Ράβε-Ξήλωνε

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, εκατοστής εβδομηκοστής έβδομης επιστολής, το ανάγνωσμα…

ΓΡΑΦΕΙ Η
ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*

Ήτανε μια φορά μάτια μου και έναν καιρό, ένας ράφτης… 

Σπουδαίος. Διάσημος. Κανένας δεν τον είχε δει από κοντά. Όλοι όμως τον θαύμαζαν και θα ήθελαν να ραφτούν κοντά του. Ο ράφτης μας έραβε βλέπετε κοστούμια για υποψήφιους σπουδαίους. Υποψήφιους που είχαν όραμα εμπνευσμένο για τον τόπο και τον κόσμο. Έραβε κοστούμια καταπληκτικά, τα φορούσαν όλοι εκείνοι που είτε ήταν είτε ήθελαν να είναι ηγέτες και με το που τα φορούσαν άλλαζε άρδην ο τρόπος που τους έβλεπε ο κόσμος γύρω τους. Άλλαζε με άλλα λόγια το προφίλ τους. Τους έφτιαχνε με το κοστούμι μια εικόνα όπως ακριβώς την ήθελαν. Τους έκανε ξεχωριστούς, και όλοι πια έτσι τους έβλεπαν. 

Μέχρι που την πάτησε και εκείνος και ο τελευταίος που φόρεσε δική του φορεσιά.

Έραψε μια φορεσιά για έναν σπουδαίο Βασιλιά (Αυτοκράτορα για την ακρίβεια) και εκείνος κορδωτός κορδωτός παρέλαυνε στους δρόμους του βασιλείου του, μέχρι που ένα παιδί φώναξε την αλήθεια. Είπε πως ο Βασιλιάς στην πραγματικότητα ήταν γυμνός. Υποχρεωτικά και όλοι οι υπόλοιποι το φώναξαν και εκείνοι. Βλέπετε το ήξεραν μεν,  δεν είχαν το θάρρος δε,  να το φωνάξουν δυνατά αφού όλο και κάτι περίμεναν από τον γυμνό Βασιλιά, ο οποίος, μεταξύ μας,  χωρίς το κοστούμι δεν έλεγε και κάτι. Ή μάλλον τα έλεγε όλα. (Τα καινούρια ρούχα του Αυτοκράτορα- Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν)

Ο ράφτης ο σπουδαίος και τρανός εννοείται πως αποσύρθηκε από τη δράση. Βγήκε καταντροπιασμένος σε πρόωρη σύνταξη και αρνήθηκε να ξαναράψει ψεύτικο κοστούμι που δεν κατόρθωνε να κρύβει την γύμνια του όποιου Βασιλιά. Φυσικά επειδή το ράψιμο ήταν όλη του η ζωή δεν τα παράτησε. Έραβε και ξήλωνε. Ξήλωνε και έραβε. Μέρα και νύχτα. Νύχτα και μέρα. Μήνες και χρόνια. Χρόνια και μήνες. Για να φτιάξει ένα κοστούμι που θα μπορούσε να φορεθεί μόνο από τον/την κατάλληλο/λη. Κάποιον που να του ερχόταν γάντι. Ένα κοστούμι για εκείνον που θα άξιζε να το φορέσει και όταν θα το φορούσε δεν θα υπήρχε πρόβλημα αν γυμνωνόταν, αφού και γυμνός θα ήταν φανερό πως το κοστούμι και του άξιζε και του ταίριαζε και ήταν ραμμένο ειδικά για εκείνον ο οποίος ήταν σαφέστατα αληθινός, ειδικά γυμνός. 

Δύσκολη δουλειά; Εξαιρετικά! Ήταν όμως ο ράφτης μας που έραβε και ξήλωνε, αληθινά ταλαντούχος και είχε και ένα όραμα. Να τον αλλάξει τον κόσμο. Να τον κάνει πιο αληθινό. Πιο δίκαιο. Πιο δημοκρατικό. Πιο όμορφο. Ουτοπικό; Ίσως. Αλλά είχε ο ράφτης μας εμμονή με την αλλαγή. Ήταν εκτός από αθεράπευτος οραματιστής και ευαίσθητος, καλόκαρδος, αδέκαστος και με άλλα πολλά σπουδαία και σπάνια χαρακτηριστικά. Δεν μπορούσε να αντέξει την αδικία, τη δυστυχία, τον πόλεμο, τη φτώχια, την καταστροφή, τη διαφθορά, το ψέμα. Έραβε και ξήλωνε λοιπόν ξανά και ξανά. Ήθελε να φτάσει στο τέλειο αποτέλεσμα. Ήταν βέβαιος πως σε όποιον ταίριαζε το κοστούμι θα ήταν ο κατάλληλος για να φέρει την αλλαγή. 

Μπέρδεψα τα παραμύθια; Σκόπιμο. Ναι, ήθελα και λίγο από το γοβάκι της Σταχτοπούτας, που όσο και να στριμώχτηκαν πόδια πολλά διεκδικώντας το, μόνο στην κατάλληλη έκανε και ταίριαζε γάντι.

Κάποια στιγμή τελείωσε και το κοστούμι. Το έφτιαξε όπως ακριβώς το ήθελε. Κομμένο ραμμένο στα μέτρα ενός οραματιστή, ενός αδέκαστου, αδιάφθορου θιασώτη της δικαιοσύνης. Ενός ατόμου με αγάπη βαθιά για τον τόπο και τον άνθρωπο που να βάζει αδιαπραγμάτευτα το εμείς πάνω από το εγώ. Κάποιου που να νοιάζεται αυθεντικά για τον διπλανό του, τον ευάλωτο, τον ασθενή, τον μετανάστη, τον ανάπηρο, τον λιγότερο χαρισματικό, τον εγκληματία, τον ταλαιπωρημένο, τον άδικο, τον σκληρό. Κάποιου που θα μπορούσε να βγάζει στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό του καθενός. Κάποιου με ειλικρίνεια και αντοχές που να αντέχει σε βαρίδια και πιέσεις. Που να μην χρωστά σε κανένα τίποτα. Κάποιου που να είναι έτοιμος να χάσει παταγωδώς αντί να κάνει εκπτώσεις στο όραμά του. Κάποιου ανύπαρκτου θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά ο ράφτης μας πίστευε στα χαμένα θαύματα -ακριβώς όπως και εγώ- και κρατούσε τη δάδα της ελπίδας ψηλά στα σκοτάδια που κάλυπταν τον κόσμο.

Και πήρε σβάρνα πολιτείες και χωριά με το κοστούμι υπό μάλης. Κτυπούσε πόρτες μεγάλες και μικρές. Ζητούσε με ευγένεια να δοκιμαστεί το κοστούμι. Σε όλους έπεφτε μεγάλο. Έπλεαν τα ανθρώπινα κορμιά μέσα στο κοστούμι που είχε ράψει. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος στο μέγεθος, το μπόι των ανθρώπων ήταν που είχε μικρύνει απελπιστικά. Φούσκωναν, κόρδωναν, αλλά δεν μπορούσαν να ξεγελάσουν το κοστούμι. Του είπαν να το στενέψει, να το κοντύνει, να το ξηλώσει και να το ράψει ξανά. Η άρνηση του ράφτη τους κατακεραύνωνε. Δεν δέχτηκε για κανένα λόγο να κάνει καμία έκπτωση. 

Έμειναν κάποιοι που το πάλευαν να χωρέσουν στο κοστούμι. Κάποιοι ήταν πιο κοντά, κάποιοι άλλοι όμως με τίποτα δεν είχαν ελπίδα να τα καταφέρουν. Ο ράφτης εκεί. Επίμονος. Τους είπε: «Θα σας παρακολουθώ. Μόλις μπορέσετε να γεμίσετε το κοστούμι, εγώ είμαι εδώ, θα σας το παραχωρήσω και θα είναι το κοστούμι του νικητή. Εκείνου που θα μπορέσει να κάνει τη διαφορά και να αλλάξει τον κόσμο. Έστω, τον μικρόκοσμό μας. Έστω, να το παλέψει με πάθος, επιμονή και ειλικρίνεια. Και σας προειδοποιώ, δεν μπορεί ουδείς, με κανένα κόλπο, να ξεγελάσει το κοστούμι γιατί ράφτηκε με τις κλωστές των ονείρων, πλύθηκε με τα δάκρυα των πληγών, σιδερώθηκε με το πείσμα της αλλαγής.»

Και συνέχισαν οι υποψήφιοι κοστουμοφόροι να το παλεύουν. Κάποιοι με αλήθειες. Κάποιοι με ψέματα. Κάποιοι με οράματα. Κάποιοι με συμφέροντα…

Δεν ανησυχώ όμως. Να μην ανησυχείτε.  

Έχει γνώση ο ράφτης ο λαός. Κουράστηκε. Θα καταλάβει. Ξέρει πως οι ευκαιρίες λιγοστεύουν. Οριακά είναι τα πράγματα πια. Πρέπει ο τόπος και ο άνθρωπος να σωθεί. 

Υπογραφή

Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ.: Σε καμία περίπτωση μην θεωρήσετε πως το εν λόγω κείμενο αφορά στις επικείμενες προεδρικές εκλογές.

*Η Έλενα Περικλέους είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

η Έλενα Περικλέους