Μέση Ανατολή: Κρατούν την αναπνοή τους για τις οικονομικές επιπτώσεις

• Πώς επηρεάζει η διένεξη Ισραήλ – Χαμάς την παγκόσμια οικονομία
• Tο φράγμα των 100 ευρώ στο πετρέλαιο και η αντίδραση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας
• Τι λέει η Λαγκάρντ για την ευρωζώνη και ο Ηροδότου για την Κύπρο

 

Σε παρατεταμένη κρίση κινδυνεύει να εισέλθει η παγκόσμια οικονομία. Ο πόλεμος μεταξύ Χαμάς και Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, αλλά και η συνεχιζόμενη πολεμική σύρραξη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αποδυναμώνουν όχι μόνο τις περιοχές στις οποίες εξελίσσονται οι συγκρούσεις αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. 

Όπως εξηγούν οικονομικοί αναλυτές, «η κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα κλιμακωθεί, και πιθανότατα να οδηγήσει σε μεγαλύτερο ρήγμα στην περιοχή και, ενδεχομένως, σε κάποιους άλλους σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες».

Οι αξιωματούχοι της Fed Πάτρικ Χάρκερ και Λορέτα Μέστερ, οι οποίοι και σχεδίαζαν να αντιμετωπίσουν τις παρατεταμένες οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία, αντιμετωπίζουν τώρα μια νέα κρίση.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δηλώνει πως «ο ρυθμός της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης επιβραδύνεται, μια προειδοποίηση που έρχεται καθώς ένας νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή απειλεί να ανατρέψει μια παγκόσμια οικονομία που ήδη ταλαντεύεται εδώ και χρόνια από αλληλο - επικαλυπτόμενες κρίσεις».

H θωράκιση των οικονομιών

Οι συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς θα μπορούσε να προκαλέσει αναστάτωση σε ολόκληρη την περιοχή, και επιβεβαιώνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η θωράκιση των οικονομιών από συχνούς και απρόβλεπτους παγκόσμιους κραδασμούς. 

«Οι οικονομίες βρίσκονται σε λεπτή κατάσταση», δήλωσε ο Ajay Banga, πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας, σε συνέντευξή του στο περιθώριο της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Τράπεζας. «Το να έχουμε πόλεμο δεν είναι πραγματικά χρήσιμο για τις κεντρικές τράπεζες που προσπαθούν επιτέλους να βρουν τον δρόμο τους προς μια ήπια προσγείωση», διευκρίνισε. Ο κ. Μπάνγκα αναφερόταν στις προσπάθειες των υπευθύνων χάραξης πολιτικής στη Δύση να μειώσουν τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουν ωστόσο ύφεση.

Ο κ. Banga ανάφερε πως «ο αντίκτυπος των επιθέσεων στη Μέση Ανατολή στην παγκόσμια οικονομία ήταν περισσόερο περιορισμένος από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτή η σύγκρουση αρχικά οδήγησε τις τιμές του πετρελαίου και των τροφίμων στα ύψη, αναστατώνοντας τις παγκόσμιες αγορές, δεδομένου του ρόλου της Ρωσίας ως κορυφαίου παραγωγού ενέργειας και της θέσης της Ουκρανίας ως μεγάλου εξαγωγέα σιτηρών και λιπασμάτων. Όμως, αν αυτό εξαπλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, τότε γίνεται επικίνδυνο», προσθέτοντας ότι «μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε μια κρίση αδιανόητων διαστάσεων».

Οι αγορές πετρελαίου είναι ήδη αναστατωμένες. Η Lucrezia Reichlin, καθηγήτρια στο London Business School και πρώην γενική διευθύντρια έρευνας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλώνει: «Το κύριο ερώτημα είναι τι θα συμβεί με τις τιμές της ενέργειας». Η κ. Ράιχλιν ανησυχεί ότι «μια άλλη άνοδος στις τιμές του πετρελαίου θα πιέσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, τα οποία ήδη αυξήθηκαν πάρα πολύ γρήγορα». Η  κ. Ράιχλιν αναφέρεται «σε δυο μέτωπα που σχετίζονται με το πετρέλαιο,  τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή».

Ο Pierre-Olivier Gourinchas, επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δηλώνει ότι «είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί εάν η πρόσφατη άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα διατηρηθεί. Όπως αναφέρει, 

«σύμφωνα με τα στοιχεία που ερευνούμε, μια αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου θα επιβάρυνε την παγκόσμια οικονομία, μειώνοντας την παραγωγή κατά 0,15% και αυξάνοντας τον πληθωρισμό κατά 0,4% το επόμενο έτος».

Εύθραυστη η ανάπτυξη

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενδιατρίβει στην ευθραυστότητα της ανάκαμψης. Στις οικονομικές του εκτιμήσεις διατηρεί τις προοπτικές για την παγκόσμια ανάπτυξη για φέτος στο 3% και μειώνει ελαφρώς τις προβλέψεις του για το 2024 στο 2,9%. Αν και το Ταμείο αναβαθμίζει την πρόβλεψή του για την παραγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες για φέτος, υποβαθμίζει τη ζώνη του ευρώ και την Κίνα, ενώ προειδοποιεί ότι η δυσφορία στον τομέα των ακινήτων αυτής της χώρας επιδεινώνεται».

Στο μεταξύ, η οικονομία της Ευρώπης, ειδικότερα, βρίσκεται στη μέση των αυξανόμενων παγκόσμιων εντάσεων. Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπάθησαν να απελευθερωθούν από την υπερβολική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.

«Τα κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό στρεφόμενοι, εν μέρει, σε προμηθευτές στη Μέση Ανατολή», δηλώθηκε επίσημα.

Ο πληθωρισμός της Λαγκάρντ

Στο μεταξύ, η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δηλώνει πως «ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται αλλά αναμένεται πάλι να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα» προσθέτοντας πως «είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο τού 2%. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο μας. Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα κρίνεται απαραίτητο. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής».

Κύπρος και ενεργειακά

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Κωνσταντίνος Ηροδότου, μιλώντας σε οικονομική σύναξη την περασμένη βδομάδα, ανάφερε πως «η πρόσφατη αύξηση των τιμών της ενέργειας θα μπορούσε να μεταδοθεί ξανά στην υπόλοιπη οικονομία και να ασκήσει ανοδική πίεση στις τιμές. Επιπλέον, οι αυξημένοι μισθοί και τα περιθώρια κέρδους, η κερδοσκοπία, που παρατηρήθηκε στη ζώνη του ευρώ πέρυσι και μέρος του τρέχοντος έτους, πρέπει να παρακολουθούνται στενά, παρόλο που επί του παρόντος αναμένεται να εξομαλυνθούν». 

Αναφερόμενος στα μέτρα των Κεντρικών Τραπεζών για τη διατήρηση και τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ο κ. Ηροδότου επεσήμανε πως «υπάρχουν εργαλεία που βασίζονται στο κεφάλαιο, μέτρα που βασίζονται σε δανειολήπτες και μέτρα που βασίζονται στη ρευστότητα». 

Ειδικότερα, όπως εξήγησε:

Πρώτο, τα μέτρα που βασίζονται στο κεφάλαιο στοχεύουν στο κεφάλαιο των τραπεζών για να αυξήσουν τη συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, μετριάζοντας τη συσσώρευση έκθεσης σε κίνδυνο. 

Δεύτερο, τα μέτρα που βασίζονται σε δανειολήπτες, με άλλα λόγια για τους δανειολήπτες, επιβάλλουν ποσοτικούς περιορισμούς, όπως το μέγεθος του δανείου ανάλογα με το εισόδημα και την ικανότητα ενός ατόμου να αποπληρώσει το δάνειο. 

Τρίτο, τα μέτρα που βασίζονται στη ρευστότητα στοχεύουν στον περιορισμό των τρωτών σημείων των τραπεζών που απορρέουν από την υπερβολική έκθεση σε βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση. 

Ο Διοικητής της ΚΤΚ εξηγεί πως «το κόστος τού να μείνει αδάμαστος ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλότερο για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το σύνολο της οικονομίας, ενώ η αυστηρότερη νομισματική πολιτική θα πρέπει να επανέλθει σε ουδέτερη, όταν ο στόχος για τον πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα κριθεί βιώσιμος». 

Διφορούμενες και απροσδιόριστες δηλώσεις

Eπίσης, σημαντικές είναι οι δηλώσεις επενδυτών, οικονομολόγων, αναλυτών στρατηγικής της αγοράς αναφορικά με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Αυτούσιες οι δηλώσεις τους στο Fortune: 

O Gonzalo Lardies, ανώτερος διευθυντής μετοχικών κεφαλαίων στην Andbank, δηλώνει: «Η νέα πολεμική σύρραξη θα προσθέσει περισσότερη αβεβαιότητα στις αγορές, με τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη να κάνουν ένα βήμα πίσω και τον γεωπολιτικό κίνδυνο να βρίσκεται στο επίκεντρο. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε μια έξαρση της αστάθειας, με το βραχυπρόθεσμο σταθερό εισόδημα να γίνεται ξανά ασφαλές καταφύγιο, ενώ στους κυκλικούς τομείς θα είναι στο επίκεντρο».

O Γκιγιέρμο Σάντος, επικεφαλής στρατηγικής στην ισπανική ιδιωτική τραπεζική εταιρεία iCapital, αναφέρει: «Αφήνοντας το ανθρώπινο δράμα, οι συνέπειες όλων αυτών δεν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αρνητικές για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εφόσον η σταθερότητα της περιοχής και ο βίαιος επεκτατισμός του Ιράν στον τομέα της ασφάλειας δεν περιπλέκουν περαιτέρω τη σύγκρουση, και περιορίζεται στους Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε επέκταση αυτού σε χώρες παραγωγής πετρελαίου, με τη Σαουδική Αραβία να πρωτοστατεί, θα μπορούσε να ακριβύνει την τιμή του αργού πετρελαίου με αρνητικές πληθωριστικές επιπτώσεις για τη Δύση και θα σήμαινε υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και πτώση των χρηματιστηρίων, εάν παρατεινόταν η ύφεση».

Ο Alfonso Benito, επικεφαλής επενδύσεων στη Dunas Capital, δηλώνει: «Δεν αναμένω ότι η κατάσταση θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στις αγορές. Αυτή είναι μια μακροχρόνια τρομερή  κατάσταση, αλλά εκτός από κάποια βραχυπρόθεσμη αστάθεια, δεν θα πρέπει να έχει μεγάλο αντίκτυπο».

Ο Richard Flax, επικεφαλής επενδύσεων στη Moneyfarm, επισημαίνει: «Η σύγκρουση έχει τη δυνατότητα να βλάψει το ευρύτερο κλίμα της αγοράς, αλλά δεν είναι σίγουρο. Πιστεύουμε ότι πολλά θα εξαρτηθούν από το εάν η σύγκρουση θα περιοριστεί ή θα διευρυνθεί το εύρος της –για παράδειγμα, στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ – και αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει αυξημένες ανησυχίες για τα εμπορεύματα – το πετρέλαιο ιδιαίτερα. Η τιμή του πετρελαίου ήταν αρκετά ασταθής τις τελευταίες εβδομάδες και μια άλλη άνοδος θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τις τιμές καταναλωτή τούς επόμενους μήνες».

Η Ανθή Τσούβαλη, multi-asset strategist της State Street Global Markets, επίσης δηλώνει: «Ο χρόνος της σύγκρουσης δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερος δεδομένων των συνομιλιών μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Μια σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έχει προφανείς επιπτώσεις στις τιμές του πετρελαίου. Οι αγορές ανησυχούν για τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και δεδομένου ότι βρισκόμαστε ήδη σε ένα περιβάλλον χωρίς ρίσκο, αυτό θα μπορούσε να ωθήσει τις αγορές μετοχών χαμηλότερα. Ωστόσο, δεδομένου του οικονομικού κύκλου και της ήδη επιβράδυνσης της παγκόσμιας ζήτησης, ο αντίκτυπος της σύγκρουσης δεν θα ήταν τόσο σοβαρός όσο κατά την προηγούμενη ενεργειακή κρίση του 1973, καθώς θα μπορούσαμε να δούμε δυνητικά περισσότερη δυναμικότητα της Σαουδικής Αραβίας, αν χρειαστεί, για την κάλυψη της ζήτησης. Οι αγορές μετοχών θα πρέπει να το δουν από την άποψη της ανατιμολόγησης επικίνδυνων περιουσιακών στοιχείων, αλλά το κλίμα έχει τη δυνατότητα να παραμείνει υποτονικό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, καθώς το αφήγημα της αγοράς μετατοπίζεται από ήπια προσγείωση σε υψηλότερη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και μακροπρόθεσμα αυτό θα ήταν κακό για τις αγορές μετοχών».

Ο Γιώργος Λαγαριάς, επικεφαλής οικονομολόγος της Mazars εξηγεί: «Ο υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία είναι η πιθανότητα ενός τρίτου πληθωριστικού κύματος. Η έξαρση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές της ενέργειας και να υπονομεύσει τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Το γεωπολιτικό status quo έχει γίνει ολοένα και πιο ανισόρροπο τα τελευταία χρόνια, επομένως τα αποτελέσματα αυτής της νέας κρίσης θα μπορούσαν να είναι πιο ανοιχτά από ό,τι οι αγορές θέλουν να πιστεύουν».

Ο Thomas Hayes, πρόεδρος της Great Hill Capital LLC αναφέρει: «Βραχυπρόθεσμα, μπορεί να δούμε λίγη αστάθεια, αλλά όταν κάνετε ένα βήμα πίσω και κοιτάξετε αν μια περιφερειακή σύγκρουση θα επηρεάσει την κερδοφορία μιας εταιρείας, στις περισσότερες περιπτώσεις η απάντηση είναι όχι. Είναι μια ατυχής περίσταση, αλλά θα έχει ελάχιστη ως καθόλου επίδραση στη συνολική ισχύ των κερδών».

Ο John Leiper, επικεφαλής επενδύσεων στην Titan Asset Management, δηλώνει: «Ενώ το γεωπολιτικό σκηνικό είναι πολύ διαφορετικό από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην περιοχή, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να δούμε μια ισχυρή αντίδραση από το Ισραήλ που θα αναστατώσει τις διαπραγματεύσεις υπό τη Σαουδική Αραβία και θα μπορούσε να δει τις ΗΠΑ να ενισχύουν τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Εδώ θα βλέπαμε την τιμή του πετρελαίου να αυξάνεται. Οι πρόσφατοι περιορισμοί προσφοράς, τα χαμηλά στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ και οι ισχυρότεροι από τον αναμενόμενο, αριθμοί μισθοδοσίας εκτός γεωργικών εκμεταλλεύσεων, υποδηλώνουν ότι οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 100 δολάρια το βαρέλι και η κλιμάκωση των εντάσεων να προσθέσει περαιτέρω ώθηση σε αυτό το αφήγημα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο».

Ο Mansoor Mohi-uddin, επικεφαλής οικονομολόγος στην Bank of Singapore Ltd, αναφέρει: «Οι χρηματοπιστωτικές αγορές ανησυχούν για τον κίνδυνο και οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου μπορούν να ωθήσουν τις αποδόσεις των παγκόσμιων κρατικών ομολόγων. Εάν η σύγκρουση διευρυνθεί σε ολόκληρη την περιοχή, τότε ενδέχεται να απειληθούν οι προμήθειες πετρελαίου.

Οποιαδήποτε όξυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας και η πιθανότητα αύξησης της παραγωγής πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία δεν θα είναι δυνατή για καμία από τις δύο χώρες, εάν το Ισραήλ και οι Παλαιστίνιοι εισέλθουν σε συνεχιζόμενες αντιπαραθέσεις. Εάν το Ιράν θεωρηθεί ότι πυροδότησε τις εχθροπραξίες στη Γάζα και στο νότιο Ισραήλ, τότε οι ΗΠΑ είναι πιθανό να ενισχύσουν την επιβολή των υφιστάμενων κυρώσεων στις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν. Όλοι αυτοί οι παράγοντες πιθανότατα να ωθήσουν τις τιμές του πετρελαίου σε άνοδο βραχυπρόθεσμα και ως εκ τούτου να αυξήσουν τους φόβους για τον πληθωρισμό παγκοσμίως».

Ο Andrea Tueni, επικεφαλής του τμήματος πωλήσεων στο Saxo banque France λέει: «Δεν περιμένω τεράστιο αντίκτυπο στις αγορές της Ευρώπης ή των ΗΠΑ. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι φυσικά σημαντικοί ανάλογα με το πώς εξελίσσεται η κλίμακα της σύγκρουσης. Τα τοπικά χρηματιστήρια αντιδρούν σε αυτό, αλλά δεν αναμένω τον ίδιο αντίκτυπο αύριο. Η μόνη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να αναζητήσει κανείς για μια πιθανή αντίδραση είναι το πετρέλαιο, αλλά δεν περιμένω μεγάλη αύξηση των τιμών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επίπτωση στην προσφορά αυτή τη στιγμή. Δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει την κατάσταση για το πετρέλαιο με το 1973. Εάν η σύγκρουση λάμβανε άλλη διάσταση εάν, για παράδειγμα, το Ισραήλ έπληττε απευθείας τις ιρανικές υποδομές, θα ήταν μια εντελώς διαφορετική ιστορία, αλλά αυτή τη στιγμή είναι πολύ νωρίς για εκτιμήσεις».

Χρύσω Αντωνιάδου

Χρύσω Αντωνιάδου