Το ΓεΣΥ απειλεί τα οικονομικά του κράτους

Η δεύτερη φάση της μεταρρύθμισης του Γενικού Συστήματος Υγείας ενέχει πολλούς κινδύνους
  • Η κυβέρνηση ενδέχεται να χρειαστεί να καλύψει ενδεχόμενα ελλείμματα των δημόσιων νοσοκομείων.
  • Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης για το 2021 υπολογίζονται σε περίπου 2,7 δις ευρώ (12% του ΑΕΠ).

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Το κράτος είναι εκτεθειμένο στο Γενικό Σχέδιο Υγείας, σύμφωνα με την 9η Έκθεση Μεταμνημονιακή Εποπτείας για την Κύπρο, που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σύμφωνα με την έκθεση, «η τρέχουσα εφαρμογή της δεύτερης φάσης της μεταρρύθμισης του Γενικού Συστήματος Υγείας ενέχει πολλούς κινδύνους εντός του υφιστάμενου πλαισίου. Το χαμηλό επίπεδο συνεισφορών κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020 αναμένεται να οδηγήσει σε έλλειμμα για τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), γεγονός που θα μπορούσε να συνεχιστεί και το επόμενο έτος». 

Η Ε.Ε. καταγράφει πως «για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της μεταρρύθμισης, οι Αρχές σκοπεύουν να καλύψουν το πιθανό κενό, λαμβάνοντας μέτρα εξοικονόμησης κόστους και αξιοποιώντας τα πλεονάσματα του ΟΑΥ που καταγράφηκαν το προηγούμενο έτος». 

Εκτιμά πως «αναμένεται σταδιακή επιστροφή σε έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό για το ΓεΣΥ το 2023, όμως αυτό εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τις μελλοντικές εξελίξεις όσον αφορά τις συνεισφορές στον τομέα της υγείας». 

Στην έκθεση αποκαλύπτεται πως:

Πρώτο
, η κυβέρνηση ενδέχεται να χρειαστεί να καλύψει ενδεχόμενα ελλείμματα των δημόσιων νοσοκομείων (στα οποία δόθηκαν κρατικές εγγυήσεις για τα πρώτα 5 χρόνια) μέχρι τα δημόσια νοσοκομεία καταστούν οικονομικά αυτόνομα. 

Δεύτερο, υπάρχουν κίνδυνοι που απορρέουν και από τις ρητές ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους έναντι της Ελληνικής Τράπεζας (μέσω των σχεδίων προστασίας περιουσιακών στοιχείων) και τους έμμεσους κινδύνους έκτακτης ανάγκης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στο σύνολό του.

Μειωμένα τα έσοδα του κράτους
Τρίτο
, οι δημοσιονομικές προοπτικές του κράτους απειλούνται από σημαντικούς κινδύνους και πρωτοφανείς αβεβαιότητες. 

Τέταρτο, ο αντίκτυπος της ύφεσης στην είσπραξη των εσόδων το 2020 και εντεύθεν είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε αυτό το κρίσιμο σημείο. 

Πέμπτο, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, της αποζημίωσης των εργαζομένων και των κερδών των επιχειρήσεων θα μπορούσε να αμβλυνθεί πέραν του αναμενόμενου, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις επιπτώσεις στην είσπραξη των εσόδων. 

Έκτο, τα έσοδα από εταιρικούς φόρους, τα οποία είναι ιδιαίτερα αβέβαια και συνήθως ασταθή, ενδέχεται να χρειαστούν χρόνο για να ανακάμψουν από την ύφεση. Επιπλέον, οι αναβολές στην καταβολή του ΦΠΑ θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε απώλειες των φορολογικών εσόδων που θα ξεπερνούν κατά πολύ τις προβλεπόμενες. 

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Σύμφωνα με εκτιμήσεις των φορολογικών Αρχών, τις οποίες επικαλείται η Ε.Ε., «οι αναβολές στην καταβολή του ΦΠΑ που αντιστοιχούν γύρω στο 0,5% του ΑΕΠ δεν αναμένεται να αποπληρωθούν κατά το τρέχον έτος. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα για αύξηση του ελλείμματος με στόχο την παροχή περαιτέρω στήριξης στην οικονομία κατά το 2021, σε περίπτωση μιας υποτονικής ανάκαμψης».

Ανάγκες για εξόφληση χρέους
Επίσης γίνεται εκτενής αναφορά στις ανάγκες χρηματοδότησης του κράτους για το 2021 τονίζοντας πως «αναμένεται να μειωθούν με βάση την αναμενόμενη μείωση των δημοσιονομικών και χρεωστικών αναγκών». 

Επισημαίνεται πως «οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης για το 2021 υπολογίζονται σε περίπου 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ (12% του ΑΕΠ), εξαιρουμένων των κρατικών ομολόγων. Το μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από ανάγκες για εξόφληση χρέους που ανέρχονται σε 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι δημοσιονομικές ανάγκες υπολογίζονται σε περίπου 0,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Μεσοπρόθεσμα, οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους αναμένεται να περιοριστούν (κατά μέσο όρο 8% του ΑΕΠ κατά την περίοδο έως το 2025). Οι αποπληρωμές δανείων που λήφθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) αναμένεται να ξεκινήσουν το 2025». 

Αποθεματικό ρευστότητας
Η Ε.Ε. σημειώνει ακόμη πως «οι ανάγκες χρηματοδότησης του κράτους παρουσίασαν αύξηση το 2020 λόγω των αρνητικών επιπτώσεων του Covid-19, ωστόσο η Κύπρος κατάφερε να τις καλύψει και να δημιουργήσει ένα σημαντικό αποθεματικό ρευστότητας. Με εξαίρεση τα κρατικά ομόλογα, οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης για το 2020 εκτιμάται ότι ανήλθαν σε περίπου 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ ή 17% του ΑΕΠ και περιλαμβάνουν ανάγκες για εξόφληση χρέους που ανέρχονται σε 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ (συμπεριλαμβανομένης της πρόωρης αποπληρωμής 0,7 δισεκατομμυρίων ευρώ στο ΔΝΤ τον Φεβρουάριο) και δημοσιονομικές ανάγκες που υπολογίζονται σε περίπου 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ και προκύπτουν από το προβλεπόμενο ονομαστικό δημοσιονομικό έλλειμμα».

Η Ε.Ε. αναφέρει επίσης πως «η βασική εξόφληση που εκκρεμεί για το 2020 αφορά την αποπληρωμή του εγχώριου ομολόγου της Ελληνικής Τράπεζας (750 εκατομμύρια ευρώ, με λήξη τον Δεκέμβριο). Χάρη στις εκδόσεις ομολόγων που πραγματοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, το αποθεματικό ρευστότητας σε μετρητά κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα και εκτιμάται ότι θα καλύψει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2021 καθώς και μέρος των αναγκών αναχρηματοδότησης για το 2022».

Σημειώνει επίσης πως «για να διαχειριστεί τους κινδύνους που σχετίζονται με την πανδημία, η Κύπρος προχώρησε σε εκτενή δανεισμό κατά το τρέχον έτος. Η κυβέρνηση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις διεθνείς εκδόσεις ομολόγων - αφού ο δανεισμός ανήλθε στα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ (21% του ΑΕΠ) - κάνοντας επίσης χρήση της εγχώριας αγοράς εκδίδοντας 12μηνα ομόλογα αξίας 1,25 δισεκατομμυρίων ευρώ σε εγχώριες τράπεζες».

>>> Οι οικονομικές εξελίξεις σήμερα <<<

Οι εκδόσεις του έτους
Επίσης αναφέρεται στις εκδόσεις του έτους τονίζοντας πως «η Κύπρος αξιοποίησε τις διεθνείς αγορές τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο (συνολικά 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ), ενώ ακολούθησε άλλη μια έκδοση τον Ιούλιο (1 δισεκατομμύριο ευρώ) που περιλάμβανε τη διαδικασία επανανοίγματος δύο υφισταμένων μεσοπρόθεσμων ομολόγων: του 5ετούς ομολόγου που λήγει τον Δεκέμβριο του 2024 και του 20ετούς ομολόγου που λήγει τον Ιανουάριο του 2040. Οι πρωτογενείς αποδόσεις ανέρχονται σε 0,349% και 1,493% αντίστοιχα. Η έκδοση του Ιουλίου συνέβαλε στην περαιτέρω ενίσχυση των ήδη σημαντικών ταμειακών αποθεμάτων (αποφεύγοντας έτσι τυχόν κινδύνους ρευστότητας που απορρέουν από την πρωτοφανή αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία), ενώ επωφελήθηκε από το υποστηρικτικό περιβάλλον της αγοράς που επικρατούσε τη δεδομένη περίοδο».

Αναφερόμενη στο δημόσιο χρέος επισημαίνει πως «λόγω του πρόσθετου δανεισμού, το δημόσιο χρέος σημείωσε σημαντική αύξηση το 2020». 

Τέλος, κάνει αναφορά στις αξιολογήσεις των οίκων τονίζοντας πως «η Κύπρος τυγχάνει ευνοϊκής αξιολόγησης από τις αγορές. Οι κυριότεροι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με εξαίρεση τον Moody's, συνεχίζουν να αξιολογούν το δημόσιο χρέος της Κύπρου στην επενδυτική βαθμίδα. Οι πιστωτικές προοπτικές αξιολογούνται ως σταθερές από τους S&P, Fitch και DBRS, ενώ ο Moody's διαβλέπει θετική εξέλιξη. Πιο πρόσφατα, οι S&P και Fitch επιβεβαίωσαν τις σταθερές προοπτικές για την κυπριακή οικονομία (στις 4 Σεπτεμβρίου και στις 2 Οκτωβρίου, αντίστοιχα)».

Χρύσω Αντωνιάδου