Γιατί οι επενδυτές στο ποδόσφαιρο δεν είναι επενδυτές

ΓΡΑΦΕΙ Ο 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΟΥΡΗΣ

Οι βασικοί λόγοι για μια επένδυση ή έστω παραπλήσιοι με αυτήν όροι, αφού πολλές φορές ως έννοια χρησιμοποιείται καταχρηστικά, είναι απλοί και κατανοητοί παρά τα πολύπλοκα επενδυτικά σχήματα, τα γραφήματα αποδόσεων και τις πλατφόρμες επενδύσεων ή τις επιλογές που υπάρχουν σε ένα χαοτικό περιβάλλον σε ολόκληρο τον πλανήτη. 

Ο πολύ απλός και βασικός στόχος είναι να αγοράσεις κάτι το οποίο σε μεταγενέστερο στάδιο θα έχει μεγαλύτερη αξία και συνεπώς με την πώλησή του θα αποκομίσεις ως όφελος τη διαφορά στην τιμή αγοράς και της τιμής πώλησης. Βασική προϋπόθεση για μια επένδυση είναι και η ασφάλεια, αυτός είναι και ο λόγος που οι πραγματικά σοβαροί επενδυτές κάνουν διασπορά επενδύσεων με στόχο αφενός τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση αλλά και την υψηλότερη δυνατή διασφάλιση των υπό επένδυση κεφαλαίων τους. 

Επένδυση, επίσης αποτελεί κάτι το οποίο αποφέρει ετήσιο, σταθερό εισόδημα στον αγοραστή του. Στις ακόμη καλύτερες περιπτώσεις αυτή η απόδοση είναι ασφαλής και μακροχρόνια σε συνδυασμό με χαμηλό κόστος συντήρησης ή άλλων σταθερών εξόδων, όπως είναι οι φόροι και τα τέλη. 

Επένδυση, έστω με μια πιο ευρεία προσέγγιση, αποτελούν οι σπουδές διότι ενισχύουν τη γνώση, την κατάρτιση, την εμπειρία και την αντίληψη ενός ατόμου και πιθανώς να διαφοροποιήσουν τις οικονομικές προοπτικές του στην αγορά εργασίας και γενικά στην καριέρα του. 

Επίσης, με μια πιο ελεύθερη προσέγγιση του όρου επένδυση μπορεί να περιγραφεί και η αγορά γης. Μπορεί για χρόνια να μην αποφέρει ούτε ένα σεντ στον ιδιοκτήτη της, αντίθετα μπορεί να προκύψει ανάγκη εξόδων είτε για βασικές υποδομές κοινής ωφελείας είτε για φόρους προς το κράτος. Παρόλα αυτά και με την εμπειρία που δείχνει ότι σε βάθος χρόνου η γη δε χάνει από την αξία της αλλά αντίθετα αυξάνεται, η αγορά γης μπορεί να ενταχθεί ως επένδυση ακόμη κι αν προορίζεται για κληρονομιά στα παιδιά.  

«Επενδύσεις» στο ποδόσφαιρο 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, τα οποία αποτελούν την αλφαβήτα των επενδύσεων, ποιος μπορεί έστω στο γενικότερο πλαίσιο να εντάξει την αγορά μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ή τα έξοδα για το ποδοσφαιρικό τμήμα ενός συλλόγου και ιδίως στην Κύπρο ως επένδυση; Γιατί ξένοι που προφανώς δεν έχουν ιδέα για την ιστορία του ίδιου του τόπου πόσω μάλλον για αυτήν του συλλόγου στον οποίο εισέρχονται, είναι ζωηρά διατεθειμένοι να ξοδέψουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ μέχρι και εκατομμύρια; Αν όχι χρήματα τι θέλουν να κερδίσουν; Και αν για παράδειγμα ο Πουλλαΐδης της Ανόρθωσης ακούει το «Χώμα που περπάτησα» και δακρύζει, ποια αντίστοιχη παράσταση μπορεί να αντιπαραβληθεί για τους ιδιοκτήτες της Πάφος FC, της οποίας μάλιστα στο έμβλημα απεικονίζεται μία από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες στην ιστορία της Κύπρου, αυτή του Ευαγόρα Παλληκαρίδη; 

Το θέμα προφανώς δεν είναι απλό αλλά ιδιαίτερα σύνθετο, δυσνόητο και δαιδαλώδες. Βεβαίως, δεν έχω τις απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα. Κατ’ ακρίβεια μόνο οι ιδιοκτήτες-παράγοντες συγκεκριμένων ομάδων μπορούν να απαντήσουν. 

Αυτό όμως που γνωρίζω είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι ένας χώρος ο οποίος απαιτεί πολλά έξοδα, χωρίς διασφαλισμένα αποτελέσματα, με αβέβαια έσοδα και ιδιαίτερα υψηλούς οικονομικούς κινδύνους από πολλές απόψεις. Όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη ακόμη και στη γενέτειρα του ποδοσφαίρου, στην Αγγλία, οι ομάδες ανήκουν σε ξένους επενδυτές. Ωστόσο, τα μεγέθη των συλλόγων, οι εγκαταστάσεις, η εμπορική διαχείριση των χρωμάτων και του σήματος των συγκεκριμένων ομάδων και κυρίως ο κόσμος στον οποίο απευθύνονται, στην Αγγλία και σε ολόκληρο τον πλανήτη, δεν μπορούν καν να συσχετιστούν με το κυπριακό, ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι. 

Και συνεπώς καταλήγουμε ξανά στα πιο πάνω ερωτήματα: Γιατί κάποιος να βάλει και μάλιστα αρκετά χρήματα σε μια κυπριακή ομάδα. Και αν δεχτούμε ότι στις μεγάλες ομάδες, τις οποίες ακολουθούν χιλιάδες οπαδοί, υπάρχει έστω κάποια προοπτική σοβαρών εσόδων, σε μια ομάδα που παίρνει στο γήπεδο 100-200 άτομα ποιο μπορεί να είναι το όφελος; 

Εφήμερες επενδύσεις με αλλότρια κίνητρα 

Πιθανώς η δυνατότητα χρήσης λογαριασμών μέσω των οποίων εύκολα μπορούν να διακινούνται μεγάλα ποσά, λόγω ακριβώς της φύσης της εταιρείας -ποδοσφαιρικής στην προκειμένη- στην οποία ανήκουν. Πιθανώς, για χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων συλλόγων ως εφεδρικών ομάδων για μεγαλύτερες ομάδες, από πιο ανεπτυγμένα πρωταθλήματα. Ίσως διότι κάποιοι θέλουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια κοινότητα, στην κοινωνία, στο επιχειρηματικό περιβάλλον ακόμη και στην πολιτική. Όταν έχεις επιχειρηματικές δραστηριότητες οι πολίτικές διασυνδέσεις είναι σημαντικές χρήσιμες. Και το ποδόσφαιρο, οι δομές και ο κόσμος που ασχολείται με αυτό στην Κύπρο φαίνεται να διατηρούν κάτι περισσότερο από καλή επικοινωνία με πολιτικούς παράγοντες. 

Το βέβαιο είναι πως κανένας λεγόμενος επενδυτής σε καμία ομάδα, ακόμη και στις μεγάλες, δεν πρόκειται να εφαρμόσει σοβαρό επενδυτικό πλάνο που θα ισχυροποιήσει την εμπορική αξία και συνεπώς τα έσοδα και τον κόσμο της ομάδας σε τέτοιο βαθμό που τα έξοδα να είναι τουλάχιστον ισοσταθμισμένα με τα έσοδα. Σε ένα τέτοιο σενάριο θα είχε έστω η όποια ποδοσφαιρική εταιρεία μεγαλύτερη αξία σε έναν ορίζοντα κάποιων ετών. Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν ισχύει και οι επενδυτές στο κυπριακό ποδόσφαιρο μόνο κατ’ ευφημισμό είναι τέτοιοι.  

Καμία λογική 

Με οικονομικά, πολιτικά, επιχειρηματικά, προσωπικά ή άλλα κίνητρα άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια αποφάσισαν να ασχοληθούν με το κυπριακό ποδόσφαιρο και ομάδες που μέχρι πρόσφατα έκαναν τακτικά το δρομολόγιο από τη δεύτερη στην πρώτη κατηγορία και αντίστροφα. Οι παράλογα μεγάλες αγορές παικτών, τα πλουσιοπάροχα συμβόλαια, ακόμη και τα χρήματα για ενέργειες μάρκετινγκ., καταστήματα και γηπεδικές εγκαταστάσεις δε βασίζονται σε καμία οικονομική, επιχειρηματική ή επενδυτική λογική. Αυτός είναι ο λόγος που κακώς τα ΜΜΕ τους περιγράφουν ως επενδυτές. Αυτό είναι που την ίδια ώρα αποτελεί τη μεγαλύτερη, δυνητική πηγή κινδύνου των ομάδων με «επενδυτές». Διότι πολύ απλά όταν εξαντληθεί το χρήμα ή και η υπομονή του όποιου λεγόμενου επενδυτή, θα αφήσει -κυριολεκτικά σε μια νύχτα- τον σύλλογο ο οποίος απότομα θα πρέπει να συμβιβαστεί ξανά με το γνωστό δρομολόγιο πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, με λιγοστό κόσμο στις κερκίδες, με αφανείς παίκτες και χωρίς μπουτίκ με αστραφτερή βιτρίνα όπως το προφίλ που θέλουν να προβάλλουν οι σημερινοί ιδιοκτήτες ή διαχειριστές ομάδων της πρώτης κατηγορίας.