ΑΠΟΨΗ: Κάπως έτσι έπιασε τα 60

Έπιασε τα 60 μέσα στην πανδημία και θυμήθηκε πως κάποτε έκανε σχέδια με τη γυναίκα του...

ΓΡΑΦΕΙ Ο
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΟΥΡΗΣ

Από την ημέρα που η ζωή του διασαλεύτηκε -σε κάθε επίπεδο- ζει με το καθημερινό άγχος για το μέλλον του, των παιδιών του, της δουλειάς του, του τόπου.

Έπιασε τα 60 μέσα στην πανδημία και θυμήθηκε πως κάποτε έκανε σχέδια με τη γυναίκα του για ένα μεγάλο ταξίδι όταν θα έφτανε αισίως εκείνη η μέρα. Πλέον η πιο μακρινή απόσταση που διανύει είναι από το σπίτι στο γραφείο. «Πάλι καλά που έχουμε τη δουλειά και την υγεία μας» μονολογεί μελαγχολικά σχεδόν καθημερινά,
στον δρόμο από το γραφείο προς το σπίτι βασανισμένος από τη σκέψη για το πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτή η κατάσταση με την πανδημία.

Έφτασε και η δική του σειρά για εμβόλιο. Από τη νύχτα έψαξε τη λίστα για τα εμβολιαστικά κέντρα, βρήκε τους κωδικούς πρόσβασης στην πύλη εμβολιασμού και έβαλε νωρίς να κτυπήσει το ξυπνητήρι για την επομένη, πολύ πιο νωρίς απ’ ότι
συνήθως. Από τις 7:30 ήταν πάνω από το κομπιούτερ έτοιμος να κρατήσει ραντεβού για εμβόλιο.

>>> Όλες οι απόψεις που φιλοξενεί η Brief <<<

Ένα αυτάρεσκο αίσθημα επιβράβευσης και ικανοποίησης τον κατέκλυσε όταν κατάφερε να κλείσει το ραντεβού από την πρώτη και μάλιστα της Pfizer, όχι από το… άλλο της Astrazeneca. Ο ίδιος δεν είχε πρόβλημα αλλά στο καφενείο ήταν όλοι αρνητικοί και δεν ήθελε να διαδοθεί ότι έβαλε από το «ελαττωματικό».

Το άγχος του όμως, πέραν της πανδημίας, τον τελευταίο χρόνο είχε να κάνει και με τα παιδιά του. Επηρεάστηκαν και αυτά όπως πολλοί άλλοι από την πανδημία και τα τρεχάματα, τα χρέη και οι ανάγκες των παιδιών δεν άφηναν πολλά οικονομικά περιθώρια. Τους βοήθησε δυο-τρεις φορές μα μετά ένιωθαν και τα ίδια άσχημα να παίρνουν χρήματα από τον πατέρα τους.

Παρακολουθούσε, όπως με συνέπεια έκανε, την επικαιρότητα και φορτωνόταν κι άλλο άγχος. Απογοητευόταν για αυτούς που ψήφισε προβληματιζόταν για το τι διάολο επιλογή να κάνει στις επόμενες εκλογές, πάλευε ακόμη να χωνέψει πως και οι τελευταίες ελπίδες του να επιστρέψει στο χωριό που παιδί άφησε το 74 χάνονταν
κάθε μέρα και περισσότερο και δυσκολευόταν να κατανοήσει πως μια χώρα με τίμιους ανθρώπους είναι γεμάτη με τόση διαφθορά.

Η μέρα που περίμενε έφτασε. Η ημέρα του πρώτου εμβολιασμού του. Έβαλε ξανά το ξυπνητήρι νωρίτερα απ’ ότι συνήθως, ξυρίστηκε και έφτιαξε -όπως πάντα- τον πρωινό καφέ του ακούγοντας τα νέα από το ραδιόφωνο. Η ώρα πέρασε, έκλεισε το ραδιόφωνο, πήρε τα κλειδιά, ρούφηξε την τελευταία γουλιά καφέ και σκεφτόταν ποια είναι η πιο σύντομη διαδρομή από το σπίτι του για το κέντρο υγείας.

Την επόμενη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν μόνος σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Μόνος. Ο ίδιος με τις σκέψεις του, προσπαθούσε να βρει και να συνδέσει τα κομμάτια του χρόνου που έχασε. Δεν πρόλαβε να εμβολιαστεί με κανένα εμβόλιο τελικά, δεν ακολούθησε τη σύντομη διαδρομή για το κέντρο υγείας, δε μοιράστηκε με τα παιδιά του τα καλά νέα. Δεν είχε κανένα μαζί του. Μόνος, πνιγμένος στις σκέψεις και με το ίδιο αν όχι περισσότερο άγχος για το μέλλον του, των παιδιών του, της δουλειάς του, του τόπου.

Ανδρέας Κωστουρής