ΑΠΟΨΗ: «Γιατί όταν μιλάνε δακρύζει η φωνή τους;»

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, επιστολής πεντηκοστής ένατης, το ανάγνωσμα…

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*

Γιατί είναι χιλιάδες και αφήνουνε τη γη τους. Γιατί ικετεύουν για μια θέση στη ζωή. Γιατί δοκιμάζουν να αντισταθούν στο θάνατο που έρχεται σιγά-σιγά και τους ρουφάει το αύριο, τους τσαλακώνει το όνειρο, τους εξαφανίζει οριστικά και αμετάκλητα από τον χάρτη της ανθρωπότητας. 

Ζητιανεύουν μια θέση στη ξενιτειά. Μια γωνιά για να στεγάζουν τα εξουθενωμένα τους σώματα. Να ακουμπήσουν κάπου τις απελπισμένες τους ψυχές. Δεν μπορούν καν μέσα στην ξενιτειά της γλώσσας τους να μας μιλήσουν και να αγγίξουν τις καρδιές μας. Βρίσκουν φράκτες στο δρόμο τους. Τοίχους στη θάλασσα. Φουρτούνες. Και κρύο. Και πείνα. 

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Και μετά; Αν καταφέρουν να αράξουνε; Πόρτες κλειστές. Καρδιές σφραγισμένες. Μάτια δύσπιστα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων. Στη χειρότερη; Κι άλλη βία. Έναν άλλο πόλεμο. Μιαν άλλη φυλακή. Σύνορα. Και άλλα σύνορα. Κανένα διαβατήριο. Καμία αίτηση ασύλου. Καμία αλληλεγγύη. Τίποτα δεν τους εξασφαλίζει το πέρασμα. Μόνο ένα θαύμα. Γιατί τους χρησιμοποιούν για μια ακόμη φορά. Γιατί είναι αναλώσιμοι. Γιατί έχουν γίνει εργαλεία σε πολιτικές σχεδιασμένες σε κλειστά υψηλά γραφεία. Γιατί αυτό εξυπηρετούν τα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Γιατί κάθε σπιθαμή γης, κάθε μέτρο θάλασσας σημαίνει χρήμα. Χρήμα που αλλάζει τσέπες. Και φυσικά μιλάμε για πολύ χρήμα. Εκείνο που οι άνθρωποι με τη φωνή που δακρύζει δεν έχουν. Εκείνο που δεν θα αποκτήσουν ποτέ. 

Και ας πέρασε η ανθρωπότητα δύο παγκοσμίους πολέμους. Και ας υπάρχει ο ΟΗΕ που φτιάχτηκε για να διασφαλίσει την ειρήνη. Του έδωσαν όμως μόνο τόση δύναμη όση. Για να μην μπορεί να ανατρέψει τους σχεδιασμούς αυτών που τον έφτιαξαν. Διασφαλίζει τη δική τους ειρήνη βλέπετε. Γιατί και την ειρήνη την έκοψαν και την έραψαν στα δικά τους τα μέτρα. Στα μέτρα των συμφερόντων τους. Όπως και το διεθνές δίκαιο. Και η Ευρώπη των λαών παρακολουθεί. Συνεδριάζει. Μοιράζει χρήματα. Δεν ακουμπά την ουσία του προβλήματος. 

Απλά μαθηματικά. Πόσους μπορεί να αντέξει η κάθε χώρα; Ποιοι νομιμοποιούνται να πάνε πού; Πού θα καταφέρουν να διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση; Ποιες υποδομές πρέπει να δημιουργηθούν; Να γίνονται οι καταγραφές στο σημείο εκκίνησης. Να γίνεται η μοιρασιά με τρόπο που να διασφαλίζει και βιωσιμότητα και αλληλεγγύη και ανθρωπιά και νοιάξιμο. Δεν είναι αριθμοί. Είναι άνθρωποι. Να τους μιλήσουμε. Να τους ρωτήσουμε. 

Έλα όμως που υπάρχουν οι πειρατές. Ναι, εκείνοι που αλωνίζουν και στη Μεσόγειο. Σηκώνουν τις πειρατικές σημαίες και όλα καλά. Διοχετεύουν χωρίς ντροπή, στοχευμένα, τους ανθρώπους σε κοπάδια, σαν να είναι ζώα, σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις με σκοπούς αλλότριους μα προφανείς. Σε αριθμούς δυσβάστακτους για τις χώρες. Και γεννιέται ο φόβος και η αγωνία. Ξυπνά το ένστικτο της επιβίωσης. Απειλείς τη χώρα μου. Γιατί ναι, πρόκειται για μεθοδευμένη εισβολή. Εισβολή μεταναστών. Για να αποσταθεροποιηθεί η κατάσταση. Για να σπείρουν το μίσος και την ξενοφοβία. Αποτέλεσμα; Ο Μινώταυρος του ρατσισμού ξυπνά. Ζητά αίμα. Χανόμαστε όλοι στον λαβύρινθο. Δεν ξέρουμε πώς να βγούμε. 

Και μετά είδα ένα όνειρο. Και στο όνειρό μου τουλάχιστον η λύση βρέθηκε. Γιατί τα όνειρα είναι μαγικά. Βρίσκουν λύσεις καλύτερες από τους πολιτικούς.

«Βάλαμε λέει μπουγάδα και βγήκαμε μετά να απλώσουμε στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Απλώνουμε λοιπόν όλοι μαζί τα ρούχα μας… χωρίς μανταλάκια… αφού για κάποιο περίεργο λόγο τα μανταλάκια είχαν χαθεί από παντού. Και από την πόλη και από τη μνήμη μας.

Και ξεκινά να φυσά ένας αγέρας, μα ένας αγέρας, που έφερε τα πάνω κάτω. Και να σου να πέφτουν σε όλη την πόλη πολύχρωμα ρούχα από τον ουρανό.

Και έπιασε λέει τους κατοίκους της πόλης, μικρούς και μεγάλους, τρελούς και καθωσπρέπει, φτωχούς και πλούσιους μια τρέλα.

Μαζεύει λοιπόν και φοράει ο καθένας ό,τι του αρέσει… ό,τι του κάνει. Μπορεί και ό,τι δεν του κάνει.

Πού να ξέραμε! Αλήθεια! Πού να ξέραμε!

Τα ρούχα κουβαλούν μνήμες, φόβους, τσαλακώματα, λεκέδες από τους ανθρώπους που τα φόρεσαν…

Κάθε ρούχο και μια ζωή.

Κάθε ρούχο και ένα όνειρο.

Μάζεψε λοιπόν ο κ. Γιάννης ο τραπεζίτης το πουκάμισο του παππού Αχμέτ και το φόρεσε. Δεν ήξερε. Αν ήξερε μπορεί και να μην τόλμαγε. Γιατί ξεκίνησε να κλαίει απαρηγόρητος με μια θλίψη τόσο βαθιά όσο και η θάλασσα. Ο παππούς Αχμέτ είχε χάσει την οικογένεια του σε ένα βομβαρδισμό στην Συρία.

Φόρεσε ο αυστηρός δικαστής το καπέλο του πολιτικού πρόσφυγα που διώχτηκε για τις απόψεις του. Έχασε κάθε αυστηρότητα. Ξαφνικά άρχισε να είναι πιο διαλλακτικός στην άλλη άποψη.

>>> Όλες οι απόψεις που φιλοξενεί η Brief <<<

Έβαλε η συντηρητική κυρία της φιλοπτώχου μια φούστα τσιγγάνικη και σταμάτησε να σουφρώνει τη μύτη απαξιωτικά όταν έβλεπε τσιγγάνους. Χόρεψε μάλιστα και έναν χορό μαζί τους…».

Και κράτησε το όνειρό μου λέγοντας ιστορίες ανθρώπινες μέχρι το πρωί. Ξύπνησα με ένα χαμόγελο ανακούφισης στο πρόσωπο. Είχα βρει τη λύση. Θα έστελνα άμεσα μήνυμα στους δυνατούς της γης. Την τελευταία στιγμή πρόσεξα πως φόραγα στο χέρι ένα παιδικό κατακόκκινο γάντι. Σε ποιο παιδί που του έκλεψαν το παιχνίδι και το χαμόγελο να άνηκε άραγε;

Υπογραφή: Ο Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ.: Αποδοχή και ενσυναίσθηση. Η επένδυση στο διαφορετικό, στο ξεχωριστό ας είναι η οικονομική αξία της νέας εποχής. Καλώς όρισες ξένε!

*Η Έλενα Περικλέους είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας


 

Έλενα Περικλέους