Κοκτέιλ παγκόσμιων προκλήσεων με επίκεντρο τα ψηλά επιτόκια

• Προς νέες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές
• Αυξάνονται οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών 
• Η ΕΚΤ θέλει χρηστή διαχείριση των κινδύνων

Σοβαρές προκλήσεις αντιμετωπίζει ο χρηματοοικονομικός τομέας την επόμενη τριετία, γι’ αυτό και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διαμηνύσει στις τράπεζες της ευρωζώνης και στις εποπτικές Αρχές, συμπεριλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ότι πρέπει να επαγρυπνούν.  

Ένα μείγμα από αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, επιτόκια «υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» και πιθανή οικονομική επιβράδυνση στη ζώνη του ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε νέες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές

Το κύριο μήνυμα το οποίο στέλνεται μέσω εμπεριστατωμένης μελέτης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναφέρει πως «το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων αναμένεται να αυξήσει τόσο τη μεταβλητότητα ορισμένων πηγών χρηματοδότησης όσο και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μεσοπρόθεσμα».

Επιδείνωση ποιότητας

Προειδοποιεί πως  «η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών μπορεί να αρχίσει και πάλι να επιδεινώνεται εάν επαληθευτούν γεωπολιτικοί κίνδυνοι ή ο υψηλός πληθωρισμός σε συνδυασμό με αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης».

Μάλιστα, επισημαίνει ότι «εάν τα επιτόκια παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ένα σενάριο επίμονα υψηλού πληθωρισμού, οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να επιδεινωθούν, υποβαθμίζοντας την ποιότητα τού ενεργητικού των τραπεζών. Ενώ τα νοικοκυριά και οι εταιρικοί ισολογισμοί φαίνονται οικονομικά υγιείς, οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών αυξάνονται, ειδικά στον δανεισμό ακινήτων. Εκτός από τη διάβρωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών σε περίπτωση οικονομικής ύφεσης, έκτακτοι παράγοντες όπως η τραπεζική εισφορά αποτελούν ξεχωριστό καθοδικό κίνδυνο για τα κέρδη των τραπεζών σε ορισμένες χώρες».

Ασφάλιστρα κινδύνου

Στη μελέτη αμφισβητείται η ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών ενώ επισημαίνεται πως «τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω ανατιμολόγηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υψηλή αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές». 

«Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό οι τράπεζες να διατηρούν και να συνεχίζουν να ενισχύουν το πλαίσιο διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και ενεργητικού και παθητικού (ALM), διασφαλίζοντας, για το τελευταίο, τόσο τους κινδύνους ρευστότητας και χρηματοδότησης όσο και τον κίνδυνο επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο (IRRBB)», τονίζεται.

Παρόλο που τα εποπτευόμενα ιδρύματα έχουν αντιμετωπίσει επαρκώς τις δυσμενείς μακροοικονομικές και γεωπολιτικές κρίσεις των τελευταίων ετών, εντούτοις αναφέρεται πως «η αποτυχία ορισμένων μεσαίων τραπεζών των ΗΠΑ και η εξαγορά μιας ελβετικής τράπεζας υπογράμμισαν γι’ άλλη μια φορά ότι οι τράπεζες χρειάζονται ισχυρή εσωτερική διακυβέρνηση και αποτελεσματικούς ελέγχους κινδύνου για να αντιμετωπίσουν ένα δυναμικά εξελισσόμενο τοπίο κινδύνου». 

Χρηστή διαχείριση 

Όπως αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα:

Πρώτο, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα εφαρμόσει σταδιακά τους κατάλληλους μηχανισμούς και εργαλεία κλιμάκωσης για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν έγκαιρα και επιτυχώς τις ελλείψεις που εντοπίζονται στις εποπτικές προτεραιότητες. 

Δεύτερο, οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι πρακτικές τους ευθυγραμμίζονται πλήρως με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον (C&E) μέχρι το τέλος του 2024.

Τρίτο, οι τράπεζες θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες απειλές στον κυβερνοχώρο, που τροφοδοτούνται από τις τρέχουσες γεωπολιτικές εντάσεις και την αυξανόμενη εξάρτηση από τρίτους παρόχους υπηρεσιών.

Τέταρτο, οι τράπεζες θα κληθούν τους επόμενους μήνες να επιδείξουν την ικανότητά τους ν’ ανταποκρίνονται και να ανακάμπτουν από τέτοια δυσμενή γεγονότα.

Στο πλαίσιο των εποπτικών προτεραιοτήτων του SSM για την περίοδο 2024 - 2026, «τα εποπτευόμενα ιδρύματα θα κληθούν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε άμεσους μακροοικονομικούς και γεωπολιτικούς κραδασμούς και να επιταχύνουν την αποτελεσματική αποκατάσταση των ελλείψεων στη διακυβέρνηση και τη διαχείριση των κινδύνων αλλά και να καταγράψουν πρόοδο στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και στη δημιουργία ισχυρών πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας».

Κύριος σκοπός του στρατηγικού σχεδιασμού της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ είναι η ανάπτυξη μιας υγιούς στρατηγικής για τα επόμενα τρία χρόνια. 

Έτοιμες για ψηλότερο κόστος

Ο πρωταρχικός στόχος της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ είναι να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ενισχύουν την ανθεκτικότητά τους σε άμεσους μακροοικονομικούς και γεωπολιτικούς κραδασμούς. Παρόλο που η αύξηση των επιτοκίων είχε θετικό αντίκτυπο στην κερδοφορία μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ  πιστεύει πως «οι τράπεζες πρέπει να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν πιο ασταθείς πηγές χρηματοδότησης, υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, πιθανή πτώση της ποιότητας του ενεργητικού και περαιτέρω ανατιμολόγηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα». 

Στο μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να αναφέρεται στην ανάγκη των τραπεζών να εφαρμόζουν ισχυρές ρυθμίσεις ALM. «Οι στοχευμένες δραστηριότητες θα επανεξετάσουν τη διακυβέρνηση και τις στρατηγικές ALM των τραπεζών και θα αξιολογήσουν την επάρκεια των υποθέσεων στις οποίες στηρίζονται ορισμένα από τα μοντέλα συμπεριφοράς τους», καταγράφεται στην έκθεση. 

Χρύσω Αντωνιάδου

Χρύσω Αντωνιάδου