Η ιατρική αμέλεια και οι νομικές πτυχές της

Της Αντωνίας Λουκαρή*

Το δικηγορικό μας γραφείο (Chrysostomides Advocates & Legal Consultants) χειρίζεται υποθέσεις ιατρικής αμέλειας (medical negligence law) και εκπροσωπεί α) πελάτες οι οποίοι υπέστησαν κάποιο τραυματισμό ή βλάβη που οφείλονται σε ιατρική αμέλεια και β) ιατρούς εναντίον των οποίων έχει καταχωρηθεί αγωγή με σκοπό την απόδοση σε αυτούς ευθύνης για ιατρική αμέλεια ενώ στην πραγματικότητα ο ιατρός έπραξε τα δέοντα ώστε να αποτρέψει οποιοδήποτε δυσάρεστο αποτέλεσμα για τον ασθενή.

Πριν από την καταχώριση οποιασδήποτε αγωγής για ιατρική αμέλεια, θα πρέπει, τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και οι σχετικές ιατρικές εξετάσεις στις οποίες είχε υποβληθεί ο ασθενής πριν από τη διάγνωση και τη θεραπεία του, να εξεταστούν από εμπειρογνώμονα ιατρό της ίδιας ειδικότητας με τον Εναγόμενο ιατρό προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι υπήρξε ιατρική αμέλεια. Ο ιατρός αυτός θα πρέπει εφόσον επιβεβαιώσει την ύπαρξη ιατρικής αμέλειας, να είναι σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο ότι ο Εναγόμενος ιατρός ενήργησε με τέτοιο τρόπο που κανένας ικανός ιατρός δεν θα ενεργούσε υπό τις περιστάσεις. Συνεπώς ο εμπειρογνώμονας ιατρός ο οποίος θα καταθέσει θα πρέπει να γνωρίζει πλήρως το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς και να έχει μελετήσει όλο το ιατρικό του αρχείο.

Σαφέστατα, κάθε επαγγελματίας οφείλει να ασκεί το επάγγελμα του με την δέουσα επιμέλεια αλλά είναι ευρέως αποδεκτό ότι δεν είναι δυνατό ένας επαγγελματίας να ασκεί το επάγγελμα του επί πολλά έτη και πάντοτε να φέρει επιτυχίες. Επομένως ένας ιατρός ο οποίος ως πρωταρχικό του έργο είναι η απρόσκοπτη άσκηση του λειτουργήματος του, αναμένεται ότι έστω και αν αυτό ασκείται με πλήρη επιμέλεια και προσοχή ενδέχεται ωστόσο ανάλογα με τις συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει να περιπέσει σε σφάλματα και παραλείψεις. Είναι βέβαια αντιληπτό ότι η συνέπεια λάθους ή παράλειψης ενός ιατρικού επαγγελματία και δη ιατρού έχει αντίκτυπο στην σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων προσώπων, των ασθενών, ως εκ τούτου η επιμέλεια που πρέπει να επιδεικνύεται από τους ίδιους θα πρέπει να είναι στο μέγιστο δυνατό βαθμό. 

Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε ότι το επάγγελμα του ιατρού, αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα επαγγέλματα. Στην περίοδο που διανύουμε, εν καιρώ πανδημίας του κορωνοϊού, που δεν υπάρχουν σαφή θεραπευτικά πρωτόκολλα καθώς πρόκειται για ένα νέο είδος ιού, αναπτύσσονται θεραπείες που για πρώτη φορά έχουν τεθεί σε εφαρμογή, επομένως είναι εύλογο ότι το πλαίσιο αστικής ιατρικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση του καθήκοντος ενός ιατρού ίσως να πρέπει να διαφοροποιηθεί. Πρόκειται για ένα ιό ο οποίος όπως φαίνεται, είναι εξαιρετικά μεταδοτικός καθότι έχει εξαπλωθεί σε όλες τις χώρες του κόσμου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η άγνωστη φύση της ασθένειας, η ανυπαρξία δεδομένων και μελετών των επιπτώσεων της, καθώς και η μη ύπαρξη συγκεκριμένης ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής καθιστούν το έργο της ιατρικής αντιμετώπισης των περιστατικών εξαιρετικά δυσχερές και ίσως αυτό να δημιουργεί την ανάγκη αντίστοιχης νομικής προσέγγισης σχετικά με την ιατρική ευθύνη. 

Πέραν των συνθηκών που εκτάκτως προκύπτουν και αφορούν μια πανδημία κατά την άσκηση του καθήκοντος του ιατρού, το σημαντικότερο  είναι βεβαίως η άσκηση εύλογης φροντίδας και προσοχής. Όπως προνοεί το άρθρο 5 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, κάθε ιατρός οφείλει να δείχνει σε όλους τους ασθενείς ίση μέριμνα, επιμέλεια και αφοσίωση, αδιαφορώντας για την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική του θέση και ανεξάρτητα των προσωπικών του αισθημάτων.  Σε περίπτωση που δεν επιδειχθεί η εύλογη φροντίδα και προσοχή εξετάζεται το ενδεχόμενο της νομικής απόδοσης ιατρικής ευθύνης από ιατρική αμέλεια. 

Ωστόσο ακόμη και αν αποδειχθεί ιατρική αμέλεια , θα πρέπει περαιτέρω να αποδειχθεί και αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή συνδετικός κρίκος μεταξύ της αποδειχθείσας ιατρικής αμέλειας και της βλάβης ή της επιδείνωσης της κατάστασης που επήλθε στον ασθενή. Τούτο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να επιδικασθούν αποζημιώσεις στον ασθενή.

Στην Κύπρο η ιατρική ευθύνη μπορεί να πάρει τη μορφή της 1) ποινικής ευθύνης (criminal liability), 2) της ευθύνης που πηγάζει από συμβατικές υποχρεώσεις (contractual liability) και της αστικής ευθύνης η οποία μπορεί να συνιστά επίθεση (Battery) ή Αμέλεια (Negligence). 

Το αστικό αδίκημα της αμέλειας στην Κύπρο προβλέπεται από το άρθρο 51(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου , Κεφ.148. Ο ασθενής ο οποίος επιζητεί αποζημιώσεις λόγω ιατρικής αμέλειας θα πρέπει να αποδείξει: 

  1. την ύπαρξη υποχρέωσης επιμέλειας προς τον ασθενή, συνεπώς θα πρέπει να αποδειχθεί πρώτα η σχέση ιατρού και ασθενούς. Ο ιατρός έχει νομική υποχρέωση να περιθάλψει ένα ασθενή στο νοσοκομείο ή στην κλινική όπου εργάζεται και να επιδείξει εύλογη επιμέλεια
  2. την αμελή πράξη ή παράλειψη εκ μέρους του ιατρού και ότι είναι πιθανότερο παρά όχι (απόδειξη δυνάμει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων) ότι ο ιατρός αθέτησε το καθήκον επιμέλειας παρουσιάζοντας μαρτυρία ότι οι ενέργειες του ιατρού δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς, από το ιατρικό επάγγελμα και κατ’ επέκταση από τα δικαστήρια. 
  3. την πρόκληση ζημιάς, δηλαδή ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι λόγω των ενεργειών ή παραλείψεων του ιατρού, η υγεία του έχει χειροτερεύσει ή ότι έχει υποστεί συγκεκριμένη ζημιά.

Η ιατρική ευθύνη και κατ’ επέκταση η ιατρική αμέλεια αποτελούν έννοιες που έχουν τύχει εκτενούς ανάλυσης τόσο από την Διεθνή Νομολογία όσο και από τα Δικαστήρια της Κύπρου.  Για παράδειγμα το γεγονός ότι μια χειρουργική επέμβαση ενδέχεται να επιφέρει κάποια επιπλοκή, αυτό σαφέστατα δεν εξυπακούει ότι έχει αποδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του ιατρού ή του νοσοκομειακού προσωπικού. Ο κανόνας που αποτελεί σήμερα τη νομική θέση που εφαρμόζεται είναι ότι ένας ιατρός μπορεί να αποφύγει την ευθύνη για ιατρική αμέλεια αν αποδείξει ότι ακολούθησε μια καθιερωμένη πρακτική που είχε υιοθετηθεί από ένα υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων ιατρικών λειτουργών. Προκειμένου, βέβαια, να αποδειχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει ένα σύνολο μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι η ιατρική πρακτική που ακολουθήθηκε δεν έθεσε τον ασθενή σε αδικαιολόγητο και υπέρμετρο κίνδυνο. Το καθήκον επιμέλειας του ιατρού καλύπτει τόσο τη θεραπεία αλλά και τη διάγνωση και τη συμβουλή, συμπεριλαμβανομένης και της πρόγνωσης που θα δώσει ένας ιατρός προς τον ασθενή. 

Σαφέστατα ένας ενήλικας με σώας τας φρένας, εφόσον ενημερωθεί πλήρως για τη διάγνωση του ιατρού σχετικά με την ασθένεια του και εφόσον ενημερωθεί πλήρως τόσο για τον ουσιαστικό κίνδυνο όσο και για τις διαθέσιμες θεραπείες οι οποίες μπορούν να ακολουθηθούν προς αντιμετώπιση της ασθένειας, έχει δικαίωμα να αποφασίσει για την θεραπεία που θα ακολουθηθεί και η συγκατάθεση του ασθενούς θα πρέπει να λαμβάνεται πριν τη θεραπεία που θα επηρεάσει την σωματική του ακεραιότητα.  Άρρηκτα συνδεδεμένο με το θέμα της ενημέρωσης του ασθενή είναι η λήψης συγκατάθεσης από αυτόν. Ο ιατρός δεν έχει δικαίωμα να επέμβει στο σώμα οποιουδήποτε ασθενή εάν δεν λάβει την συγκατάθεση του. Παράλειψη του να το πράξει παραβιάζει το πάγια προστατευμένο δικαίωμα του ασθενή να έχει έλεγχο επί του σώματος του και συνάμα παραβιάζονται δικαιώματα που σχετίζονται με την ελευθερία του ατόμου.

Κατά πόσο ένας κίνδυνος είναι ουσιαστικός ή όχι, κρίνεται με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, κατά πόσο ένα λογικό πρόσωπο στη θέση του ασθενή ενεδέχετο να αποδώσει βαρύτητα στο συγκεκριμένο κίνδυνο ή ο ιατρός γνωρίζει ή λογικά αναμένετο να γνωρίζει  ότι ο συγκεκριμένος ασθενής ενδέχετο να αποδώσει βαρύτητα στον κίνδυνο αυτό. Από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ουαλίας και Αγγλίας επεξηγείται και διαφαίνεται ξεκάθαρα η σημασία της ενημέρωσης του ασθενούς έστω και για το μηδαμινό ποσοστό κινδύνου που ενδέχεται να επιφέρει η οποιασδήποτε μορφής ασθένεια από την οποία πάσχει ή θεραπεία στην οποία επρόκειτο να υποβληθεί.  Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι ο ιατρός όφειλε να ενημερώσει την εγκυμονούσα που είχε προσβληθεί από ανεμοβλογιά ότι υφίστατο πιθανότητα 2% να γεννήσει παιδί με αναπηρίες καθότι ακόμη και ένα μικρό ρίσκο το οποίο όμως μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να έχει δραματικές συνέπειες, θα θεωρηθεί , από τον ασθενή, ως απολύτως ουσιώδες, προκειμένου να λάβει την απόφαση του. 

Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όταν «τα πράγματα μιλούν από μόνα τους» (Res Ipsa Loquitur), το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους ώμους του ιατρού, ο οποίος καλείται να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του και ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε, χρησιμοποιώντας όλα τα διαγνωστικά βοηθήματα που είχε στην διάθεσή του ήταν επιμελείς, αλλά και ότι σε καμία περίπτωση δεν παρέλειψε να διαγνώσει μια κατάσταση η οποία θα ήταν προφανής σε οποιοδήποτε λογικό, ικανό ιατρό. Η διασταλτική ερμηνεία του Νόμου σε σχέση με την ιατρική αμέλεια οριοθετεί πολύ απλά ότι αν κάποιος ιατρός παραλείψει να διαγνώσει μια κατάσταση η οποία θα ήταν προφανής σε οποιονδήποτε λογικό, ικανό ιατρό, τότε είναι αμελής. 

Έχει νομολογηθεί ότι για να κριθεί κατά πόσον ένας ιατρός ήταν αμελής ή όχι δεν θα ληφθεί αποκλειστικά υπόψη η γνώμη που θα έχει ένα εξειδικευμένο ιατρικό σώμα. Το Δικαστήριο θα αξιολογήσει αυτού του είδους τη μαρτυρία, προκειμένου να αποφασίσει αν η υπό κρίση ιατρική πρακτική θέτει ή όχι τον ασθενή σε κίνδυνο. Ακόμη, δηλαδή, και αν αποδειχθεί ότι ο ιατρός ακολούθησε μια αποδεκτή ιατρικά τακτική, πιθανόν να κριθεί αμελής αν η πρακτική αυτή είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επικίνδυνη για τον ασθενή. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις περιπτώσεις που δεν σταθμίζονται από τον ιατρό, οι κίνδυνοι και τα οφέλη από την εφαρμογή της συνήθους ιατρικής πρακτικής.

Όπως έχει λεχθεί και πιο πάνω, η ιατρική αμέλεια μπορεί να πάρει και τη μορφή της ποινικής ευθύνης (criminal liability) και ενδέχεται να αποδοθεί μέχρι και ενοχή για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας. Σύμφωνα με το άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ 154, πρόσωπο το οποίο με οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη που συνιστά υπαίτιο αμέλεια (culpable Negligence) χωρίς ωστόσο να υφίσταται πρόθεση πρόκλησης θανάτου, μπορεί να είναι ένοχος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατόπιν απόδειξης του υψηλότερου βαθμού αμέλειας. Η έννοια της αμέλειας όπως αναφέρεται στο άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ 154 έχει αποδοθεί σε όρο που εισάγει το στοιχείο της αλόγιστης και απερίσκεπτης συμπεριφορά και πράξης (recklessness). Χρήζει βέβαια διευκρίνισης η έννοια της αλόγιστης συμπεριφοράς και πώς αυτή σκιαγραφείται από τη Νομολογία σε συνδυασμό με την εκάστοτε ισχύουσα Νομοθεσία. 

Όταν ο ιατρός, γνωρίζει ή μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη μιας κατάστασης πραγμάτων, όπως για παράδειγμα μιας ασθένειας, η οποία αν δεν θεραπευθεί ή αν έστω δεν ληφθούν τα απαραίτητα διαβήματα για θεραπεία της, εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια και την σωματική ακεραιότητα του πάσχοντος και ωστόσο ο ιατρός αδιαφορήσει ή ολιγωρήσει ενώ είχε τη δυνατότητα να το προλάβει, τότε καταδεικνύεται μια «αλόγιστη» συμπεριφορά. 

Παλαιότερα οι ασθενείς ακόμη και αν πίστευαν ότι έχουν αρκετά στοιχεία προκειμένου να αποδείξουν ενώπιον Δικαστηρίου υπόθεση ιατρικής αμέλειας, απέφευγαν την δικαστική οδό καθότι επικρατούσε η αίσθηση ότι κανένας ιατρός δεν θα κατέθετε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο, εναντίον άλλου συναδέλφου του. Ωστόσο με την πάροδο των χρόνων και μέσα από δημοσιεύσεις αποφάσεων Δικαστηρίων παρατηρείται ότι αυξήθηκε ο αριθμός των υποθέσεων ιατρικής αμέλειας που καταχωρούνται στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα να βλέπουμε μάρτυρες ιατρούς και πραγματογνώμονες να καταθέτουν εναντίον άλλων συναδέλφων τους. Αυτό έχει μάλλον θετικό αντίκτυπο σχετικά με την επιμελή άσκηση του καθήκοντος του ιατρού εφόσον πλέον ενθαρρύνονται οι ασθενείς να ακολουθούν την νομική οδό. 

Εν κατακλείδι και προκειμένου να διευκολυνθεί το έργο των Δικαστηρίων σε περιπτώσεις που υπάρχουν αντικρουόμενες ιατρικές πραγματογνωμοσύνες, ίσως θα έπρεπε και τα πειθαρχικά συμβούλια των ιατρών να συνδράμουν στο δικαστικό έργο παρέχοντας τη δική τους άποψη στις υποθέσεις ιατρικής ευθύνης, η οποία άποψη ενδέχεται να διαλευκάνει την υπόθεση ιατρικής αμέλειας. 

Αντωνία Λουκαρή 
Δικηγόρος- Συνεργάτης
Chrysostomides Advocates & Legal Consultants