Σοβαρές πιέσεις στα οικονομικά του ΓεΣΥ

Tελώνης: «Η δομική αλλαγή στις προτιμήσεις/συμπεριφορά των χρηστών του ΓεΣΥ έχει ήδη θέσει υπό πίεση τα οικονομικά του»
  • Η Τρόικα ανησυχεί για τη διαχείριση των οικονομικών του νέου Σχεδίου
  • Το Υπουργείο Οικονομικών παρακολουθεί και ζητά επικαιροποίηση των στοιχείων

Γράφει Χρύσω Αντωνιάδου

Η Τρόικα παρεμβαίνει δυναμικά στα οικονομικά του Γενικού Σχεδίου Υγείας και από τον περασμένο Σεπτέμβριο εκφράζει τις ανησυχίες της για τη βιώσιμη εφαρμογή του και την αυτονόμηση των δημόσιων νοσηλευτηρίων, στέλλοντας σαφές μήνυμα ότι πρέπει να διασφαλίζεται η δημοσιονομική σταθερότητα και να μην επιβαρύνονται τα δημόσια οικονομικά σε βαθμό που δεν αντέχει η οικονομία. Οι ανησυχίες της αυξάνονται με την επικείμενη ολοκλήρωση του ΓεΣΥ τον  προσεχή Ιούνιο.

 

>>> ΟΛΗ Η ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ BRIEF ΜΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ <<< 

Πληροφορίες της Brief αναφέρουν ότι, εκτός από τις επίσημες εκθέσεις της, η Τρόικα διατυπώνει την άποψή της ότι «το ΓεΣΥ εάν αφεθεί χωρίς ενδελεχή έλεγχο δημιουργούνται κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά και τις δημοσιονομικές προοπτικές» και επικεντρώνει τους προβληματισμούς της σε ένα «πιθανό έλλειμμα των δημόσιων φορέων παροχής υγειονομικής περίθαλψης κατά τα πρώτα έτη του εθνικού συστήματος ασφάλισης υγείας». 

Η μεγαλύτερη ανησυχία αφορά την πλήρη εφαρμογή του ΓεΣΥ. Την 1η Ιουνίου 2020 ολοκληρώνεται πλήρως η εφαρμογή του Σχεδίου και 3 μήνες νωρίτερα , την 1η Μαρτίου 2020, αρχίζει η καταβολή των πλήρων εισφορών ως εξής: Μισθωτοί 2,65%, εργοδότες 2,90% και κράτος 4,70%. (Αυτοτελώς εργαζόμενοι 4%, συνταξιούχοι 1,70%, αξιωματούχοι 1,85%, και επί των άλλων εισοδημάτων τόκοι, ενοίκια κ.ά. εισφορές 1,85%).

Ο γνωστός οικονομολόγος και οικονομικός αναλυτής, Ιωάννης Τελώνης, εξηγεί πως «η αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού, δηλαδή πρώτα αυτονόμηση και ενδυνάμωση των κρατικών νοσηλευτηρίων και σε επόμενη φάση η εισαγωγή της καθολικής περίθαλψης έχει αποψιλώσει τον κρατικό τομέα από τα έμπειρα στελέχη, έχει δημιουργήσει μια κουλτούρα φυγής από το δημόσιο και έχει αφήσει τη σημαντική υλικοτεχνική υποδομή του κρατικού τομέα υποαπασχολούμενη». 

 

Υπό πίεση

«Επιπρόσθετα, σε σχέση με την υφιστάμενη πρωτοβάθμια πρόσβαση σε γιατρό της επιλογής του ασθενή που προσφέρεται μέσω ΓεΣΥ, οι χρήστες των κρατικών νοσηλευτηρίων αξιοποίησαν σε πρωτοφανή βαθμό αυτή τη “νέα ελευθερία” με αποτέλεσμα την έκρηξη της ζήτησης των υπηρεσιών των ιδιωτικών ιατρών σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της ζήτησης για τις υπηρεσίες των κρατικών νοσηλευτηρίων, εξ ου και η κάθετη μείωση ορισμένων ουρών  αναμονής στον δημόσιο τομέα. Η δομική αυτή αλλαγή στις προτιμήσεις/συμπεριφορά των χρηστών έχει ήδη θέσει υπό πίεση τα οικονομικά του ΓεΣΥ, αφού ο προϋπολογισμός βασίστηκε σε διαφορετικές παραδοχές και προϋποθέσεις», εξηγεί ο κ. Τελώνης. 

Όπως αναφέρει «η μεγάλη ανησυχία τώρα είναι στο αν επαναληφθεί η ίδια συμπεριφορά και για την τριτοβάθμια περίθαλψη, ο ιδιωτικός τομέας θα υπερφορτωθεί, ο κρατικός τομέας θα υποστεί καθίζηση λόγω ανεπαρκούς ζήτησης και ο προϋπολογισμός του ΓεΣΥ θα βρεθεί κάτω από τη διπλή πίεση των μεγαλύτερων από τις προβλέψεις του πληρωμών στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό θα δημιουργήσει παράλληλες αυξημένες δαπάνες στον δημόσιο τομέα, που προϋποθέτει η αυτονόμηση των κρατικών νοσηλευτηρίων, χωρίς όμως αυτά να έχουν τον αριθμό ασθενών που να δικαιολογεί όχι τις αυξημένες δαπάνες αλλά ακόμη και τις “κανονικές” δαπάνες των κρατικών νοσηλευτηρίων. Σε ένα τέτοιο σενάριο ίσως πλέον τεθεί και θέμα του μοντέλου διαχείρισης των κρατικών νοσηλευτηρίων αφού ο προϋπολογισμός του ΓεΣΥ δεν θα είναι βιώσιμος». 

>>> ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΣ - ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ BRIEF <<< 

Περισσότερες δαπάνες

Aυστηρή νότα σε σχέση με τις επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά από την εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Υγείας εκπέμπει και το Δημοσιονομικό Συμβούλιο το οποίο πιστεύει ότι «υπάρχει πιθανότητα οι δαπάνες να είναι περισσότερες από τα έσοδα και το ταμείο να είναι ελλειμματικό όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες».

Σημειώνεται ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός του ΓεΣΥ υπολογίζεται γύρω στα €40 εκ. τον μήνα.

Το Υπουργείο Οικονομικών πρώτο αμφισβήτησε και συνεχίζει να αμφισβητεί τους οικονομικούς σχεδιασμούς που έχουν γίνει για το ΓεΣΥ, όπως αυτοί καταγράφονται στην τελευταία αναλογιστική έκθεση του οίκου Mercer (με έτος επικαιροποίησης το 2013). Το Υπουργείο αμφισβητεί τα στοιχεία στα οποία βασίστηκαν οι υπολογισμοί καθώς αυτά αναφέρονται στα έτη 2003-2010  (Στατιστικές Υγείας της Στατιστικής Υπηρεσίας), 2011-2012 (Δείκτες Καταναλωτή), και 2009-2010 (Οικονομικά στατιστικά για την υγεία). 

Το επίκεντρο των ανησυχιών σχετίζεται με τη βιωσιμότητα του Σχεδίου. Ωστόσο υπάρχει και μια καθησυχαστική εκτίμηση, όπως καταγράφεται στην έκθεση Mercer, ότι «η εφαρμογή του Σχεδίου θα επιφέρει συνολικές εξοικονομήσεις στην οικονομία ύψους €292 εκατ. για την περίοδο 2016-2025».

Οι αναλογιστές στα πορίσματά τους, που, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, πρέπει να τύχουν και πάλι νέας επικαιροποίησης, επισημαίνουν πως, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η χρηματοδότηση του ΓεΣΥ μπορεί να επιτευχθεί με οριακή μόνο αύξηση των ποσοστών εισφοράς, σε σχέση με αυτά που καθορίστηκαν σε παλαιότερη νομοθεσία.