Οι προκλήσεις νοικοκυριών: Νέα και παλιά δάνεια, μισθοί και ΓεΣΥ

Οικονομία και τράπεζες κρίνουν για άλλη μια χρονιά την κατάσταση των κυπριακών νοικοκυριών
  • «Εστία» και ΜΕΔ πονοκεφαλιάζουν όχι μόνο τις τράπεζες αλλά και τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών.

ΓΡΑΦΕΙ H 
ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Η νέα χρονιά βρίσκει τα κυπριακά νοικοκυριά, όπως κάθε χρόνο και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, ενώπιον μεγάλων και σημαντικών προκλήσεων. Υπερχρεωμένα νοικοκυριά, δύσκολη πρόσβαση σε δανεισμό, αυξημένες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, αυξήσεις σε τέλη τραπεζών και αύξηση των εισφορών για το Γενικό Σχέδιο Υγείας.

Αυτές είναι μόνο μερικές από τις προκλήσεις που αναμένεται να βρεθούν στον δρόμο των κυπριακών νοικοκυριών τη νέα χρονιά και η ενδεδειγμένη διαχείρισή της συναρτάται με τη γενικότερη κατάσταση της κυπριακής οικονομίας, το επίπεδο των μισθών, τις συνθήκες απασχόλησης και την πορεία του τραπεζικού τομέα.

Επιστρέφοντας σε μια σταθερή πορεία ανάκαμψης και σταθερότητας η κυπριακή οικονομία δημιουργεί θετικές προοπτικές και στα κυπριακά νοικοκυριά, τα οποία έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια από τη χρηματοοικονομική κρίση. Οι οικονομικές συνθήκες που θα επικρατήσουν καθώς και η «υγεία» του τραπεζικού κλάδου προκρίνουν την κατάσταση στην οποία θα βρεθούν για άλλη μια χρονιά τα κυπριακά νοικοκυριά.

>>> Διαβάστε ακόμη: Κεντρική - Το ιδιωτικό χρέος μειώθηκε στο 267% από 354% το 2015 <<<

Οι εξελίξεις σε σχέση με το Σχέδιο «Εστία» αναμένεται να διαμορφώσουν ένα νέο σκηνικό στον τραπεζικό κλάδο, σε συνάρτηση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη διαχείρισή τους και την αντιμετώπιση των δανειοληπτών του ιδιωτικού χρέους. Το Σχέδιο βρίσκεται αντιμέτωπο με το πιο δύσκολο χαρτοφυλάκιο ΜΕΧ και έτσι ο βαθμός επιτυχίας του παραμένει ακόμη αβέβαιος αλλά και καθοριστικός για την οικονομική κατάσταση πολλών νοικοκυριών.

Το ιδιωτικό χρέος
Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι το ιδιωτικό χρέος στην Κύπρο, παρόλο που παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ακολουθεί πτωτική πορεία από τις αρχές του 2015, λόγω της απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα και της συρρίκνωσης των ισολογισμών των τραπεζών. Ειδικότερα, το δεύτερο τρίμηνο του 2019 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), το ιδιωτικό χρέος ανήλθε στο 267% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 354% στην κορύφωσή του το πρώτο τρίμηνο του 2015. 

Ωστόσο η σημαντική μείωση των ΜΕΧ έγινε όχι λόγω μείωσης των δανειακών υποχρεώσεων του ιδιωτικού τομέα αλλά μέσω μεταφοράς μεγάλου μέρους τους σε εταιρείες αγοράς δανείων εκτός του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή η μείωση του ιδιωτικού χρέους σε περισσότερο διαχειρίσιμα επίπεδα, παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της οικονομίας. 

Οι εξελίξεις σε σχέση με τη διαχείριση των ΜΕΧ κρίνουν και τις αποφάσεις των τραπεζών αναφορικά με την πιστωτική τους πολιτική. Θα χαλαρώσουν τα κριτήρια για χορήγηση δανείων; Θα αυξηθούν οι χορηγήσεις με τη νέα χρονιά; 

Σύμμαχος τα χαμηλά επιτόκια
Ακόμη κι αν η πολιτική παραμείνει η ίδια με αυτήν του 2019, όπως καταδεικνύουν τα δεδομένα, τα κυπριακά νοικοκυριά έχουν ένα «δυνατό» σύμμαχο: την πτωτική πορεία των επιτοκίων που συνεχίστηκε και τελευταίο τρίμηνο του 2019, ως αποτέλεσμα της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και των επεκτατικών μέτρων της τον Σεπτέμβριο του 2019. 

Τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια συμβάλλουν στην αύξηση της ζήτησης νέων δανείων από τον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, τον Σεπτέμβριο του 2019 το μέσο επιτόκιο νέων στεγαστικών δανείων προς νοικοκυριά μειώθηκε στο 2,13% σε σύγκριση με 2,37% τον Σεπτέμβριο του 2018 και 2,14% το πρώτο εξάμηνο του 2019. Παρόμοια καθοδική πορεία ακολουθεί και το επιτόκιο που αφορά καταναλωτικά δάνεια φθάνοντας στο 2,80% τον Σεπτέμβριο του 2019. 

Οι εκτιμήσεις φέρουν τα επιτόκια να παραμένουν χαμηλά για αρκετό καιρό, με βάση και τις τελευταίες αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, και προβλέπεται να έχουν γενικά θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία. Επίσης τα ευνοϊκά επιτόκια υποβοηθούν τη διαχείριση των υφιστάμενων δανειακών συμβάσεων μεταξύ των τραπεζών και του ιδιωτικού τομέα, είτε μέσω αναδιαρθρώσεων, είτε μέσω της προσπάθειας του ιδιωτικού τομέα για απομόχλευση. 

Η ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της κυπριακής οικονομίας, η συνεχής μείωση του επιπέδου της ανεργίας, η αύξηση της απασχόλησης και η αποκατάσταση σε μεγάλο βαθμό της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα κρίνουν και καθορίζουν τη θέση των κυπριακών νοικοκυριών σε συνάρτηση με την αποκατάσταση των μισθών και άλλων ωφελημάτων των μισθωτών. Ήδη, οι μισθοί, καθηλωμένοι την τελευταία πενταετία στη μετά του bail in εποχή, άρχισαν να αποκαθίστανται και την αρχή κάνουν οι αυξήσεις σε ζωτικούς κλάδους της οικονομίας. Μια μεγάλη πρόκληση, βέβαια, και για τη μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα οι οποίοι παραμένουν ίσως οι πιο αδικημένοι εργαζόμενοι.

Καταναλωτικές δαπάνες
Παρόλο που, όπως επισημαίνει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο, τα κυπριακά νοικοκυριά αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους για να καλύπτουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, μειώνοντας την εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση, η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας για την κατανομή του προϋπολογισμού των κυπριακών νοικοκυριών, που μόλις κυκλοφόρησε, επιβεβαιώνει ότι τα νοικοκυριά επιστρέφουν στις παλιές καταναλωτικές τους συνήθειες. 

Όπως καταγράφεται στην έκθεση, οι Κύπριοι ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους σε εστιατόρια και ξενοδοχεία (16,8%). Μία δεύτερη μεγάλη κατηγορία, η οποία απορροφά ένα μεγάλο ποσοστό δαπανών των Κυπρίων, είναι η στέγαση, το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια, και άλλα καύσιμα, με ένα ποσοστό που φθάνει το 15,1%.

Τέλος, για άλλη μια φορά, οι μισθωτοί θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη τους, ως εισφορά για τη δεύτερη και τελική φάση εφαρμογής του ΓεΣΥ που θα αρχίσει την 1η Ιουνίου 2020. Έτσι όλοι οι εργαζόμενοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα κληθούν να καταβάλουν αυξημένη εισφορά από 1,70% σε 2,65% επί των αποδοχών τους. 
 

Χρύσω Αντωνιάδου