ΑΠΟΨΗ: Το φάντασμα του Συλλούρη του έκλεισε πονηρά το μάτι

Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και συλλογίστηκε: Μα κάπως διαφορετική είναι η ιστορία…

ΓΡΑΦΕΙ Ο
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΟΥΡΗΣ

Και ξαφνικά είδε στον ύπνο του, μια κρύα μα και ξηρή χειμωνιάτικη νύχτα, όπως συνήθως είναι οι νύχτες στην Κύπρο, το φάντασμα του Συλλούρη να του κλείνει πονηρά το μάτι και να του εύχεται «Εις Υγείαν…» γνέφοντάς του παράλληλα με το μισογεμάτο
ποτήρι του ακριβού κρασιού του.

Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και συλλογίστηκε: Μα κάπως διαφορετική είναι η ιστορία…

Κι όμως! Ο «παλιός» συνέταιρος τονν επισκέφτηκε για άλλη μια φορά. Αφού μάλλον δεν είχε φύγει ποτέ. Δεν έφυγε και δεν άλλαξε, όπως τίποτε άλλο δεν άλλαξε από όσα κουβαλούσε η θλιβερή φιγούρα του, με το ξεκούμπωτο πουκάμισο, το άγαρμπα αφημένο σώμα του στον πολυτελή καναπέ και το ύφος γεμάτο ύποπτο υπονοούμενο που ήθελε να δώσει.

Το πνεύμα του παρελθόντος ήρθε το επόμενο βράδυ να τον πάρει να δει από που ξεκίνησε, τότε που είχε όνειρα και που παρόλο που ήταν μικρός και συνεπώς αδύναμος μπορούσε να ονειρευτεί, να κάνει σχέδια για το μέλλον και να φανταστεί τον εαυτό με παπούτσια και όχι πλέον ξυπόλητα, με καλά ρούχα κι όχι τα παλιά χιλιομπαλωμένα του κουρέλια και με καμπόσους παράδες στο πουγκί του.

Την επόμενη νύχτα, ένα άλλο πνεύμα τον ενόχλησε ξανά στη μέση του ύπνου του. Τον πήγε ένα ταξίδι στο σήμερα για να ακούσει με τα ίδια του τα αυτιά πώς ο κόσμος σκεφτόταν για τον τόπο του. Είδε κόσμο να ντρέπεται για το κατάντημα της χώρας του, να ανησυχεί για το εδώ και δεκαετίες άλυτο πρόβλημα της πατρίδας του, να μετρά τα λεφτά για τον επόμενο μήνα, είδε οικογένειες να μην μπορούν να συναντηθούν για να ανταλλάξουν ευχές και μια αγκαλιά για το καλό, είδε τρυπάνια στην ΑΟΖ να τρυπούν ξανά και ξανά δίχως να μπορεί να κάνει κάτι, είδε παρέες άλλων να γιορτάζουν μαζί και αυτός να κάθεται μόνος, απαρηγόρητος και αδικημένος -όπως συνήθιζε να σκέφτεται πως είναι- σε μια γωνιά. Ήταν μόνος κι αβοήθητος.

>>> Όλες οι απόψεις που φιλοξενεί η Brief <<<

Αυτά που νόμιζε πως έκτισε κι αυτά που έλεγε πως πέτυχε δεν ήταν παρά μόνο λίγα χρήματα στους λογαριασμούς του. Ήταν μόνος κι αβοήθητος.

Εκείνο το βράδυ το είδε, εκείνη τη νύχτα το συνειδητοποίησε. Το επόμενο βράδυ, ξανά στο μέσο άλλης μιας παγωμένης βραδιάς στην έρημη -λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας Λευκωσία- ακόμη ένα πνεύμα ήρθε ξανά να τον αναστατώσει.

Αυτή την φορά τον πήγε ένα πολύ πιο μακρινό ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου έβλεπε ανθρώπους που ήξερε, στιγμές που έζησε, πράγματα που κέρδισε να μένουν πίσω. Να χάνονται. Έφτασε σε ένα υγρό, μοναχικό μέρος, όπου υπήρχαν μόνο κυπαρίσσια και ταφόπλακες. Η δική του, ραγισμένη, σκονισμένη, σε μια γωνιά. Το όνομά του δεν φαινόταν καν. Χάθηκε μόνος, ανάμεσα σε μόνους, σε ένα μακρινό μέρος.

Δεν τον θυμόταν κανείς. Πέθανε μόνος, όπως μόνος έζησε. Τα μεγάλα του όνειρα, η μεγάλη ζωή, τα μεγάλα αυτοκίνητα, το μεγάλο κύρος, θάφτηκαν μαζί του κι έμειναν κι αυτά ορφανά μέχρι να καταλήξουν σε κάποιου άλλου τη μεγαλομανή αγκαλιά.

Το άλλο πρωί ξύπνησε έχοντας ταχυκαρδία. Ξυρίστηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. Μίλησε στον κόσμο, μοίρασε χαμόγελα, έκανε το καλό. Όχι για μια μέρα αλλά για το υπόλοιπο της ζωής του. Ήθελε να σκοτώσει εκείνο -τουλάχιστον- το τελευταίο πνεύμα και να το στείλει στον υγρό, αφιλόξενο τόπο που του προανήγγειλε πως θα κατέληγε.

Ήταν στο χέρι και για χρόνια το αγνοούσε. Έπρεπε ο… παλιός συνέταιρος να τον ξυπνήσει άγαρμπα, έτσι όπως καθόταν κι εκείνη τη μέρα στον καναπέ του φίλου του, να του κλείσει το μάτι για να συνειδητοποιήσει πολλά. Που έφτασε, πώς έφτασε εκεί και κυρίως ότι μπορούσε ακόμη να αλλάξει έστω το μέλλον του. Μπορούσε, όμως ήθελε;

Ανδρέας Κωστουρής