θα αποσβεστεί: «Οι ζημίες θα πραγματοποιούνταν μόνο υπό ακραίες συνθήκες – για παράδειγμα εάν οι τράπεζες αναγκάζονταν να ρευστοποιήσουν αυτές τις συμμετοχές. Τα δεδομένα παρέχουν ορισμένες πληροφορίες για το πώς εξελίσσεται η οικονομική αξία των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο της ΕΑΤ για τον κίνδυνο αγοράς».

Ωστόσο, η άσκηση δίνει μια καθησυχαστική εικόνα:

•    Τον Φεβρουάριο του 2022, οι μη πραγματοποιθείσες ζημίες των τραπεζών που δοκιμάστηκαν ήταν μικρές σε σύγκριση με τις διεθνείς αντίστοιχες τράπεζες. 
•    Οι πρόσθετες ζημίες που εντοπίστηκαν σε αυτά τα χαρτοφυλάκια στο δυσμενές σενάριο περιορίστηκαν επίσης. 
•    Τέτοιες απώλειες θα προκληθούν κυρίως από τη διεύρυνση των πιστωτικών περιθωρίων, καθώς οι τράπεζες αντισταθμίζουν περισσότερο τον εαυτό τους έναντι των αυξήσεων των επιτοκίων.

Διατήρηση της ανθεκτικότητας 

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, «οι περισσότερες τράπεζες παραμένουν κερδοφόρες και συγκεντρώνουν κεφάλαια. Όλες οι τράπεζες πληρούν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις του Πυλώνα 2 και καμία τράπεζα δεν παραβιάζει την ενεργοποίηση MDA της». Σε αυτό το πλαίσιο, όπως αναφέρεται, η μακροπροληπτική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διατήρηση της ανθεκτικότητας του τομέα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα: 

•    Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα αποδεσμευτούν τα υφιστάμενα μακροπροληπτικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. 
•    Θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να εξετάζονται στοχευμένες αυξήσεις στα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας σε ορισμένες χώρες, στις οποίες καταγράφονται ευπάθειες, εφόσον ο κίνδυνος προ κυκλικότητας παραμένει χαμηλός.

Γενικότερα, όπως αναφέρεται, οι τραπεζικοί τομείς ορισμένων χωρών θα αντιμετώπιζαν σημαντικές απώλειες εάν το δυσμενές σενάριο υλοποιηθεί. «Από την άποψη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τα κεφάλαια δεν θα πρέπει να εισρέουν εκτός του συστήματος και οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρήσουν μια συνετή προσέγγιση για τις πληρωμές μερισμάτων», υπογραμμίζεται.

Σε περίπτωση υλοποίησης του δυσμενούς  σεναρίου, ποια θα έπρεπε να είναι απάντηση; Όπως καταγράφεται «μια αποδέσμευση αποθέματος ασφαλείας θα ήταν δικαιολογημένη εάν προκύπταν εκτεταμένες απώλειες και υπήρχε περιορισμός της προσφοράς πίστωσης λόγω των κεφαλαιακών περιορισμών. Τα αποθέματα ασφαλείας που δημιουργήθηκαν μετά την πανδημία θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις τράπεζες να απορροφήσουν τις ζημίες παρέχοντας παράλληλα βασικές υπηρεσίες στην οικονομία».

Χρύσω Αντωνιάδου
 

Χρύσω Αντωνιάδου