Οι ανατιμήσεις βασικών αγαθών «χτυπούν» τα νοικοκυριά

•    Η αύξηση των ναύλων και το μεταφορικό κόστος αυξάνουν τις τιμές
•    Ποια τα προβλήματα των κυπριακών επιχειρήσεων
•    Ο πληθωρισμός δείχνει τα δόντιά του

Γράφει Χρύσω Αντωνιάδου

Σοβαρό «χτύπημα» δέχονται τα κυπριακά νοικοκυριά εν καιρώ πανδημίας, καθώς οι ανατιμήσεις βασικών προϊόντων ήδη άρχισαν και θα κορυφωθούν τους προσεχείς μήνες. Η Κύπρος ως εισαγωγική χώρα (εισάγει πρώτες ύλες και τελικά προϊόντα) καθίσταται ευάλωτη στις κατά καιρούς διακυμάνσεις των τιμών. Η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται σοβαρότερη την περίοδο αυτή γιατί επιβαρύνονται τα κυπριακά νοικοκυριά και οι προϋπολογισμοί τους και δημιουργούνται επίσης προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων στις διεθνείς αγορές. 

Ναύλα και πρώτες ύλες
Ένας από τους κύριους λόγους αύξησης των βασικών καταναλωτικών προϊόντων είναι και η αύξηση του κόστους των ναύλων και κατ’ επέκταση του μεταφορικού κόστους σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών τους. Οι ναύλοι σε ορισμένες κατηγορίες πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, τα οποία μεταφέρουν τα περισσότερα προϊόντα έχουν αυξηθεί πάνω από 600% τον τελευταίο χρόνο, ενώ καταγράφονται και μεγάλες ελλείψεις σε εμπορευματοκιβώτια που  παρέμειναν φορτωμένα στα λιμάνια λόγω των περιοριστικών μέτρων το 2020. 

Η όλη κατάσταση «σπρώχνει» τις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών προς τα πάνω με μια ετήσια αύξηση πέραν του 25% στα σιτηρά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τη ζάχαρη, τον  καφέ και το βοδινό κρέας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία από ευρωπαϊκές πηγές, η αύξηση ναύλου ενός κοντέινερ από την Ασία στην Ευρώπη μέσα σε έξι μήνες κυμάνθηκε πέραν του 500%.

Στις υπεραγορές καταγράφονται ήδη αυξήσεις σε διάφορες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα χαρτικά (πάνω από 10%), στα άλευρα (10%) και στα σπορέλαια (μέχρι 50%).  Οι γενικές αυξήσεις στα τελικά προϊόντα σχετίζονται και με τις ελλείψεις σε πρώτες ύλες, το υψηλό μεταφορικό κόστος και τις αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος.

Πληροφορίες της Brief αναφέρουν ότι «κυπριακές επιχειρήσεις λόγω και των απανωτών lockdowns, τη μείωση του τζίρου τους και γενικότερα εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργεί η πανδημία, αντιμετωπίζουν προβλήματα στις εισαγωγές πρώτων υλών και τελικών προϊόντων και γενικότερα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα κόστη. Πολλές επιχειρήσεις, λόγω και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα κυπριακά νοικοκυριά, απορροφούν τις αυξήσεις για να μην χάσουν πελάτες, κρατώντας στα ίδια επίπεδα με το 2020 τις τιμές τους, τον τζίρο και τα μερίδια αγοράς τους».

Από την άλλη, η βιομηχανία, όσο μικρή κι αν είναι, αντιμετωπίζει μεγάλες αυξήσεις στα δικαιώματα ρύπων (CO2), με τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος να παρουσιάζουν αύξηση.

Το κύμα των αυξήσεων
Οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών σε συνδυασμό και με το υψηλό μεταφορικό κόστος προϊόντων από την Κίνα αναμένεται να δημιουργήσουν πληθωριστικές πιέσεις. 

Οικονομικοί αναλυτές δηλώνουν στη Brief πως «εκφράζεται μεγάλη ανησυχία ότι οι αυξήσεις που παρατηρούνται διεθνώς στις πρώτες ύλες δημιουργούν ένα περιβάλλον έντασης των πληθωριστικών πιέσεων. Η αύξηση των μετάλλων και του πετρελαίου δημιουργεί αλυσιδωτές αυξήσεις και σε άλλα προϊόντα, όπως τα τρόφιμα».

Οι οικονομικοί αναλυτές εκφράζουν φόβους ότι «αν ξεπεραστεί το σημείο μηδέν του πληθωρισμού τότε η κατάσταση θα είναι πολύ σοβαρή».

Η πρόκληση του πληθωρισμού
Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου επικαλείται προβλέψεις διεθνών οργανισμών και αναλυτών και στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο (Ιούνιος 2020) καταγράφει ότι «οι προβλέψεις συνεχίζουν να περιβάλλονται από ιδιαίτερα μεγάλη αβεβαιότητα και το 2021 και το 2022 ο πληθωρισμός σε επιλεγμένες ανεπτυγμένες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η ζώνη του ευρώ αναμένεται να κυμανθεί σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα του 2020». Όπως αναφέρει, «ολόκληρο το 2021, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες οργανισμούς, αναμένεται να κυμανθεί στο 1,6% σε σύγκριση με 0,3% το 2020 λόγω της θετικής επίδρασης προσωρινών παραγόντων. Ο δείκτης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ, ο οποίος αντανακλά τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες της αγοράς (μετά από πέντε έτη για ορίζοντα 5 ετών) διαμορφώθηκε στο 1,62% στις 19 Μαΐου του 2021 από 1,26% στις 31 Δεκεμβρίου του 2020. Παρά τη βελτίωση που κατέγραψε από τις αρχές του έτους, λόγω κυρίως των καλύτερων προοπτικών όσον αφορά τη δυναμική της πανδημίας και το μέγεθος των δημοσιονομικών μέτρων στις ΗΠΑ, οι πιο μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ παρέμειναν αμετάβλητες στο 1,7%, σύμφωνα με την Έρευνα μεταξύ των Εξειδικευμένων Φορέων Διενέργειας Προβλέψεων της ΕΚΤ (ECB Survey of Professional Forecasters) για το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Η διατήρηση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό σε επίπεδα κάτω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ».

Χρύσω Αντωνιάδου