Τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια

ΓΡΑΦΕΙ Η 

ΗΒΗ ΛΑΜΠΡΟΥ

Ο Ιούλιος του ‘74 θα έπρεπε να έχει δημιουργήσει μια συλλογική απέχθεια στον αυταρχισμό και στα φασιστοειδή όντα αλλά και στα μεγάλα λόγια. Θα έπρεπε να είχε γίνει αφορμή να εδραιωθεί μια πατριωτική συνείδηση με βάση τη χώρα και όχι τις εθνοτικές ταυτότητες. Θα έπρεπε ο μακροχρόνιος να ήταν  για την ενοποίηση της πατρίδας και όχι την ένωση με μια άλλη χώρα, ή για την επανάληψη του «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι». 

48 χρόνια μετά, ακούω τη σειρήνα με ανακούφιση και λέω ουφ, ευτυχώς υπάρχουμε, στο γνωστό περιβάλλον. 48 χρόνια μετά το «ας όψονται οι αίτιοι» ακούγεται ακόμα ως η ύστατη κατάρα. Η φράση όμως συνεπάγεται την ύπαρξη  μιας έξωθεν δύναμης – που δεν φαίνεται (αν υπάρχει) να συγκινείται στον παρόντα χωροχρόνο, ώστε να δουν αυτοί που τα κάναν τον πόνο, την καταστροφή, την δυστυχία. Και αν θα δουν τι θα αλλάξει άραγε;

Η τιμωρία αυτών που οργάνωσαν, στελέχωσαν, προπαγάνδισαν την προδοσία δεν ήρθε ποτέ, όχι εξαιτίας του τεκμηρίου αθωότητας αλλά μιας διαστρεβλωμένης έννοιας συγχώρεσης. Τα πολιτικά αδικήματα, κατάλυσης της δημοκρατίας, εφαρμογής στρατιωτικού νόμου, δολοφονιών και μαζικών φυλακίσεων, οφείλουν πρώτα να περνούν μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες μιας δίκης. Η Δημοκρατία δεν δοκιμάζεται από την φυλάκιση των εχθρών της, δοκιμάζεται από την εξιλέωση και την ατιμωρησία τους. 

Η συγχώρεση είναι και η προϋπόθεση ενός διαλόγου και πραγματοποιείται και μέσω διαλόγου. Ο διάλογος δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται από το πουθενά - η συμμετοχή σε αυτόν δημιουργεί ένα κοινό παρελθόν και δημιουργεί ένα μέλλον. Επιπλέον, ο διάλογος απαιτεί τόσο την αμφισβήτηση του εαυτού όσο και τη φροντίδα για τον Άλλο. Έτσι, η συγχώρεση έχει να κάνει με την ηθική αποκατάσταση και την ανοικοδόμηση της ευπρέπειας, της εμπιστοσύνης και της ελπίδας. Αλλά για να γίνουν αυτά, πρέπει η δημοκρατία να ξέρει, να έχει θεσμούς δυνατούς, να μην εξαρτάται από σχέσεις δουλοπρέπειας απέναντι σε ισχυρούς.

48 χρόνια μετά, στο άκουσμα της σειρήνας, θυμάμαι τον ποιητή «Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα».