Προς ρύθμιση οι σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων

Τι προνοεί η πρόταση νόμου που κατέθεσε το ΑΚΕΛ και που στηρίχθηκε

Πρόταση νόμου με την οποία επιχειρείται η θέσπιση νέας νομοθεσίας για καθορισμό των κριτηρίων αλλά και των προϋποθέσεων για την ύπαρξη σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου, τα οποία καθορίζονται από τη Σύσταση 198 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ), του 2006, κατέθεσε ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Φακοντής. Η εν λόγω πρόταση θα συζητηθεί σήμερα (21/1), επί της αρχής, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας.

Όπως αναφέρει ο Βουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση νόμου, «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έξαρση του φαινομένου της υπόκρυψης της σχέσης εργοδότη – εργαζομένου με διάφορες μεθόδους, μεταξύ άλλων με την αγορά υπηρεσιών και τη ψευδοαυτοπασχόληση. Τα φαινόμενα αυτά είναι έντονα τόσο στο δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό τομέα», εξηγεί.

Σύμφωνα με τον κ. Φακοντή, «η υπόκρυψη της πραγματικής σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου αποτελεί ηθικά μεμπτή πρακτική, η οποία στερεί άτομα που κατ’ ουσία είναι εργοδοτούμενοι από την προστασία και τα δικαιώματα που η ιδιότητα του εργοδοτούμενου παρέχει», σημειώνοντας ότι «με τον προτεινόμενο νόμο καθορίζονται τα κριτήρια που ορίζουν την ύπαρξη σχέσης εργοδότη – εργοδοτούμενου όπως και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για να διαπιστωθεί το πραγματικό καθεστώς απασχόλησης του ατόμου».

>>> Διαβάστε ακόμη: Ξεπερνιέται η ανεργία - Που άνοιξαν θέσεις εργασίας το 2019 <<<

Τι προνοεί η πρόταση
Σύμφωνα με τις διατάξεις της πρότασης νόμου, που τιτλοφορείται ως «ο περί του Καθορισμού των Ελάχιστων Κριτηρίων/Προϋποθέσεων Σχέσης Εργασίας μεταξύ Εργοδότη και Εργοδοτούμενου Νόμος του 2019», για την ύπαρξη σχέσης εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1/ Καταβολή εισφορών από τον εργοδότη προς όφελος του εργοδοτούμενου στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, βάσει του «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου».

2/ Περιοδική καταβολή μισθού προς τον εργοδοτούμενο.

3/ Διεκπεραίωση εργασίας προσωπικά από τον εργοδοτούμενο.

4/ Εκτέλεση της εργασίας σύμφωνα με τις οδηγίες και υπό τον έλεγχο και εποπτεία του εργοδότη.

5/ Εκτέλεση της εργασίας εντός καθορισμένου από τον εργοδότη ωραρίου ή σε καθορισμένο από τον εργοδότη χώρο.

6/ Παροχή από τον εργοδότη των απαραίτητων για την εργασία εργαλείων, υλικών και μηχανημάτων για την εκτέλεση της εργασίας.

7/ Αναγνώριση δικαιωμάτων και παροχή ωφελημάτων προς τον εργοδοτούμενο.

8/ Απουσία οικονομικού κινδύνου για τον εργαζόμενο και εκτέλεση της εργασίας κατ’ αποκλειστικότητα ή κατά κύριο λόγο προς όφελος του εργοδότη.

9/ Ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να επιλέγει και να τερματίζει τη σύμβαση εργασίας με τον εργοδοτούμενο.

Όπως αναφέρεται στην πρόταση νόμου, στην περίπτωση που πληρείται τουλάχιστον ένα από τα πιο πάνω κριτήρια/προϋποθέσεις, υφίσταται σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, ανεξάρτητα από το πώς τα δύο μέρη -εργοδότης, εργοδοτούμενος- αποκαλούν την εν λόγω σχέση και σε καμία περίπτωση δεν δύναται η σχέση αυτή να παρουσιάζεται ή να αποτελεί άλλου είδους σχέση, όπως μίσθωση υπηρεσιών.

Επιπρόσθετα, προνοείται πως, «αποτελεί βασική ευθύνη του εργοδότη η σύναψη καθορισμένης σχέσης απασχόλησης με τον εργοδοτούμενο και ο εργοδότης υποχρεούται στη μη απόκρυψη σχέσης απασχόλησης με τον εργοδοτούμενο», καθώς και ότι, «ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώνει γραπτώς τον εργοδοτούμενο για τους βασικούς όρους απασχόλησής του, σύμφωνα με τον ‘περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασία Νόμο’».

Παράλληλα, καθορίζεται πως, «καμία ανάληψη υπηρεσιών δεν γίνεται από τον εργοδοτούμενο πριν από την έναρξη ισχύος της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας».

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Ο ρόλος των επιθεωρητών και οι εξουσίες τους
Πέραν των πιο πάνω, η πρόταση νόμου καθορίζει ποια Αρχή θα εποπτεύει τον νόμο, καθώς επίσης και τα καθήκοντα των επιθεωρητών. Ειδικότερα αναφέρεται πως, «η Αρμόδια Αρχή -Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων Υπουργείου Εργασίας- δύναται να ορίσει επιθεωρητές ή και άλλους λειτουργούς, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου», και ότι «ο επιθεωρητής έχει ως κύριο έργο:

(α) την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση των παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του.

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτούµενους, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσεως των διατάξεων του Νόμου.

(γ) την αναφορά προς την Αρμόδια Αρχή προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.

Επισημαίνεται, ακόμη, πως κάθε επιθεωρητής, για σκοπούς της εφαρμογής του Νόμου, δύναται:

1/ Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχολήσεως, εκτός από οικιστικά υποστατικά. Νοείται ότι, η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται, αφού εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του κατόχους τους.

2/ Να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το σκοπό αυτό, η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να τον συνοδεύουν.

3/ Να συνοδεύεται από οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο.

4/ Να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις, ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου και ιδίως:

  • να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινήσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς.
  • να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της πρότασης νόμου, κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης όπως προβλέπεται πιο πάνω, ο επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Εκτός των καθηκόντων και του ρόλου των επιθεωρητών, η πρόταση νόμου καθορίζει τις ενέργειες που πρέπει να γίνονται στις περιπτώσεις υποβολής παραπόνου, την υποχρέωση για παροχή πληροφοριών στον επιθεωρητή και την υποχρέωση του επιθεωρητή για εχεμύθεια

Επίσης, καθορίζεται πως το αρμόδιο Δικαστήριο για την επίλυση οποιασδήποτε αστικής φύσεως διαφοράς, μέσα στα πλαίσια του Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, καθώς και τα αδικήματα και οι ποινές που θα επιβάλλονται, σε περίπτωση που δεν ακολουθούνται ή δεν τηρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας.

>>> Οι οικονομικές εξελίξεις σήμερα <<<

Οι ποινές
Όπως αναφέρεται, οποιοσδήποτε παραβιάζει τις διατάξεις του Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).

Επιπρόσθετα, κατά την επιβολή ποινής για τη διάπραξη του αδικήματος, το αρμόδιο δικαστήριο δύναται να διατάξει τον εργοδότη να συμμορφωθεί εντός τασσόμενης προθεσμίας. 

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εντός της προθεσμίας ή/και επανάληψης της παραβίασης μετά τη λήξη της προθεσμίας, ο εργοδότης πέραν της ποινικής ευθύνης που επισύρει εκ νέου η πράξη του υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από εντεταλμένο επιθεωρητή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) και σε επιπρόσθετη επιβάρυνση για κάθε ημέρα συνέχισης της εν λόγω παραβίασης ύψους διακοσίων ευρώ (€200).

Μάριος Αδάμου