ΑΠΟΨΗ: «Το χρυσοπράσινο φύλλο μας και τα δύο άλογα!»

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, εξηκοστής ένατης επιστολής, το ανάγνωσμα… 

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*


Σαφέστατα το αμάξι ήταν όμορφο από τη δημιουργία του… και το έσερναν το όμορφο αυτό αμάξι δύο υπεροχότατα άλογα. Με πολύ μεράκι ο ύψιστος έφτιαξε ένα υπέροχο χρυσοπράσινο φύλλο, του έβαλε και δυο βουνά, μια πεδιάδα στο ανάμεσο, μια θάλασσα να το αγκαλιάζει γλυκά…

Το έριξε το χρυσοπράσινο μας φύλλο στο πέλαγο. Και ταξίδεψε χρόνια πολλά. Κατά καιρούς οι καταιγίδες το ταλαιπώρησαν ποικιλοτρόπως. Κάποιες ερχόμενες από τα εγχώρια ύδατα, και κάποιες από τα ξένα φερμένες. Είχαμε βιώματα πολλά στο όμορφο αυτό αμάξι που μας ταξιδεύει από το χτες στο αύριο. Κάποια καλά, κάποια κακά. Έτσι είναι όμως το ταξίδι της ζωής. Γλυκόπικρο. 

Τώρα τελευταία όμως, τα κάναμε τόσο θάλασσα που δεν έχει άλλο. Όλα ξεκίνησαν όταν τα αμάξι μας το ζέψαμε με δύο άλογα. Το ένα άσπρο, το άλλο μαύρο. Το ποιο είναι το άσπρο και ποιο το μαύρο καταλάβαμε στην πορεία πως ήταν θέμα οπτικής γωνίας και αισθητικής. Για κάποιους το μαύρο ήταν πάλλευκο, και για κάποιους άλλους το ανάποδο. Εννοείται πως σιγά σιγά καταφέραμε να το κάνουμε το μαύρο, άσπρο και το άσπρο, μαύρο. Τώρα πια και τα δύο συναγωνίζονται στη λευκότητα. Το ένα φωνάζει στο άλλο:« Εγώ είμαι το λευκότερο, το καθαρότερο, το πιο άσπιλο. Εσύ μαύρο ήσουνα πάντα και ας βάφτηκες. Η μαυρίλα σου είναι εκεί και καραδοκεί!».

Ξέχασα να σας αναφέρω πως έχει και κάποια μικρότερα πουλαράκια στο αμάξι, αλλά αυτά, υπάκουα και άβγαλτα, λέμε τώρα, ακολουθούν τους κλυδωνισμούς του αμαξιού και δεν έχουν φανερές τουλάχιστον αξιώσεις να οδηγήσουν. Αν και μπορεί, ενίοτε, να υποκινούν «αόρατα», τις εξελίξεις.

Το ζήτημα, είπαμε, πάει από το «τα κάναμε θάλασσα», στο «τα κάναμε πιο θάλασσα». Δεν μας έφταναν τα δύο άλογα που -κατά τους ξένους μελετητές, ειδικούς επί παντός επιστητού και εμπλεκόμενους με συμφέροντα αλλότρια- έχουν να διαχειριστούν διάφορα ζητήματα, ψυχολογικά πρωτίστως, που σχετίζονται με την αυτοεπίγνωση και την αποδοχή του αδελφού αλόγου ετέρου χρώματος, προέκυψε ως δεύτερη αιτία και το άχυρο. 

Γιατί; Μα γιατί οι ξένοι ειδικοί δεν ξέρουν να χωρίσουν 2 γαϊδάρων άχυρα, πόσο μάλλον δύο αλόγων (θυμίζουμε πως το ένα ήταν κάποτε κοντό, κοντούτσικο και χαμηλοβρακάτο αλλά σιγά σιγά με το περισσότερο άχυρο που έπαιρνε μεγάλωνε και ψήλωνε, πάλευε να φτάσει το άλλο και γιατί όχι, να το ξεπεράσει). Ποιος θα έπαιρνε λοιπόν το περισσότερο άχυρο ήταν το μέγα ζήτημα. 

Θέματα πολλά προέκυψαν στην πορεία και με επιμέρους θέματα: με το που θα βοσκούσε το κάθε άλογο και αν εκεί που θα βοσκούσε θα μπορούσε να έχει και ιδιόκτητο στάβλο… και αν ακόμη θα μπορούσε χλιμιντρίζοντας να δηλώσει ποια ξένη εταιρεία θα αναλάμβανε να τον φροντίζει… και αν ήταν οριοθετημένη η πάχνη από πριν με συμφωνίες… και αν το άχυρο που θα περίσσευε θα το πουλούσαν… και τι θα γινόταν με τα έσοδα… και αν το ταμείο θα ήταν κοινό. Τρέχα γύρευε με άλλα λόγια. Τι; Μα, ψύλλους στα άχυρα. 

Είχαν λέει προβλέψει να λύσουν το ζήτημα, όπως είχαν λύσει και όλα τα προηγούμενα που είχαν προκύψει, άτομα υπεράνω, άτομα που ήταν πάντα εκεί για να σώσουν το όμορφο αμάξι με τα δύο άλογα. Τρία σπουδαία άτομα. Το ένα έπινε τσάι με την αγέλη του και ενίοτε λάμβανε θέση φανερά ή υποθαλάσσια, υπέρ του ενός αλόγου. Το άλλο έκανε ό,τι μπορούσε αλλά δεν είχε την έξωθεν καλή μαρτυρία, αφού με το ένα εκ των δύο αλόγων το συνέδεαν σχέσεις συγγενείας που πήγαιναν βαθιά στον χρόνο. Το τρίτο άτομο, επέμενε να καλπάζει ακάθεκτο πάνω στο μαύρο/άσπρο άλογο, το οποίο μεταξύ μας δεν είχε και πολλές επιλογές μιας και του κρατούσε γερά σφιγμένο το χαλινάρι και το σπιρούνιαζε κατά το δοκούν. Βλέπετε το τρίτο άτομο, είχε, αιώνες τώρα, εθιστεί στον πλήρη έλεγχο και ο επεκτατισμός του δεν είχε όρια. Η απόλυτη του αλαζονεία δεν άφηνε ενδεχόμενα πολλά ούτε για διάλογο, ούτε για συμφωνίες- παλιές και νέες-. Κανένας σεβασμός, σε κανένα διεθνές δίκαιο. Το μόνο δίκαιο ήταν το δικό του και αν δεν ήταν, που δεν ήταν, έπρεπε πάραυτα να γίνει διεθνές. Με κάθε τρόπο. Με κάθε μέσο.

Και μετά μας είπαν πως πρέπει να μπει το νερό, ή μάλλον το αέριο, στο αυλάκι… πως θα πρέπει το όμορφο αμάξι να πάρει το δρόμο του αερίου, το άγνωστο μονοπάτι της επισφαλούς επιβίωσης σε ένα πλαίσιο τόσο ρευστό (βλ. ρευστότητα των αερίων) που, είτε ο Θεός είτε ο Αλλάχ, πρέπει να βάλει το χέρι του. 

Και εμείς πρέπει τώρα να πάρουμε θέση και να πούμε τι θέλουμε. Και πλέον το ζήτημα δεν είναι τι αποδεχόμαστε…. ούτε καν ποιο αμαξηλάτη θέλουμε… ούτε σε ποιο από τα δύο άλογα ποντάρουμε… ούτε τι γίνεται με την ΑΟΖ και τις προκλητικές γεωτρήσεις… Πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε αν θα τα ανοίξουμε τα οδοφράγματα… με ή χωρίς καραντίνα… και αν το ζήτημα του κλεισίματος ήταν πολιτικό, πανδημίας, μονομερές… με άλλα λόγια τρέχα γύρευε. Εγώ λέω να αφήσουμε τα οδοφράγματα που είναι σαφέστατα πολύπλοκο ζήτημα και να πάμε πίσω στα άχυρα. Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα καταφέρουμε να τα χωρίσουμε.

Υπογραφή: Ο Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ. 1: Πάχνη= ΑΟΖ= Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη
Υ.Γ. 2: Για την ώρα τα ανοίγουμε όλα για να κάνουμε restart την οικονομία. Τα άλλα δεν μας αφορούν. Για το restart των ζωών μας να δούμε τι θα κάνουμε. Τα του κυπριακού πέρασαν εννοείται σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα
Υ.Γ. 3: Εξακολουθώ να πιστεύω στο χαμένο θαύμα της απελευθέρωσης 

*Η Έλενα Περικλέους είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

Έλενα Περικλέους