ΑΠΟΨΗ: «Η απώθηση, η τραγωδία και η βάρκα που τελικά βούλιαξε…»

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, ογδοηκοστής πέμπτης επιστολής, το ανάγνωσμα…

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*

«Έχω ξεχάσει πως είναι το βουητό από τις βόμβες.

Δεν έχω πλέον τον ήχο από τα αεροπλάνα να μου στοιχειώνει τις μέρες και τις νύχτες μου.

Δεν ξέρω πως η αίσθηση της πείνας τρυπά τα σωθικά και απενεργοποιεί τη σκέψη.

Συντρίμμια; Αίμα; Θάνατος; Δεν έχουν σχήμα, χρώμα, περιεχόμενο.

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Ιδέα δεν έχω για την ευγνωμοσύνη που νιώθεις όταν η νύχτα μαζεύει τα πέπλα της και η μέρα ανοίγει τα μάτια της.

Το δικό μου το σπίτι έχει σκεπή χωρίς αστέρια… όσο όμορφα και αν είναι.

Οι δικοί μου αγαπημένοι έχουν διεύθυνση, εργασίας και σπιτιού, προσωπικό προφίλ, όνειρα και εφιάλτες… Εφιάλτες που παλεύονται και όνειρα που κτίζονται.

Και η βάρκα ξεκινά. Μου είπαν, και γράφτηκε πως δεν βουλιάζει… Γιατί η ελπίδα δεν βουλιάζει, παρά μόνο τελευταία)… Γιατί τα όνειρα δεν πεθαίνουν, (μόνο αυτοκτονούν)… Γιατί ο κόσμος αλλάζει (αν δεν έχει επιλογή)… και γιατί υπάρχουμε και συνυπάρχουμε εν αγάπη (όχι γιατί μπορούμε, αλλά γιατί θέλουμε).

Ναι, δώσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε… Κυρίως ότι δεν είχαμε, γιατί η αξία του ήταν πάντα πολλαπλάσια. 

Κλείσαμε τις ζωές μας σε ένα μπόγο μπαλωμένο γιατί μας είπαν ψέματα πολλά, αιώνες τώρα… Σε ένα μπόγο μαγικό γιατί ήταν φορτωμένος ελπίδα… Σε ένα μπόγο τρύπιο, γιατί ήταν όλα ψέματα…

Αφήσαμε το παιδικό μας παιχνίδι μισοτελειωμένο.

Η ζωή μας κόπηκε στα δυο.

Σταματήσαμε να φοβόμαστε. Να πεινάμε. Να ουρλιάζουμε.

Ξεκινήσαμε να ελπίζουμε. Να ονειρευόμαστε. Να σχεδιάζουμε.

Λικνιστήκαμε στα κύματα. Προσευχηθήκαμε στο Θεό μας. Και στο δικό σας. 

Ευχηθήκαμε στο πιο μικρό αστέρι που αυτοκτονούσε στο ξημέρωμα. Ναι, την ώρα που το φως φανέρωνε την αλήθεια. Τη φρίκη. Τον θάνατο.

Μπήκαμε στη βάρκα. Την ακριβοπληρωμένη. Την γεμάτη πολύτιμες ζωές.

Για την Κύπρο μας είπαν. Δεν ξέραμε. Αλλά την ονειρευτήκαμε. Γαλανόλευκη και γυμνή. Σαν Αφροδίτη με αφρούς και έρωτα. Ναι, εκείνον που τον νικά τον θάνατο.

Μπήκαμε στα χωρικά ύδατα. Το λιμενικό μας απώθησε. Να επιστρέψουμε; Δεν μπορούμε. Δεν έχουμε καύσιμα. Μέχρι εδώ έφταναν τα καύσιμα και τα όνειρά μας. 

- Πρέπει να σας απωθήσουμε. ‘Έχουμε διαταγή. 
- Υπουργική; 
- Έχει πραγματικά σημασία; Καταπατούμε ελπίδες αυτονόητες. Συμβάσεις διεθνείς. Αξιοπρέπεια ανθρώπινη. Ήθος αυτονόητο…
- Πεινούμε… Διψούμε… Φοβόμαστε…
- «Απώθηση» μας είπαν να κάνουμε. Να, επιστρέψετε!
- Πού; Στον θάνατο;
- «Απώθησή»
- Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε. Δεν έχουμε καύσιμα. Δεν έχουμε χρόνο. Δεν έχουμε δύναμη. Δεν έχουμε ελπίδα. Δεν…
- «Απώθηση». Αυτό μας είπαν να κάνουμε και αυτό κάνουμε. Γάλα… Νερό… Ψωμί… Σας δίνουμε τα αυτονόητα. Από την τσέπη μας.
- Ξεχάσατε.
- Όχι!
- Ξεχάσατε. Και το ποιοι είσαστε και το από πού έρχεστε και το πού πάτε. Ντροπή σας…»

Σκύψαμε το κεφάλι ντροπιασμένοι. Όσοι από εμάς έχουμε ακόμη τσίπα. 

Όσοι από εμάς ακόμη θυμόμαστε. Όσοι από εμάς ακόμη σκεφτόμαστε και μπορούμε να κρίνουμε

Όσοι από εμάς ξέρουμε πως:

  • Καταπατήσαμε κάθε διεθνή σύμβαση. 
  • Απωλέσαμε όλα τα ευρωπαϊκά κονδύλια. 
  • Αποκαλούμε όλους τους μετανάστες τρομοκράτες. 
  • Τους απωθούμε με τα λιμενικά αστυνομικά πλεούμενα μας στα κατεχόμενα. Σκόπιμα για να μην γίνει απόβαση επίσημη. Και μετά; Μετά τους υποδεχόμαστε πεζούς και παράνομους από τα κατεχόμενα. Ανεπίσημα. Γιατί; Γιατί αυτή είναι η μεταναστευτική μας πολιτική; Αυτή! Στα καλύτερά της. Λειψή. Σκληρή. Ανεπαρκής.

Την ίδια ώρα που (καλώς) ασχολούμαστε με τους δήθεν φοιτητές. Και τους εικονικούς γάμους. 

>>> Όλες οι απόψεις που φιλοξενεί η Brief <<<

Απωθούμε τις βάρκες με τους μετανάστες- όποιος και αν τους προωθεί στα δικά μας παράλια δεν είναι δικαιολογία. Για να πνιγούν. Για να πεινάσουν. Για να μπουν στην πατρίδα μας, την πολύπαθη, από την αφύλακτη πράσινη γραμμή. Στην Κοκκινοτριμιθιά. Στη Δένεια. Στον Αστρομερίτη. Στο Μάμμαρι

Τους απωθούμε. Και μετά τους υποδεχόμαστε. Με άλλο καπέλο. 

Ντρέπομαι. Γιατί με δυο παπούτσια πάνινα, στην καλύτερη περίπτωση, προσπαθούν να βρουν ξανά τον βηματισμό τους και να πορευτούν στη ζωή. Σε ένα κόσμο που τα θαύματα χάθηκαν. Όχι γιατί δεν μας θέλουν, αλλά γιατί δεν τα θέλουμε…

Υπογραφή: Ο Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων.

Υ.Γ.: «Είναι τόσο πιο σκοτεινά όταν ένα φως σβήνει απ’ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε λάμψει ποτέ» (John Steinbeck, 1902-1968)

*Η Έλενα Περικλέους είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

Έλενα Περικλέους