ΑΠΟΨΗ: Με τακτική Τσίπρα και αποτέλεσμα Βαρουφάκη

Η τακτική Τσίπρα που τάχα θα έκανε τις αγορές να χορεύουν στον ρυθμό της Ελλάδας, απέτυχε και μάλιστα με κόστος

ΓΡΑΦΕΙ Ο
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΟΥΡΗΣ


Μια κυβέρνηση κρίνεται τόσο σε σχέση με τις πολιτικές που επιδιώκει να εφαρμόσει και κυρίως που εφαρμόζει, όσο και για τη συνέπεια που την χαρακτηρίζει επί θεμάτων αρχής, πολιτικοϊδεολογικού υποβάθρου, επικοινωνίας θέσεων, συμπεριφοράς στη χάραξη και εφαρμογής πολιτικών αλλά και σε επίπεδο συνέπειας λόγων και έργων. Η περασμένη ήταν μια κακή εβδομάδα για την Κύπρο, η οποία όχι απλώς δεν εξασφάλισε τις -έστω και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου- κυρώσεις κατά της Τουρκίας από την ΕΕ, αλλά εξελίχθηκε στον πονοκέφαλο των Ευρωπαίων εταίρων που κάθε άλλο παρά με θετικό φακό είδαν την άστοχη διασύνδεση των κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας με την περίπτωση της Τουρκίας. 

Η πρόσφατη και σύντομη υπόθεση με την αναβολή του Συμβουλίου Αρχηγών της ΕΕ, τα κλισέ στους δημοσιογραφικούς τίτλους περί θρίλερ και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις μου θύμισαν πολύ έντονα την περιπέτεια της Ελλάδα αρχές του 2015. 

Ήταν τότε που τη διακυβέρνηση της Ελλάδας ανέλαβε ο Αλέξης Τσίπρας, ως νέος πρωθυπουργός τότε της χώρας και που επέλεξε ως Υπουργό Οικονομικών, τον Γιάνη Βαρουφάκη. Εκείνο το ταραχώδες πρώτο εξάμηνο του 2015 πολλοί γοητεύθηκαν από το αγωνιστικό πνεύμα του Τσίπρα, από τον αντισυμβατικό Βαρουφάκη και βεβαίως από την Ελλάδα που δήθεν έδειχνε τον δρόμο για απαλλαγή των λαών από τα Μνημόνια και την υποταγή στην πανίσχυρη Γερμανία, τις αγορές, το κεφάλαιο και το ΔΝΤ. Η κατάληξη της σύντομης πορείας της Ελλάδας στην «επανάσταση» κατά των Μνημονίων είναι γνωστή. 

Στο μεσοδιάστημα και ενώ είχαν πραγματοποιηθεί αμέτρητα προγραμματισμένα αλλά και άτυπα Eurogroup, η συνεννόηση των εταίρων της Ελλάδας με τον Υπουργό Οικονομικών της χώρας ήταν εξαιρετικά προβληματική. Κυρίως αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι ο Βαρουφάκης, εισήγαγε τον όρο της «δημιουργικής ασάφειας» και ταυτόχρονα αντιμετώπιζε με πρωτόγνωρο θράσος και ασέβεια τους συναδέλφους του από άλλες χώρες -κυρίως τον Ολλανδό Πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Με την Ελλάδα στο περιθώριο, τους οικονομικούς πόρους να στενεύουν και τη συνταγή για διάσωση της χώρας να ήταν από καιρό έτοιμη ο Τσίπρας -αφού έπαιξε και το χαρτί του -άνευ περιεχομένου- Δημοψηφίσματος αίφνης επέστρεψε στο τραπέζι του διαλόγου, υπογράφοντας τελικώς ένα νέο Μνημόνιο για τη χώρα. 

Πώς όμως όλα αυτά έχουν σχέση με την Κύπρο του σήμερα; Έχουν και μάλιστα μεγάλη. Διότι ο τότε Υπουργός Οικονομικών της χώρας μας και σημερινός αναπληρωτής Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Χάρης Γεωργιάδης, σε πολλές περιστάσεις άμεσα ή έμμεσα αναφέρθηκε δηκτικά στην περίπτωση της Ελλάδας και του Βαρουφάκη. Δεν ήταν ούτε άστοχες, ούτε άτοπες οι τοποθετήσεις του. Δικαιώθηκε για αυτές όταν η γραμμή Βαρουφάκη απέτυχε παταγωδώς, όταν ο Τσίπρας τον αντικατέστησε με τον Τσακαλώτο και όταν τελικά η Ελλάδα εισήλθε σε κατάσταση νηνεμίας, έχοντας τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για να συνεχίσει την προσπάθειά της για επάνοδο στην ανάκαμψη και σταδιακή διαχείριση του υπέρογκου δημοσίου χρέους της.

Η περίπτωση της Κύπρου ομοιάζει με αυτήν της Ελλάδας κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνηση του Τσίπρα, με μια σημαντική διαφορά: Η σημερινή κυβέρνηση θέλει να αξιολογείται ως σοβαρή, μετρημένη και πως δεν κάνει λαϊκίστικα πειράματα που ενέχουν σοβαρούς κινδύνους αποσταθεροποίησης της χώρας. Παρόλα αυτά, στην πρόσφατη περίπτωση με τις κυρώσεις Λευκορωσίας-Τουρκίας έχασε τόσο ουσιαστικά όσο και επικοινωνιακά, επιδιώκοντας να παίξει το παιχνίδι του βέτο, αγνοώντας τις αρχές και τις αξίες που η ΕΕ έχει αλλά και τις ειδικές ευαισθησίες που άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν για συγκεκριμένες περιπτώσεις. 

Ταυτόχρονα, η Κύπρος έδωσε τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη την εντύπωση ότι οι τουρκικές προκλήσεις είναι νεοφανείς και πρωτόγνωρες. Αντίθετα, εδώ και χρόνια η Τουρκία παραβιάζει θαλάσσιες ζώνες οι οποίες αποτελούν πεδίο κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ουδέποτε έθεσε θέμα βέτο ακόμη και όταν η ΕΕ βρισκόταν σε ανοικτό διάλογο και συνυπέγραφε συμφωνίες με την Τουρκία. 

Η κυβέρνηση Αναστασιάδη απέτυχε να πείσει όλους αυτούς, τους Ευρωπαίους εταίρους, για τους οποίους εδώ και χρόνια διατυμπανίζει πως διατηρεί στενούς δεσμούς μαζί τους, ενώ ταυτόχρονα έστειλε τα πλέον λανθασμένα μηνύματα τόσο στο εσωτερικό κοινό και τον ρόλο της Ευρώπης, όσο και στο εξωτερικό αναφορικά με τον ρόλο που η η ίδια η χώρα διαδραματίζει ανάμεσα στα άλλα κράτη μέλη. Η αποτυχία μάλιστα δεν είναι ούτε αυτής της εβδομάδας ούτε των τελευταίων μηνών, διότι εάν όντως ο στρατηγικός στόχος της χώρας ήταν η επιβολή κυρώσεων για τη στάση της Τουρκίας, αυτό θα διεκδικείτο με κάθε ευκαιρία τα τελευταία χρόνια και όχι μέσω της ατυχούς διασύνδεσης με ένα άλλο -σοβαρό για κάποιες άλλες χώρες- ζήτημα αρχής της ΕΕ. 

Η περίπτωση της διακυβέρνησης Τσίπρα μπορεί να αξιολογηθεί χωρίζοντάς την σε δύο βασικές περιόδους, σε αυτήν που προηγήθηκε και σε αυτή που ακολούθησε το δημοψήφισμα του 2015. Αντίστοιχα, η σαφώς πιο μακρά χρονικά διακυβέρνηση Αναστασιάδη μπορεί επίσης να χωριστεί σε δύο βασικές περιόδους σε επίπεδο χειρισμών του Κυπριακού και εξωτερικής πολιτικής και αυτές αφορούν στα χρόνια πριν και σε αυτά που ακολούθησαν το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά. 

Η τακτική Τσίπρα που τάχα θα έκανε τις αγορές να χορεύουν στον ρυθμό της Ελλάδας, απέτυχε και μάλιστα με κόστος για την Ελλάδα. Οι χειρισμοί, η ρητορική, η συμπεριφορά και κυρίως τα αποτελέσματα του Βαρουφάκη έχουν ήδη κριθεί αρνητικά από την ιστορία. Στην αντίστοιχη περίπτωση της Κύπρου τα αποτέλεσμα των άτσαλων, χωρίς στρατηγική προσέγγιση και άστοχων χειρισμών θα διαφανούν τους επόμενους μήνες εάν μάλιστα η χώρα χρειαστεί οικονομική ή διπλωματική αρωγή από την ΕΕ. 

Η Κύπρος πέρασε και έκανε πολλά για να κερδίσει έστω και ένα κομμάτι αξιοπιστίας, σοβαρότητας και φερεγγυότητας έναντι των εταίρων της. Τώρα χρειάζεται εκ νέου προσπάθεια ανάκτησης του ονόματος του αξιόπιστου, ευρωπαίου εταίρου που με επιτυχία έκτισε κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και του Μνημονίου με τον σημερινό μάλιστα Πρόεδρο. 

Ανδρέας Κωστουρής