Υγιής ο τραπεζικός κλάδος από τις επιπτώσεις αυξημένων επιτοκίων

• Καλούνται οι τράπεζες να προετοιμαστούν για πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις 
• Ανθεκτικός ο κλάδος ακόμη και σε ένα βασικό σενάριο οικονομικής επιβράδυνσης το 2023 
• Οι διαταραχές των επιτοκίων επηρεάζουν τη φερεγγυότητα των τραπεζών

ΓΡΑΦΕΙ ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Μια αποκαλυπτική μελέτη καταδεικνύει ότι ο τραπεζικός τομέας είναι αρκετά υγιής για να χειριστεί τις επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων στους ισολογισμούς του. Η μελέτη προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εξέτασε την ανθεκτικότητα των τραπεζών σε διαφορετικά μακροοικονομικά σενάρια, καλώντας ταυτόχρονα τις τράπεζες να προετοιμαστούν για πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που σχετίζονται με την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, καλεί τις τράπεζες να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στον κίνδυνο επιτοκίου στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.

Όπως τονίζεται «η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια πολιτικής κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και θα τα αυξήσει περαιτέρω για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα θα δημιουργηθεί σημαντικό αντίκτυπο στους ισολογισμούς και την κερδοφορία των τραπεζών καθώς και στην ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν πιστώσεις σε νοικοκυριά, μικρές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις».

Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΚΤ, την οποία φέρνει στη δημοσιότητα η Brief, «ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ θα παραμείνει σε γενικές γραμμές ανθεκτικός στις ποικίλες διαταραχές των επιτοκίων. Αυτό θα ίσχυε επίσης σε ένα βασικό σενάριο οικονομικής επιβράδυνσης το 2023 με κίνδυνο “ρηχής” ύφεσης, όπως το σενάριο που περιλαμβάνεται στις μακροοικονομικές προβολές των αναλυτών του Ευρωσυστήματος  που δημοσιοποιήθηκαν τον περασμένο μήνα». 

Πιθανές δυσκολίες

Όπως τονίζεται, «η κερδοφορία θα αυξηθεί συνολικά, λόγω των καθαρών εσόδων από τόκους. Ωστόσο, οι προβλέψεις θα αυξηθούν επίσης, αντανακλώντας πιθανές δυσκολίες για τους δανειολήπτες». 

«Τα αποτελέσματα για τη συνολική επίδραση στη φερεγγυότητα παραμένουν κατά μέσο όρο αρκετά σιωπηλά με μεγάλη ετερογένεια μεταξύ των τραπεζών και μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών μοντέλων», αναφέρουν οι αναλυτές της ΕΚΤ. 

Επίσης, καταγράφεται ότι «η συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή από ειδικές καταστάσεις των τραπεζών που ενδέχεται να δικαιολογούν εποπτικές ενέργειες».

Οι διαταραχές των επιτοκίων επηρεάζουν τη φερεγγυότητα των τραπεζών μέσω δύο κύριων καναλιών μετάδοσης: 

Πρώτο, μέσω των καθαρών εσόδων από τόκους και της μετακύλισης των μεταβολών των επιτοκίων σε περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις.

Δεύτερο, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες πιστωτικές απώλειες καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μπορεί να δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων. 

Τα «εύθραυστα» νοικοκυριά

Επικαλούμενη τα αποτελέσματα της μελέτης, πηγή της ΚΤΚ επισημαίνει πως «ο τραπεζικός τομέας πρόσφατα σημείωσε ανάκαμψη της κερδοφορίας, αλλά υπάρχουν αρχικές ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, που ενδέχεται να απαιτούν υψηλότερες προβλέψεις. Η αύξηση των προβλέψεων ως μερίδιο του συνόλου των δανείων θα είχε ήπιο αρνητικό αντίκτυπο στα κεφάλαια των τραπεζών σε ένα σενάριο απότομης κλίσης. Το μέσο κόστος κινδύνου παραμένει σχεδόν αμετάβλητο στο σενάριο εξομάλυνσης, αντανακλώντας τη συμπίεση της διαφοράς μεταξύ του βραχυπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου επιτοκίου». 

Σύμφωνα με το ένα σενάριο, «το κόστος του κινδύνου αυξάνεται κατά 4 μονάδες βάσης λόγω της δυσκολίας για τα πιο “εύθραυστα” νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους τους».

Για να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι προετοιμασμένες για απότομες αλλαγές στη διαμόρφωση των επιτοκίων, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ολοκλήρωσε πρόσφατα μια στοχευμένη αναθεώρηση των πρακτικών διαχείρισης κινδύνου επιτοκίου και πιστωτικού περιθωρίου. Η ανάλυση επιβεβαίωσε τη θετική επίδραση στα καθαρά έσοδα από τόκους μιας ανοδικής διαταραχής επιτοκίου βραχυπρόθεσμα, αλλά κατέδειξε ότι οι τράπεζες δεν πρέπει να αγνοούν τις συνήθως αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική αξία των ιδίων κεφαλαίων μεσοπρόθεσμα.

Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι τα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων συχνά κατατάχθηκαν σε περιβάλλοντα χαμηλών επιτοκίων και δεν αποτυπώνουν τις αλλαγές στις προτιμήσεις και τις συμπεριφορές των καταναλωτών που συνήθως διαφοροποιούνται όταν αυξάνονται τα επιτόκια, όπως οι αναλήψεις καταθέσεων. 

Όπως αναφέρεται στη μελέτη «η λεπτομερής εξέταση ενός δείγματος τραπεζών αποκάλυψε ελλείψεις όσον αφορά την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από συναλλαγές αντιστάθμισης παραγώγων καθώς και τη διακυβέρνηση σχετικά με τις μεταφορές κινδύνου μεταξύ χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τραπεζικού χαρτοφυλακίου, αφήνοντας περιθώρια για πιθανή εσφαλμένη απόδοση κινδύνων καθώς και κερδών και ζημιών.

Να υπενθυμίσουμε ότι η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρακολουθεί τις αδυναμίες που επισημάνθηκαν από την επανεξέταση, αναλαμβάνοντας πρόσθετες πρωτοβουλίες για τον κίνδυνο χρηματοδότησης ο οποίος και αποτελεί μέρος των εποπτικών προτεραιοτήτων της ΕΚΤ για την περίοδο 2023-25.