«Το φαινόμενο του «Ερτογανισμού» και το θερμό καλοκαίρι»

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, εκατοστής εβδομηκοστής τέταρτης επιστολής, το ανάγνωσμα…

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*

Είμαστε η γενιά που μεγάλωσε στα οδοφράγματα. Με τον θόρυβο των αεροπλάνων να μας ξυπνά με εφιάλτες κάθε βράδυ. Ναι, εμείς είμαστε που όταν το παιδικό μας παιχνίδι σταμάτησε από μια βόμβα, πιστέψαμε, μας  το έλεγαν εξάλλου συχνά, πως θα επιστρέψουμε. Όχι, μας έλεγαν, το άδικο δεν θα κρατήσει για πάντα. Οι πρόσφυγες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια.

Η εικόνα με το λιμανάκι γέμισε τα μαθητικά μας χρόνια που ξεκίνησαν με συσσίτια και κουρεμένα κεφάλια. Βλέπετε οι ψείρες τότε έκαναν θραύση. Ακόμη και αν ήμασταν ανάμεσα στους τυχερούς που δεν είχαμε δικό μας αγνοούμενο, ο αριθμός 1619 χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό μας.

Μετά μεγαλώσαμε. Κάπου εκεί στο γυμνάσιο, μας είπαν πως ανακηρύχτηκε το ψευδοκράτος. Και κλαίγαμε. Και διαδηλώναμε. Και το πιστεύαμε πραγματικά πως δεν μπορεί, το άδικο δεν θα εδραιωθεί…

Στα φοιτητικά μας χρόνια κάναμε πορείες και κολλούσαμε αφίσες. Φωνάζαμε, πως αν είναι αυτοί 30 θα γίνουμε 40, και πως ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Νομίζαμε μάλιστα πως εμείς την γράφαμε στον τοίχο με μπογιά. Πού να ξέραμε τότε πως η ιστορία σε τέτοιες περιπτώσεις γράφεται σε κλειστά γραφεία, από κοστουμαρισμένους, αδιάφορους για το δίκαιο, πολιτικούς και διπλωμάτες, που παίζουν στα ζάρια τις τύχες των λαών.

Μετά μεγαλώσαμε κι άλλο. Πέθανε και ο παππούς και η γιαγιά που με τις αφηγήσεις τους κρατούσαν τις μνήμες ζωντανές και τον πόνο τον μετέτρεπαν σε ξυπνητήρι. Συνηθίσαμε τη σημαία στο αγέρωχο βουνό που κάποτε μας πλήγωνε. Συνηθίσαμε και τους τάφους στον τύμβο. Μπουχτίσαμε από πανηγυρικούς λόγους και υποκριτικά επίσημα μνημόσυνα. Γίναμε ρεαλιστές. Η λέξη απελευθέρωση σιγά σιγά εξαφανίστηκε από τα χείλη των πολιτικών. Για επανένωση μιλούσαν. Ήρθε και το δημοψήφισμα. Κάποιοι είπαμε ναι, είπαμε φτάνει πια, τόσα και τόσα χρόνια, ας θάψουμε και τους νεκρούς και τα φαντάσματα… Κάποιοι για την τιμή των όπλων και για όλα αυτά που ζήσαμε μεγαλώνοντας, ίσως γιατί ακόμη τότε,  πιστεύαμε στο δίκαιο, φωνάξαμε όχι.

Δεν είχε καμία σημασία, αλλά αυτό αποδείχτηκε μετά. Άνοιξαν  μετά σε μια νύχτα τα οδοφράγματα. Κάποιοι πήγαμε σε προσκύνημα με τα μάτια δακρυσμένα και τη ψυχή βουρκωμένη. Κάποιοι αρνηθήκαμε και αγέρωχα είπαμε ξανά όχι, δεν θα επισκεφτώ τουρίστας τον τόπο το δικό μου, λέγαμε. Κάποιοι το κάναμε καθημερινή διαδρομή, για ψώνια, ψάρι, καφέ, καζίνο και γυναίκες. Τελευταία πήραν οι επισκέψεις τη μορφή πανδημίας, αφού πλέον είναι για καύσιμα, για κομμωτήρια, για ψώνια, για φάρμακα, για γιατρούς, για καθημερινές πλέον ανάγκες. Κάποιοι πεισματάρηδες εξακολουθούν να αρνούνται, και ανήκουν στη θλιβερή μειοψηφία. Σε σημείο που ντρέπονται πια να το δηλώνουν μιας και θεωρούνται από τις μάζες ανόητοι και γραφικοί.

Και μετά ήρθε και το φετινό καλοκαίρι που ανέτρεψε ξανά κάθε ελπίδα. Κάθε πίστη στο δίκαιο. Κάθε πεποίθηση πως δεν μπορεί ο «Ερτογανισμός» να συνεχίζει ακάθεκτος και με έπαρση να καθορίζει το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Το φετινό καλοκαίρι μπήκε με τις ματωμένες θρασύτατες γαλότσες του Αττίλα στο Αιγαίο και απειλεί πως θα στρογγυλοκαθίσει αγνοώντας τους πάντες. Φοράει και το κουστούμι του ειρηνευτή. Προκαλεί ασύστολα γιατί έτσι είναι ο «Ερτογανισμός». Λέει ψέματα, τα πιστεύει, και νιώθει και από πάνω ο αδίστακτος κατά συρροή θύτης, πως θυματοποιείται από το δίκαιο και τη δημοκρατία.

Θυμώνουμε. Κάποιοι λίγο, κάποιοι απίστευτα πολύ, για την υποκρισία όλων εκείνων που σφυρίζουν αδιάφορα ή οργίζονται και βγάζουν φλογερούς λόγους και επιβάλλουν αυστηρότατα μέτρα, ανάλογα με τα συμφέροντά τους τα εμπλεκόμενα. Πνίγουμε τις μνήμες στην παγωμένη μπύρα. Οργανώνουμε διακοπές, αν μας παίρνει να οργανώσουμε με τον κουτσουρεμένο μας μισθό και τα εξυπηρετούμενα ή μη εξυπηρετούμενα δάνειά μας, ενώ η ακρίβεια κτυπά κόκκινο, και ακόμη και τα σουβλάκια δεν καλύπτονται πλέον από το βαλάντιο. Η Ζέτα έφυγε (αιωνία της η μνήμη)  και ο κατώτατος μισθός (πείνας), στη μνήμη της, επιτέλους θα ψηφιστεί.

Διαπραγματευόμαστε και τα όνειρα μας για να μπορούν να χωρέσουν στις κουρασμένες μας ψυχές αφού το Δεν Ξεχνώ, έγινε σίγουρα Ξεχάσαμε. Τα σύνορα μας, εκείνα της Κερύνειας, αναδιομορφώθηκαν με ένα πολύ κομψό τρόπο στις παγωμένες και «δήθεν» διαπραγματεύσεις και συνομιλίες. Το Αγωνίζομαι, απλά δεν υπάρχει. Τώρα για το Νικώ δεν το συζητώ καν. Το πολύ πολύ να νικήσει η ομάδα μας στο ποδόσφαιρο. Όσο για την επανατοποθέτηση του Κυπριακού, ως διεθνές θέμα  παράνομης εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής θεωρείται πλέον διατύπωση των απορριπτικών και των εθνικιστών. Την ίδια ώρα που οι νησιώτες του Αιγαίου σηκώνουν παντιέρα αξιοπρέπειας και αντίστασης απέναντι στο ό,τι θέλουμε λέμε του «Ερτογανισμού». Εννοείται πως πάνω κάτω αυτά θα συζητήσουν στην επίσημη συνάντηση της ερχόμενης Παρασκευής Αναστασιάδης-Μητσοτάκης. Εγώ τρομάζω. Εσύ τρομάζεις;

Ευτυχώς πάντα υπάρχει μια κριτική μάζα ανθρώπων που με την «τρέλα» που κουβαλά, δεν αφήνει την ψυχή της να γεράσει, και φωνάζει ξανά και ξανά πως «Εμείς θα τους αντισταθούμε, όποιοι και να’ ναι, όσο δυνατοί και  να΄ναι».

Υπογραφή
Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ.:«Ερτογανισμός»: Θράσος, κατά συρροή άσκηση διεθνούς εγκληματικότητας, εμμονές, επεκτατισμός, ανυποληψία, έλλειψη σεβασμού, σοβαρής μορφής αλεργία στη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Ασθένεια εκφυλιστική. Ενοχλητική πρωτίστως στους γύρω αφού ο παθών δεν έχει καμία απολύτως επίγνωση της κατάστασής του εξού και είναι αρνητικός σε κάθε φαρμακευτική ή και άλλη αγωγή. Σε πιο απλά ελληνικά δανεισμένα από τη σοφία του λαού: «Απόν αντρέπεται ο κόσμος εν δικός του»

*Η Έλενα Περικλέους είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας