O πληθωρισμός «ροκανίζει» τα εισοδήματα των νοικοκυριών

•    Ποιος και γιατί τραβά τις τιμές προς τα πάνω 

•    Πότε θα επέλθει αποκλιμάκωσή του

•    Γιατί υπερεκτιμούμε τον πληθωρισμό που καταγράφεται

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

​​​​​​​
Όλες οι εκτιμήσεις και μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: Οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020 και θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο το 2022.

Μια μεγάλη κατηγορία νοικοκυριών καθυστερεί να αποπληρώσει τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και άλλους λογαριασμούς για υπηρεσίες κοινής ωφελείας, λόγω της ακρίβειας. Παράλληλα, καταγράφεται μια συνεχής αύξηση των νοικοκυριών που διευθετούν την αποπληρωμή του χρέους τους σε δόσεις.

Αυτή την περίοδο τα κυπριακά νοικοκυριά παρουσιάζονται ιδιαίτερα «κουμπωμένα», με χαμηλές προσδοκίες. Αυτό αποτυπώνεται στην κίνηση της αγοράς και στην αγοραστική τους δύναμη εκτιμώντας ότι η κατάστασή τους θα χειροτερέψει.

Η απαισιοδοξία των νοικοκυριών ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια. Μάλιστα, στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά, η απάντηση είναι «ναι» εξηγώντας ότι θα υποχρεωθούν να μειώσουν τα έξοδά τους ακόμη και για τις βασικές τους ανάγκες.

Τις μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις δημιουργούν οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, με δεύτερες τις αυξήσεις στα τρόφιμα, τη βενζίνη και το πετρέλαιο θέρμανσης.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι διευρύνθηκε η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών λόγω της κρίσης πανδημίας και του πληθωρισμού.

Επίσης, φαίνεται να αυξάνεται και ο αριθμός των νοικοκυριών που ζουν σε συνθήκες οικονομικής επισφάλειας, με το μηνιαίο εισόδημά τους να συρρικνώνεται και να επαρκεί μόνο για τις πρώτες ημέρες του μήνα.

Ενέργεια και εφοδιαστική αλυσίδα

Ο πληθωρισμός δεν είναι κυπριακό φαινόμενο, αφού η κύρια αιτία των πληθωριστικών πιέσεων είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα διεθνώς και οι ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
 
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι η αποκλιμάκωση θα επέλθει σε βάθος διετίας. Θεωρεί πως «τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να βιώνουν στην καθημερινότητά τους εισοδηματικές απώλειες από τις ανατιμήσεις σε είδη ευρείας κατανάλωσης, ενώ οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν έλλειψη κεφαλαίου κίνησης και εμπορευμάτων». 

Όσοι  κατέχουν βασικές γνώσεις οικονομικών ξέρουν πως η διεθνής πληθωριστική κρίση αντιμετωπίζεται στη χώρα προέλευσης ή στη χώρα εισαγωγής πληθωρισμού ή και στις δυο.

Αν ο πληθωρισμός είναι  ζήτησης, ασκείται με περιοριστική δημοσιονομική, νομισματική και εισοδηματική πολιτική. Εάν αφορά μια κρίση πληθωρισμού κόστους, τότε υποβάλλονται προτάσεις για μείωση των φόρων και των δασμών, για μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού και βελτίωσης της παραγωγικότητας ή και συγκράτηση των μισθών κ.ά. 

Οι δυνατότητες της οικονομικής πολιτικής κάθε κράτους είναι περιορισμένες  αν το κόστος αυξάνεται λόγω αύξησης των τιμών των εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων.

Συμπερασματικά, η οικονομική ιστορία διδάσκει ότι μια χώρα αποσυνδέεται από τον πληθωρισμό του εξωτερικού εάν εφαρμοστεί ένα καθεστώς ελεύθερα κυμαινόμενων ισοτιμιών. Αντιθέτως, όταν διεθνώς εφαρμόζεται το σύστημα των σταθερών ισοτιμιών, τότε είναι δύσκολη η «άμυνα» μιας χώρας έναντι του εισαγόμενου πληθωρισμού.

Τι λέει η ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επικαλείται έρευνες καταναλωτών και ακαδημαϊκές μελέτες και διαπιστώνει πως «οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος από ό,τι πραγματικά φανερώνουν οι δείκτες τιμών. Οι αυξήσεις των τιμών μένουν στη μνήμη μας περισσότερο χρόνο. Έχουμε την τάση να προσέχουμε λιγότερο τις σταθερές ή μικρότερες τιμές, παρόλο που οι τιμές λαμβάνονται επίσης υπόψη στον υπολογισμό του μέσου ρυθμού πληθωρισμού».

Σύμφωνα επίσης με την ΕΚΤ «τα τελευταία χρόνια, οι τιμές ορισμένων προϊόντων και υπηρεσιών αυξήθηκαν πέραν του μέσου όρου, όπως είναι η βενζίνη και το ψωμί. Όταν σκεφτόμαστε τον πληθωρισμό επικεντρωνόμαστε στις μεταβολές των τιμών αυτών των αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, υπερεκτιμούμε τον καταγραφέντα πληθωρισμό.

Ένα σημαντικό ποσό του προϋπολογισμού των νοικοκυριών δαπανάται σε αγαθά και υπηρεσίες τα οποία αγοράζονται λιγότερο συχνά, όπως τα αυτοκίνητα και οι διακοπές.

Υπάρχουν επίσης είδη για τα οποία πληρώνουμε με αυτόματη χρέωση τραπεζικού λογαριασμού (άμεσες χρεώσεις και πάγιες εντολές πληρωμής), όπως το ενοίκιο και οι λογαριασμοί τηλεφώνου. Σε αυτές τις δαπάνες και στις μεταβολές των αντίστοιχων τιμών δίνουμε λιγότερη σημασία όταν σκεφτόμαστε τον πληθωρισμό».

Χρύσω Αντωνιάδου