Γιάννης Τιρκίδης: «Σε σημείο καμπής η κυπριακή οικονομία»

Ο Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας μιλά για τις προοπτικές
της οικονομίας το 2020
  • Ο Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας μιλά για τις προοπτικές της οικονομίας το 2020
  • Πώς η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου για τους μισθούς επηρεάζει τα δημόσια οικονομικά
  • Η βιωσιμότητα του ΓεΣΥ θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να επιβάλλει τον εξορθολογισμό στην παροχή των υπηρεσιών του
  • Η οικονομική ανάπτυξη να εδράζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας

Γράφει Χρύσω Αντωνιάδου

Ο Ιωάννης Τιρκίδης, Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας Κύπρου, σε συνέντευξή του στη Brief αναφέρεται στα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας, τις νέες προκλήσεις και τις προοπτικές για τη νέα χρονιά.

Ποιες είναι οι προοπτικές για την οικονομία το 2020;

Η κυπριακή οικονομία σημείωσε σημαντική πρόοδο μετά το bailout και τη διάσωση των τραπεζών ενώ η πορεία ανάκαμψής της, που ξεκίνησε το 2015, συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι και το 2019.

Οι προοπτικές για το 2020 παραμένουν θετικές, χωρίς όμως να δημιουργείται υπέρμετρη αισιοδοξία. Ωστόσο, προβάλλουν νέες προκλήσεις οι οποίες θα γίνουν ορατές μέσα στο 2020. Η ανάπτυξη θα ακολουθεί μια πορεία επιβράδυνσης, καθώς οι συνιστώσες της ανάκαμψης αποδυναμώνονται. Η υποκείμενη ισορροπία στις σχέσεις δαπανών και εισοδήματος, που τώρα γέρνει προς το μέρος των δαπανών σε βάρος των επενδύσεων, θα αναδειχθεί σε αδυναμία. Οι πάγιες επενδύσεις, που προσανατολίζονται πλέον προς τις κατασκευαστικές δραστηριότητες, δεν συμβάλλουν επαρκώς στην ενίσχυση της παραγωγικότητας.

>>> Όλες οι έρευνες και αναλύσεις της Brief <<<

Οι πιέσεις στις δαπάνες στον δημόσιο τομέα θα αποκαλύψουν παθογένειες που, αν δεντύχουν ελέγχου, θα θέσουν σε κίνδυνο τις υποκείμενες τάσεις των δημοσίωνοικονομικών.

Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και η αυστηρή προσήλωση στις αρχές της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης θα κριθούν αναγκαία για την πορεία της οικονομίας μέσα στη νέα δεκαετία που ενδέχεται να αποδειχτεί δύσκολη παγκοσμίως.

Οι τράπεζες

Ποιες είναι οι προοπτικές για τον τραπεζικό κλάδο;

Ο τραπεζικός τομέας σημείωσε τεράστια πρόοδο, ωστόσο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί πλήρως η διαδικασία διόρθωσης των ισολογισμών, ενώ η σχέση μεταξύ δαπανών και εσόδων θα γίνεται όλο και πιεστικότερη από εδώ και στο εξής.

Τα δεδομένα στον τραπεζικό τομέα άλλαξαν σημαντικά προς θετική κατεύθυνση. Για παράδειγμα, ο δανεισμός των εγχώριων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών μειώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με τα μεγέθη προ της κρίσης. Επιπλέον, στο σύνολό του ο δανεισμός των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών συγκρίνεται επίσης θετικά με αντίστοιχους μέσους όρους στην Ε.Ε.

Το ίδιο συνέβη και με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στα απόλυτα μεγέθη τους μειώθηκαν κατά δύο τρίτα περίπου του υψηλότερου επιπέδου στις αρχές του 2015. Το ποσοστό τους έναντι του συνολικού όγκου δανείων, γύρω στο 30%, παραμένει το υψηλότερο μετά το αντίστοιχο της Ελλάδας, και ασφαλώς υπερβολικό σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ε.Ε.

Η δομή αυτών των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μια ιδιαιτερότητα. Από το υπόλοιπο των 9.5 δις ευρώ, το ήμισυ περίπου από αυτά αποτελείται από τερματισμένους λογαριασμούς, δηλαδή μη βιώσιμα δάνεια. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις μη επισφαλούς δανεισμού που, κατά το μέγιστο, αφορούν στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ανέρχονται σήμερα στα 5.2 δις ευρώ και αντιστοιχούν σε ένα ποσοστό κάλυψης γύρω στο 53%.

Το επιθυμητό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αρκετά κάτω από το 10%. Δεν είμαστε ακόμα εκεί και ασφαλώς υπάρχει αρκετή απόσταση να διανύσουμε. Μπορούμε, όμως, να δούμε το τέλος αυτού του δρόμου.

Στον τραπεζικό τομέα, η βελτίωση του ισολογισμού θα συνεχιστεί, αλλά οι προκλήσεις μετακινούνται από τον ισολογισμό στον λογαριασμό κερδών και ζημιών και η έμφαση στρατηγικού σχεδιασμού μετατίθεται από το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στη σχέση εξόδων-εσόδων. Το τραπεζικό πεδίο διαφοροποιείται. Ο ανταγωνισμός από μη τραπεζικές τεχνολογικές επιχειρήσεις ολοένα και εντείνεται. Οι αποδόσεις κεφαλαίων παραμένουν χαμηλές. Παρατηρείται μια αυξανόμενη μετακίνηση πελατών προς ψηφιακές πλατφόρμες. Για ένα μεγάλο ποσοστό τραπεζών στον κόσμο, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων είναι μικρότερη από το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους, γεγονός που αντανακλάται στις χαμηλές αποτιμήσεις της αγοράς ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη. Η βελτίωση της αποδοτικότητας είναι μονόδρομος.

Και στον δημόσιο τομέα;

Στον δημόσιο τομέα, τα βασικά μεγέθη παραμένουν θετικά για τώρα, ωστόσο κάποιες τάσεις αρχίζουν να αλλάζουν. Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτάται από το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος και του κόστους εξυπηρέτησης. Και οι δύο αυτοί παράμετροι σήμερα υποβοηθούν την περαιτέρω μείωση του χρέους σε σχετικά γρήγορους ρυθμούς. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να αλλάξουν και για μια μικρή ανοικτή
και ευάλωτη οικονομία, όπως τη δική μας, το δημόσιο χρέος είναι επικίνδυνα ψηλό.

Προέχει η μείωσή του. Αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό αν προσθέσουμε στην εξίσωση τη δομή των δαπανών. Οι δημόσιες δαπάνες κατανέμονται στη δημόσια υπηρεσία και στην παιδεία σε υπερβολικό βαθμό σε σύγκριση με αντίστοιχους μέσους όρους στην Ε.Ε., και λιγότερο στις δημόσιες επενδύσεις, την οικονομική πολιτική και την κοινωνική προστασία. Αυτή η δομή δαπανών σε βάθος χρόνου δεν θα μπορεί να διατηρηθεί.

Οι μισθολογικές αυξήσεις

Τι νομίζεται για την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου για τις μισθολογικές περικοπές στον δημόσιο τομέα την εποχή της κρίσης;

Όσο και αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να κατανοήσω αυτή την απόφαση. Το 2012 ο δημόσιος τομέας βρισκόταν σε κρίση, έχοντας απωλέσει την πρόσβασή του στις αγορές ομολόγων, και με έναν προϋπολογισμό ο οποίος δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί χωρίς εξωτερική βοήθεια. Στον ιδιωτικό τομέα, μια επιχείρηση στην ίδια θέση θα χρεοκοπούσε, όπως και συνέβη άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις.

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Η κυβέρνηση δεν είναι εταιρεία και δεν μπορεί να χρεοκοπήσει με τον ίδιο τρόπο, να πάψει δηλαδή να υπάρχει. Η κυβέρνηση, όμως, χρεοκοπεί όταν δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον δανεισμό της. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο δημοσιονομικός προϋπολογισμός καταρρέει, με σοβαρότατες συνέπειες. Αυτό δεν συνέβη το 2012 για ένα και μοναδικό λόγο, την οικονομική βοήθεια που παρείχαν στο κράτος μας η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Οι περικοπές των μισθών και το πάγωμα των προσαυξήσεων αποτελούσαν μέρος των όρων παροχής της
οικονομικής βοήθειας που απέτρεψε τη χρεοκοπία. Δεν υπάρχει προηγούμενο σε αυτό στο νομικό ιστορικό της χώρας και δεν μπορεί να ισχύσει τόσο αβίαστα η όποια προηγούμενη νομολογία.

Η απόφαση αυτή έχει και ένα ηθικό έλλειμμα. Η χώρα το 2012 αντιμετώπιζε την αδυναμία του δημόσιου τομέα και την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Στην οικονομία, κατά την περίοδο 2002 έως 2012, σημειώθηκε συνεχής συσσώρευση υπερβολών και ανισορροπιών σε όλους τους τομείς. Η πιστωτική επέκταση στον τραπεζικό τομέα ήταν υπερβολική. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα για σειρά ετών ήταν επίσης υπερβολικά.

Οι μισθολογικές αυξήσεις στην ευρύτερη οικονομία ήταν ψηλές και στην πραγματικότητα υπερέβαιναν κατά πολύ την αύξηση της παραγωγικότητας, καθιστώντας την οικονομία μη ανταγωνιστική και επιδεινώνοντας τις ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι κυβερνητικές δαπάνες βρίσκονταν σε
ανισορροπία με την οικονομία. Οι μισθοί του δημοσίου, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ήταν ίσως οι ψηλότεροι στην Ε.Ε. Πώς είναι δυνατόν να επαναφέρουμε αυτούς τους μισθούς και να αποζημιώσουμε την απώλειά τους;

Πώς βλέπετε ότι κινείται η ανάπτυξη;

Η ανάπτυξη σημείωσε ανοδική πορεία κατά το 2019, ωθούμενη ωστόσο κυρίως από τους παραδοσιακούς τομείς (οικοδομικό, βιομηχανικό, τουρισμό και εμπόριο). Αντίθετα, η συνεισφορά από τομείς παροχής υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας υπήρξε σχετικά χαμηλή. Από τη μεριά των δαπανών, η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την εγχώρια ζήτηση με αρνητική συνεισφορά από τον εξωτερικό τομέα, δηλαδή τις καθαρές εξαγωγές. Αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά την υπερβολική κατανάλωση και το χαμηλό ποσοστό των εγχώριων αποταμιεύσεων.

Παραγωγικότητα και επενδύσεις

Ποια είναι η άποψή σας σε σχέση με την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις;

Η οικονομική ανάπτυξη προέρχεται κατά το μέγιστο από την αύξηση της παραγωγικότητας. Όταν, δηλαδή, οι συντελεστές παραγωγής συνάδουν με αύξηση του όγκου παραγωγής ανά μονάδα εργασίας. Από πλευράς αύξησης της παραγωγικότητας, τα αποτελέσματα ήταν λίγο απογοητευτικά και θα χρειαστεί να μεταβάλουμε τις τάσεις στον τομέα αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδύσεις σε τομείς που ενισχύουν την
παραγωγικότητα θα πρέπει να αυξηθούν.

Το τρέχον ανισοζύγιο πληρωμών θα πρέπει να αμβλυνθεί, οι καταναλωτικές δαπάνες τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα να μειωθούν, ενώ τα ποσοστά επενδύσεων να αυξηθούν. Οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν θα πρέπει να ευνοούν την πραγματοποίηση των αλλαγών αυτών.

Η εισαγωγή του ΓεΣΥ

Πώς βλέπετε να επηρεάζονται οι δημοσιονομικές εξελίξεις σε σχέση και με την
εισαγωγή του ΓεΣΥ;

Επιτρέψτε μου να πω και να τονίσω εξ’ αρχής ότι η παροχή πλήρους ιατροφαρμακευτικής φροντίδας σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες της χώρας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Είναι ένδειξη πολιτισμού και πολιτικής ωριμότητας. Και είναι ευθύνη του κράτους να διασφαλίζει την παροχή ιατροφαρμακευτικής φροντίδας σε όλους. Η έναρξη λειτουργίας του Γενικού Σχεδίου Υγείας, τον περασμένο Ιούνιο, δημιουργεί κάποια ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα του συστήματος και τις προεκτάσεις για τη δημοσιονομική σταθερότητα. Το σύνολο των δαπανών υγείας σήμερα, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μαζί, υπερβαίνει σημαντικά τον σφαιρικό προϋπολογισμό του ΓεΣΥ.

Κατά συνέπεια, η οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να αντιμετωπίζει τις καταχρήσεις και να επιβάλλει τον εξορθολογισμό στην παροχή των υπηρεσιών του. Δεν υπάρχει τίποτα προς το παρόν, έπειτα από ένα εξάμηνο λειτουργίας, που να διασφαλίζει αυτό το αποτέλεσμα. Αυτή είναι η ανησυχία μου.

Χρύσω Αντωνιάδου