ΑΠΟΨΗ: Η κωδικοποίηση (που δεν έγινε) του μεταναστευτικού

ΓΡΑΦΕΙ Ο 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΟΥΡΗΣ

Όταν το 2004 εντάχθηκε στην ΕΕ, αποτέλεσε μέρος της μεγαλύτερης διεύρυνσης της Ένωσης από την ίδρυσή της δεκαετίες προηγουμένως, η οποία στις στάχτες και τα συντρίμμια του καταστροφικού -κυρίως για την ευρωπαϊκή ήπειρο- Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έβαλε τα θεμέλια για την οικοδόμηση μιας εμπορικής, οικονομικής και ειρηνικής ζώνης στην οποία τα κράτη θα συνεργάζονται, θα έχουν κοινό όφελος και
θα δημιουργούν ολοένα και καλύτερες συνθήκες για τους πολίτες τους.

Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, μίας ένωσης η οποία βεβαίως πόρρω απέχει από το να ολοκληρωθεί και πολιτικά ενώ το μέλλον της κρίνεται μέσα από τις αλλαγές κυβερνήσεων και κομμάτων ή προσώπων στα τοπικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις, αλλά και από τον πλέον ουσιαστικό παράγοντα που καθορίζει σε τεράστιο βαθμό την πολιτική ατζέντα: την οικονομική διάσταση και κυρίως τις προκλήσεις που κάθε τόσο δημιουργούνται.

>>> Όλες οι απόψεις που φιλοξενεί η Brief <<<

Με τα πιο πάνω δεδομένα, η Κύπρος εντάχθηκε στην ανοικτή αγορά των τριών βασικών ελευθεριών της ΕΕ για ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού. Αυτό που η ΕΕ -μεταξύ άλλων- παρέχει στα μέλη της ή καλύτερα ενθαρρύνει τους πολίτες της να κάνουν, είναι να αξιοποιούν την ευχέρεια της ενιαίας αγοράς προκειμένου η κινητικότητα για σκοπούς εργασίας να αυξάνεται. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η βελτιστοποίηση της αγοράς εργασίας, μέσω κάλυψης αναγκών εργασίας με πολίτες από όλη την ΕΕ. Την ίδια ώρα, τα οικονομικά δεδομένα ωθούν άτομα -κυρίως χωρίς ουσιαστικά ακαδημαϊκή ή τεχνική κατάρτιση- σε άλλες χώρες για εξεύρεση θέσεων εργασίας σε επαγγέλματα με καλύτερους μισθούς σε σύγκριση με τη χώρα τους.

Βέβαια, δεν ισχύει πάντα το μοτίβο που υπαγορεύει ότι εργάτες από πιο φτωχές ευρωπαϊκές χώρες μετοικούν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, εργαζόμενοι με υψηλή κατάρτιση, ακαδημαϊκά προσόντα και εμπειρία πολύ εύκολα βλέπουν τους επαγγελματικούς ορίζοντές τους να απλώνονται σε γειτονικές χώρες. Για παράδειγμα στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο είναι πιθανόν να βρεις κάποιον εργαζόμενο από όποια από τις προαναφερθείσες χώρες, να εργάζεται σε οποιαδήποτε από αυτές, χωρίς καν να έχει αλλάξει τον τόπο μόνιμης διαμονής του.

Οι διευρύνσεις της ΕΕ του 2004 και του 2007 ενέταξαν συνολικά στην Ένωση 12 κράτη, περιλαμβανομένης και της Κύπρου. Μεταξύ αυτών, χώρες από τις οποίες η Κύπρος ελκύει -κατά κύριο λόγο- φθηνό εργατικό δυναμικό. Πολωνία, Βουλγαρία και Ρουμανία αποτελούν χώρες οι οποίες στέλνουν στην Κύπρο κυρίως εργάτες και σε πολύ χαμηλότερο βαθμό τουρίστες ή ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων. Αυτοί οι εργάτες έχουν
καλύψει σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, σε επαγγέλματα και τομείς που ιδίως ο νέος, Κύπριος, απόφοιτος Πανεπιστημίου δύσκολα θα επιδιώξει να ασχοληθεί και αναφέρομαι σε κλάδους όπως οι οικοδομές, οι υπηρεσίες καθαριότητας ή η αποθήκευση-διανομή (logistics) και άλλοι.

Με την ευρωπαϊκή ταυτότητά τους απολαμβάνουν μόνιμη ή για όσο καιρό θέλουν διαμονή στη χώρα για εργασία, έχοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι των εργατικών ή άλλων κοινωνικής υφής δικαιωμάτων που απορρέουν από τους νόμους της χώρας μας αλλά και της ΕΕ, της οποίας το Δίκαιο υπερισχύει του τοπικού. Κάποιοι είναι ήδη αρκετά χρόνια εδώ, έχοντας φτιάξει το σπιτικό και την οικογένειά τους στην Κύπρο, τα παιδιά τους φοιτούν σε δημόσια σχολεία και αποτελούν στην ουσία μια δεύτερη γενιά
ξενιτεμένων που γεννήθηκαν, ζουν και μεγαλώνουν πολύ περισσότερο ως Κύπριοι παρά ως υπήκοοι της χώρας προέλευσης των γονιών τους. Παλαιότερες ξενοφοβικές αναφορές, για τις θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν αυτοί οι άνθρωποι έχουν πλέον εκλείψει.

Η κοινωνία έκανε βήματα προς τα εμπρός, αποδέχτηκε, σεβάστηκε και ενέταξε αυτούς τους πολίτες, ενώ και οι Ευρωπαίοι, από άλλα κράτη συμπολίτες μας έχουν πλήρως ενταχθεί σχεδόν πλήρως στην τοπική κοινωνία.

Στον αντίποδα οι πολίτες τρίτων χωρών, ανεξαρτήτως του πότε και κυρίως πώς και γιατί έφτασαν στην Κύπρο τσουβαλιάζονται -σε επίπεδο ρητορικής- ως «λαθρομετανάστες» που επιδιώκουν εξισλαμισμό της Κύπρου, δουλεύουν ως αδήλωτοι εργάτες, δημιουργούν γκέτο σε διάφορες περιοχές και χωρίς λόγο έφτασαν στην Κύπρο για να βγάλουν χρήματα.

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Τα πράγματα ωστόσο είναι διαφορετικά. Άλλωστε, οι γενικεύσεις ουδέποτε αποτυπώνουν την ορθή διάσταση των πραγμάτων, ιδίως όταν αναφερόμαστε στο μεταναστευτικό. Στην Κύπρο υπάρχουν διάφορες κατηγορίες οικονομικών μεταναστών, αλλά και προσφύγων:

1. Ευρωπαίοι πολίτες που έφτασαν στην Κύπρο αναζητώντας καλύτερες, εργασιακές συνθήκες.

2. Ξένοι υπήκοοι οι οποίοι έχουν έρθει νομότυπα στη χώρα για πορισμένο χρονικό διάστημα και απασχολούνται κυρίως σε γεωργικές εργασίες, για φροντίδα ηλικιωμένων ή παρέχοντας υπηρεσίες καθαριότητας.

3. Ξένοι υπήκοοι οι οποίοι φτάνουν στην Κύπρο με το πρόσχημα των σπουδών, αλλά καταλήγουν να εργάζονται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης αλλά κυρίως αδήλωτης εργασίας.

4. Πρόσφυγες από εμπόλεμες ζώνες ή αιτητές πολιτικού ασύλου από χώρες, στις οποίες υπάρχουν σοβαρά ελλείμματα δημοκρατίας ή και φόβος ότι κινδυνεύει η ζωή τους.

Σε όσες τοποθετήσεις ή προσεγγίσεις επί του θέματος έχω διαβάσει δεν έχω δει πουθενά να γίνεται ο συγκεκριμένος διαχωρισμός στη βάση αριθμών και ποσοστών. Στις περιπτώσεις που έχω υπόψη ακόμη και από τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών, έχουν παρατεθεί κάποιοι αριθμοί οι οποίοι -ωστόσο- τσουβαλιάζουν τις πιο πάνω κατηγορίες -πλην των Ευρωπαίων- σε μία και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι αριθμοί είναι τέτοιοι που η Κύπρος δεν μπορεί να τους αντέξει, ούτε οικονομικά ούτε κοινωνικά.

Σαφώς και η απότομη αύξηση ξένων υπηκόων και δη ανθρώπων φτωχών, σε ανάγκη που το βασικό τους πρόβλημα είναι η ίδια τους η επιβίωση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σε μια κοινωνία και μάλιστα σοβαρά. Την ίδια ώρα όμως θα πρέπει να γίνει ουσιαστική αξιολόγηση των δεδομένων, να παρατεθούν τα ακριβή δεδομένα για κάθε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες κι έπειτα να εντοπίσουμε και συνεπώς να επιδιώξουμε επίλυση των όποιων προβλημάτων.

Τα μεγάλα κύματα προσφυγικών ροών -των οποίων μέρος τους πιθανώς τεχνηέντως να προωθείται στην Κύπρο από την Τουρκία- δεν είναι τόσο μεγάλα που να πιέζουν την Κύπρο σε βαθμό που να δηλώνει ότι δεν μπορεί να αντέξει το βάρος τους. Ο μεγάλος όγκος μεταναστών τρίτων χωρών στην Κύπρο, φτάνουν νομότυπα και για αυτό ευθύνη έχει η πολιτεία, τα αρμόδια υπουργεία και υπηρεσίες, οι διαδικασίες που ακολουθούνται ή μη και η χρονοτριβή που παρατηρείται σε ένα κατά γενική ομολογία αργό, γραφειοκρατικό σύστημα του οποίου η επίπτωση είναι σοβαρότερη όταν στη μέση μπαίνουν ευαίσθητα και ζωτικής σημασίας θέματα, όπως αυτά που άπτονται ανθρώπινων ζωών, συνθήκες διαβίωσης ατόμων και η τύχη που πιθανώς έχουν ανήλικα παιδιά.

Οι 30 και πλέον χιλιάδων αιτητές πολιτικού ασύλου στην Κύπρο δεν είναι δύσκολο να αξιολογηθούν, από πλευράς εξακρίβωσης στοιχείων, των λόγων αίτησης ασύλου και βεβαίως ούτε δύσκολο να εντοπιστούν από τη στιγμή που μιλάμε για άτομα τα οποία νομότυπα έχουν εισέλθει στη Δημοκρατία. Οι ξενοφοβικές υστερίες είναι εντελώς άστοχες, από τη στιγμή που αυτούς που ονομάζουν κάποιοι «λαθρομετανάστες κάθε
άλλο παρά λαθραία έφτασαν στην Κύπρο. Παρά την άστοχη και εν μέρει παραπλανητική ρητορική από πλευράς κυβέρνησης, τα εξαγγελθέντα μέτρα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Τώρα και η κοινωνία θα πρέπει να αντιληφθεί που και πόσο είναι το πρόβλημα και να κωφεύσει έναντι λαϊκίστικων και ρατσιστικών φωνών που στο μόνο που επιδιώκουν είναι το πολιτικό όφελος και όχι η ουσιαστική επίλυση του προβλήματος.

Σημαντικό μέρος της επίλυσης των σημερινών προβλημάτων, θα πρέπει να αποτελέσουν ουσιαστικά προγράμματα ομαλής ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών, στην Κύπρο για όσο διάστημα θα διαμείνουν στη χώρα μας.

Ανδρέας Κωστουρής