ΑΠΟΨΗ: «Τελικά η τρομοκρατία καλά κρατεί»

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, ενενηκοστής τρίτης επιστολής, το ανάγνωσμα… 

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*

Μια ιστορία για την τρομοκρατία. 

Μακάρι να μπορούσε να γινόταν έτσι. Να σταματούσε το μίσος να κυκλοφορεί στις φλέβες μας και να οδηγεί στην εκδίκηση. Την τυφλή εκδίκηση που αφήνει πίσω της αίμα που οδηγεί σε άλλο αίμα…

Δεν φοβόταν. Ήταν έτοιμος από καιρό. Ήξερε. Ήθελε. Μπορούσε. Μπορούσε;

Σίγουρα μπορούσε. Εξάλλου τα είχε χάσει όλα.

Καθισμένος στον σταθμό του τρένου με την πολύτιμη τσάντα του ακουμπισμένη στα πόδια του, θυμόταν. Τα μάτια του παγωμένα κοίταζαν προς τα πίσω. Αλήθεια μπορούν τα μάτια να κοιτάξουν προς τα πίσω; Τα μάτια της ψυχής μπορούν. Και ας είναι θολά από τα δάκρυα. Τα δικά του μάτια δεν κλαίνε πια. Έκλαψαν τόσο πολύ. Για τόσο πολύ. Κάποτε ήταν τρομαγμένα. Τώρα πια είναι παγωμένα.

Πόλεμος. Βόμβες. Καταστροφή. Η μικρή τους πόλη ισοπεδώθηκε. Φόβος παντού. Πήρε το μικρό του σουγιά και δοκίμασε να κόψει τον φόβο για να δει πίσω από την χοντρή του κουρτίνα. Η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά; Έμειναν πίσω. Μαζί με τόσους άλλους. Κάτω από την ισοπεδωμένη από τις βόμβες πόλη. Έμειναν να την προσέχουν. Τους φανταζόταν υπόγειους φρουρούς, χαμογελαστούς να κάνουν ό,τι ακριβώς έκαναν και πριν τον πόλεμο. Πριν έρθουν οι βόμβες. Μόνη διαφορά πως τώρα τα έκαναν κάτω από τη γη και τα έκαναν χωρίς το αγόρι, αφού εκείνος δεν τα κατάφερε να μπει κάτω από την ισοπεδωμένη πόλη. Είχε προσπαθήσει πολύ. Άδικα. Όλες οι πύλες είχαν κλείσει. Εκείνος δεν πρόλαβε.

Εκείνον τον πήραν μακριά.

«Πρέπει να φύγουμε. Εδώ είναι επικίνδυνα. Ο πόλεμος συνεχίζεται. Οι βόμβες θα έρθουν ξανά», του είπε η κυρία με τον κόκκινο σταυρό στο μέτωπο. Τους έβαλαν σε ένα φορτηγό και τους πήραν μακριά. Μαζί του ήταν και το κορίτσι με τα πορτοκαλιά μαλλιά. Δεν είχε πάρει τίποτα μαζί του. Δεν είχε μείνει τίποτα για να πάρει. 

«Λάθος» του είπε το κορίτσι με τα πορτοκαλιά μαλλιά. «Έχεις μαζί σου κάτι πολύτιμο. Το βιβλίο με τις λέξεις που σου χαϊδεύουν τα μαλλιά».

«Πώς ξέρεις εσύ για το βιβλίο μου;», την ρώτησε το αγόρι με τα τρομαγμένα μάτια.

«Είχα και εγώ ένα βιβλίο με λέξεις. Στο δικό μου βιβλίο οι λέξεις έδιναν κόκκινα φιλιά. Έμεινε όμως και εκείνο κάτω από την ισοπεδωμένη πόλη. Το πήρα και το διάβασα το βιβλίο σου χτες βράδυ που κοιμόσουν. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Αλλά όταν το τέλειωσα, οι λέξεις μου χάιδεψαν τα μαλλιά. Αποκοιμήθηκα με το χάδι των λέξεων στα μαλλιά μου».

Το αγόρι με τα τρομαγμένα μάτια, έσφιξε το βιβλίο με τις λέξεις που σου χαϊδεύουν τα μαλλιά στο στήθος και πήρε το χέρι του κοριτσιού με τα πορτοκαλιά μαλλιά στο μικρό, παγωμένο δικό του χέρι.

Τους χώρισαν. Μια άλλη κυρία με έναν άλλο κόκκινο σταυρό στο μέτωπο, τους είπε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν είχε χώρο και για τους δυο. 

Έμεινε εκείνος μόνος. Το βιβλίο με τις λέξεις που σου χαϊδεύουν τα μαλλιά το έδωσε στο κορίτσι. Δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει χωρίς τίποτα. Εκείνος ήταν δυνατός. Θα άντεχε την μοναξιά. 

Δεν αντέχεται όμως η μοναξιά. Τα χρόνια περνούσαν. Και αυτός μεγάλωνε. Μόνος. Φοβισμένος. Θυμωμένος. Με όλους εκείνους που του πήραν τα πάντα. Δεν του άφησαν τίποτα. Του πήραν ακόμη και το κορίτσι με τα πορτοκαλιά μαλλιά. Ήθελε να τους κάνει να πονέσουν. Να τους πάρει ό,τι αγαπούσαν. Να τους αφήσει μόνους. Όπως του είχαν κάνει και εκείνοι. 

Του είπαν να αφήσει την τσάντα στο πρώτο βαγόνι του τρένου και να κατεβεί στον επόμενο σταθμό. Μετά θα σταματούσε να είναι θυμωμένος και φοβισμένος και μόνος. Γι' αυτό καθόταν στο παγκάκι του σταθμού. Περίμενε το τρένο.

Ξαφνικά, μια πορτοκαλιά λάμψη τον έκανε να ταξιδέψει πίσω ξανά. Αναπολούσε. Θυμόταν και χαμογελούσε.

Θυμόταν τότε που μπορούσε να παίζει και να τρέχει στη μικρή του καταπράσινη πόλη.

Θυμόταν τα παρηγορητικά παραμύθια της γιαγιάς. Τότε δεν χρειαζόταν παρηγοριά, αλλά κρατούσε κάθε παρηγορητική λέξη αγκαλιά τώρα. Χρόνια μετά. Χρόνια γεμάτα ποτάμια από πόνο και δάκρια και αίμα, μετά. 

Το ζεστό φιλί της καληνύχτας που του έδινε η μαμά. 

Θυμήθηκε το βιβλίο με τις λέξεις που έδιναν κόκκινα φιλιά. Θυμήθηκε και το κορίτσι με τα πορτοκαλιά μαλλιά.

Και ξαφνικά το δυνατό χέρι του μπαμπά τον σήκωσε από το παγκάκι. Του έβαλε το σακίδιο στην πλάτη και του χαμογέλασε ενθαρρυντικά. Μπορεί ένα χέρι να χαμογελά; Αν είναι πραγματικά δυνατό. Αν είναι το χέρι του μπαμπά. Τότε μπορεί.

Βγήκε από τον σταθμό. Έτρεξε σαν τρελός μέχρι το ποτάμι. Πέταξε το σακίδιο στα βαθιά σκοτεινά του νερά. 

Στάθηκε εκεί και περίμενε. Το δυνατό χέρι του μπαμπά τον κτύπησε στον ώμο. Το κόκκινο φιλί της μαμάς του σημάδεψε το μάγουλο και οι λέξεις της γιαγιάς του χάιδεψαν τα μαλλιά.

Μια πορτοκαλιά λάμψη φώτισε τα νερά του ποταμού. Χαμογέλασε. Ήξερε πως είχε σπάσει την αλυσίδα του τρόμου. Ήταν ελεύθερος.

Υπογραφή: Ο Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ.1: Να σπάσει τώρα η αλυσίδα του τρόμου. Να σταματήσει το μίσος να αναπαράγεται.
Υ.Γ.2: Γιατί «Το Μίσος είναι η Μισή Εκδίκηση» Αιμίλιος Σολωμού

*Η Έλενα Περικλέους είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας
 

Έλενα Περικλέους