Κακό timing, με λανθασμένη βάση η συζήτηση για ΑΤΑ

Οι μεν ζητούν πλήρη καταβολή της ΑΤΑ και οι δε πλήρη κατάργησή της

ΓΡΑΦΕΙ Ο 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΟΥΡΗΣ

Μήνες τώρα συζητείται η ανανέωση των ποσοστών καταβολής της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής εκεί και όπου παραχωρείται ως ωφέλημα για τους εργαζομένους, σε έναν διάλογο στον οποίο συντεχνίες και εργοδοτικές οργανώσεις έχουν μπει με την καταρχήν μαξιμαλιστική τους θέση.

Οι μεν ζητούν πλήρη καταβολή της ΑΤΑ και οι δε πλήρη κατάργησή της. Οι λόγοι των θέσεων είναι από απλοί έως υπεραπλουστευμένοι και για αυτόν τον λόγο δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις για ένα αγαθό εργαζομένων που δε θα έπρεπε να είναι σημείο τριβής αλλά ένα συμφωνημένο, κοινωνικής υφής μέτρο υπέρ του απλού εργαζόμενου σε θέσεις που πληρώνονται με ποσά πέριξ του κατώτατου. Αυτό που σήμερα τίθεται επί τάπητος δεν αποτελεί ούτε συνδικαλιστική διεκδίκηση, ούτε μέτρο κοινωνικής συνοχής, ούτε αποκατάσταση αγοραστικής δύναμης των πολιτών, αλλά μια στρέβλωση την οποία κατά κύριο λόγο πληρώνει ο φορολογούμενος. 

>>> Διαβάστε επίσης:

Για το θέμα της ΑΤΑ και για κάθε σημαντικό θέμα που επηρεάζει τόσο εργαζόμενους και εργοδότες, όσο και την οικονομία στο σύνολό της θα έπρεπε να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τρία βασικά στοιχεία: 

1.    Ο χρόνος λήψης σημαντικών αποφάσεων 
2.    Η μελέτη οικονομικού αντικτύπου στην οικονομία 
3.    Η στόχευση ή όχι που χαρακτηρίζει κάποιο ωφέλημα και στη βάση αυτού εάν αξιολογείται ως κοινωνικής υφής ή απλώς ως συνδικαλιστική αξίωση, που δεν είναι πάντα ούτε λογικές ούτε με σύνεση ή στόχευση.

Την ίδια ώρα θα πρέπει πριν τον διάλογο να βλέπουμε πόσο επηρεάζει και ποιους. Και από την πλευρά των εργαζομένων και από την πλευρά των εργοδοτών, μεταξύ των οποίων και ο μεγαλύτερος εργοδότης στην Κύπρο που είναι το Δημόσιο. 

Στην περίπτωση της ΑΤΑ δεν ιεραρχείται ως σημαντικό κανένα από τα πιο πάνω σημεία. Και αυτό διότι ο καιρός είναι ιδιαίτερα κακός. Σε μια περίοδο γεμάτη προκλήσεις, δεδομένες δυσκολίες, ακρίβεια και συνεπώς δυσμενείς συνθήκες για τα δημοσιονομικά αρχίζει ένας διάλογος ο οποίος θα επηρεάσει το μισθολογικό κόστος του κράτους. Παράλληλα, δεν είναι δεδομένα τα έσοδα που θα έχει ενόψει μιας δύσκολης όπως προμηνύεται χρονιάς, ενώ το ασταθές περιβάλλον που κυριαρχεί θα έπρεπε να ωθεί το κράτος, τις επιχειρήσεις, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα νοικοκυριά σε συντηρητικές προσεγγίσεις και όχι σε συζητήσεις για επιπλέον παροχές και αυξήσεις κόστους. Στο τέλος της μέρας το επιπλέον κόστος θα πρέπει να καλυφθεί από τον φορολογούμενο και από τον καταναλωτή. 

Για το δεύτερο σημείο δεν προσεγγίζονται καν σημαντικά ζητήματα όπως η αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις συνδυαστικά με άλλα βάρη, πώς μια τέτοια αύξηση δημιουργεί κόστος που πιθανώς να οδηγήσει σε ψαλίδισμα μισθών ή και θέσεων εργασίας, ή ακόμη πως αυτό το κόστος πιθανώς να καταλήξει ως επιπλέον βάρος στην αγορά, η οποία ήδη υποφέρει από τον πληθωρισμό.

Παράλληλα, τα περισσότερα χρήματα σε εργαζόμενους σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού και μάλιστα σε εκτεταμένη κλίμακα, πιο πιθανό είναι να αποτελέσει καύσιμο και όχι επιβραδυντικό στονν πληθωρισμό.  

Για τη στόχευση επίσης δε φαίνεται να δίνεται σημασία. Δεν τέθηκε ποτέ και από κανένα το δεδομένο ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν απολαμβάνουν του ωφελήματος της ΑΤΑ, αλλά αντίθετα αφορά κυρίως τους εργαζόμενους στον Δημόσιο τομέα και σε μεγάλους κλάδους του ιδιωτικού τομέα όπως ο τραπεζικός. Βεβαίως, υπάρχουν και χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι στους πιο πάνω τομείς, ωστόσο, έχουν μια άλλη σημαντική διασφάλιση που έχει να κάνει με την ασφάλεια της μονιμότητας της θέσης, της έγκαιρης καταβολής του μισθού τους και της βεβαιότητας για το ποσό που λαμβάνουν. 

Αντίθετα, οι εργαζόμενοι σε πλείστους κλάδους του ιδιωτικού τομέα ζουν και εργάζονται με την αβεβαιότητα για το επαγγελματικό τους μέλλον, έχουν ή είναι πιθανό να βιώσουν περικοπές στον μισθό τους πολύ ευκολότερα σε σύγκριση με τις αυξήσεις ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία τους αμείβονται με λιγότερα χρήματα απ’ ότι οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας στο Δημόσιο. Οι απολύσεις, την ίδια ώρα, είναι κάτι περισσότερο από συνηθισμένο φαινόμενο. 

Παράλληλα, το επιχείρημα ότι η ΑΤΑ υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέτρο κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης καταργείται από τα δεδομένα των δικαιούχων της, δηλαδή εργαζομένων με μόνιμες θέσεις εργασίας και εν πολλοίς καλά αμειβόμενες. 

Οι ακόλουθες παραδοχές θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση συζήτησης σε πιο υγιή θεμέλια, σε σύγκριση με τον παραλογισμό που σήμερα επικρατεί: 

  • Η ΑΤΑ μπορεί να λειτουργήσει αντισταθμιστικά σε σχέση με την ακρίβεια που βιώνουν οι πολίτες και να παρέχει το επιπλέον ποσό στο νοικοκυριό που παλεύει για να εξασφαλίσει τα βασικά για την οικογένεια. 
  • Εάν στα 1.000 ευρώ μισθού με τα σημερινά δεδομένα καταβάλλονται 50 ευρώ ΑΤΑ σε μηνιαία βάση δικαιολογείται η πιο πάνω λογική. Εάν στον μισθό των 5.000 ευρώ που το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται στα 250 ευρώ μηνιαίως τόσο πρόκειται για κατάφορη αδικία έως πλουτισμό λίγων σε βάρος των πολλών. Πραγματικά απορώ πώς μια συντεχνία μπορεί να δικαιολογήσει το ποσό των 500 ευρώ σε έναν τέτοιο μισθό στο σενάριο της πλήρους καταβολής ΑΤΑ με πληθωρισμό 10%. 
  •  Σε δύσκολες, οικονομικά περιόδους, θα πρέπει να προσμετρούνται και οι οικονομικές δυνατότητες και πως αυτές επηρεάζονται των επιχειρήσεων. Πιθανή ανελαστική αύξηση κόστους ίσως ωθήσει σε μείωση θέσεων εργασίας και όχι σε απλή συμμόρφωση με μια συμφωνία. 
  • Η συζήτηση για τέτοιας υφής μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις με μακρόπνοο ορίζοντα πρέπει να γίνονται με προνοητική προσέγγιση για το μέλλον και για περιόδους με δυσκολίες στο μέλλον. Με ψυχραιμία, ορθολογισμό και πνεύμα συνεργασίας και όχι έξαλλες τοποθετήσεις, ακραίες προσεγγίσεις και ενίοτε πολιτικά κίνητρα. 

Συνεπώς, αυτό που σήμερα συζητείται αφορά εργαζόμενους με -κυρίως- καλούς μισθούς, μόνιμη εργασία και τις καλύτερες συνθήκες από πλευράς ωραρίου, όρων εργοδότησης και επιπλέον ωφελημάτων (πχ Ταμεία Υγείας, Προνοίας ή Ασφάλειες Ζωής, χρήση υπηρεσιακού οχήματος κ.α.). Δε συζητείται θέσπιση ενιαίας φόρμουλας για το σύνολο των εργαζομένων με συγκεκριμένη μισθολογική βάση και συνυπολογισμού προοπτικής ανέλιξης αναλόγως προσόντων, θέσης και φύσης εργασίας. Για όλους αυτούς τους λόγους σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα αρνητικό, όπως εξελίσσεται, οικονομικό περιβάλλον η πλέον ορθή απόφαση θα ήταν ο άμεσος τερματισμός του υφιστάμενου διαλόγου για την ΑΤΑ και η συζήτηση πρώτα για ένα ορθό, ενιαίο, εθνικό πλαίσιο μισθοδοσίας και απολαβών για τους εργαζόμενους κι έπειτα η συμφωνία επί ειδικών μερών του γενικού πλαισίου όπως είναι η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή. 
 

Ανδρέας Κωστουρής