«Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ»

Προς διαχρονικά προβληματισμένους, διακοσιοστής επιστολής, το ανάγνωσμα…

ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΛΕΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Ζούσε κάποτε ένα Βασιλόπουλο. Όπως όλα τα Βασιλόπουλα είχε το παλάτι του, το άλογό του, τον πατέρα Βασιλιά και τη μητέρα Βασίλισσα. Σε όλη του τη ζωή, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ανυπομονούσε να μεγαλώσει. Για να κατακτήσει τον κόσμο. Για να γίνει Βασιλιάς στη θέση του Βασιλιά πατέρα του. Δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαινε αυτό αλλά το ήθελε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Μετρούσε τους κτύπους του ρολογιού. Μετρούσε τον χρόνο που κυλούσε σαν ποτάμι και περίμενε. Περίμενε να μεγαλώσει. 

Οι ώρες περνούσαν, μαζί με τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια. Κάθε χρονιά που περνούσε έμπαινε στο μπαούλο των αναμνήσεών του. Συγυρισμένη. Τακτοποιημένη. Οργανωμένη. Στη βιασύνη του να ζήσει προσπερνούσε τα μικρά. Έβλεπε μόνο όλα τα μεγάλα. Έβαζε στο μπαούλο των αναμνήσεων του τις μεγάλες του νίκες. Τις μεγάλες πανηγυρικές εκδηλώσεις στο παλάτι. Τα μακρινά ταξίδια. Τις μεγάλες του επιτυχίες. Τις τεράστιες αγωνίες του για το μέλλον του κόσμου και του βασιλείου του.
Και τα χρόνια περνούσαν. Του έλεγε ο Βασιλιάς πατέρας του να μην τρέχει, να μην βιάζεται. Όλα στην ώρα τους του έλεγε. Του ψιθύριζε η Βασίλισσα μητέρα του πως το ποτάμι του χρόνου δεν γυρνούσε πίσω, πως τα μικρά καμιά φορά είναι πιο μεγάλα από τα μεγάλα. Μα εκείνος κάλπαζε πιο γρήγορα και από τον άνεμο. Και τα μικρά όταν τρέχεις δεν φαίνονται. Γίνονται μικρότερα. Όλο και πιο μικρά. Μέχρι που είναι πια αόρατα.

>>>>Διαβάστε επίσης: «Ο βομβιστής κτυπά τα Χριστούγεννα»<<<<

Και το ποτάμι του χρόνου συνέχιζε να τρέχει. Και εκείνος μεγάλωνε. Ο Βασιλιάς πατέρας του κάθε χρόνο που περνούσε μίκραινε. Η Βασίλισσα μητέρα του μίκραινε μαζί του. Σιγά σιγά τους έχασε από το βλέμμα του. Τους προσπερνούσε χωρίς να τους κοιτάζει. Κοίταζε τα μεγάλα και τα σημαντικά. Έγινε Βασιλιάς στη θέση του Βασιλιά. Ο πατέρας και η μητέρα του, χωρίς τον βασιλικό τίτλο, εξαφανίστηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο του παλατιού. Ξεχασμένοι από όλους. Αναπολούσαν τα παλιά. Άνοιξαν το μπαούλο των αναμνήσεών του. Είδαν πως όλα τα μεγάλα είχαν χαθεί. Ίσως γιατί δεν χωρούσαν στο μικρό μπαούλο.

Ίσως γιατί τα μεγάλα δεν κρατάνε για πάντα. Ίσως γιατί εξαφανίζονται μόλις περάσει η στιγμή τους. 
Τι απέμεινε στο μπαούλο; Καλή ερώτηση. Κάποιες μικρές, σχεδόν ασήμαντες στιγμές. Κάποιες καλές κάποιες κακές.
Εκείνη η φορά που περπάτησαν στις φτωχογειτονιές του Βασιλείου και είδαν την άλλη όψη του βασιλείου τους.

>>>>Διαβάστε επίσης: «Για λόγους δημοσίου συμφέροντος»<<<<

Το ηλιοβασίλεμα που μοιράστηκαν με το βασιλόπουλο πριν ξεκινήσει να τρέχει για να μεγαλώσει. Η πρώτη του μέρα στο σχολείο, τα πρώτα του Χριστούγεννα, τα πρώτα του λόγια, τα πρώτα του βήματα, η πρώτη του βόλτα με το άλογο, εκείνο το βράδυ που δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ήθελε το ένα παραμύθι μετά το άλλο, όταν δοκίμασε να κυνηγήσει και είπε πως δεν μπορούσε να σκοτώσει το περήφανο ελάφι.

Την πρώτη φορά που τους προσπέρασε βιαστικός για να πάει στο συμβούλιο του παλατιού. Την πρώτη φορά που κοίταξε τον Βασιλιά πατέρα απαξιωτικά γιατί είχε λέει ξεμωραθεί και τη μητέρα Βασίλισσα με οίκτο γιατί είχε γεράσει και είχε χάσει την πρότερή της λάμψη…
Τρόμαξαν όταν είδαν πόσο λίγα είχαν απομείνει στο μπαούλο των αναμνήσεών τους.
Δοκίμασαν να μιλήσουν στο Βασιλόπουλο, αλλά εκείνο κάλπαζε ακάθεκτο στο αύριο αφήνοντας το σήμερα να τον προσπερνά χωρίς να το κοιτάζει καν. Το χτες το είχε ήδη ξεχάσει. Δεν άκουσε. Δεν ήταν έτοιμος ακόμη.

Πέρασαν και άλλα χρόνια. Το Βασιλόπουλο μεγάλωσε περισσότερο και εκείνοι μίκραναν τόσο που έγιναν αόρατοι. Ήταν έτοιμοι να φύγουν. Ξάπλωσαν στο διπλό βασιλικό κρεβάτι και τραγούδησαν το νανούρισμα με το οποίο τον κοίμιζαν το βράδυ όταν ήταν ακόμη τόσο μικρός που μπορούσαν να τον έχουν αγκαλιά.

Τους βρήκαν την επομένη κρύους και ακίνητους. Με το μπαούλο των αναμνήσεων τους ανοικτό. Γεμάτο με όλα τα μικρά που είχαν ζήσει. Τις μικρές αγάπες, τις μικρές στιγμές, τις μικρές όμορφες λέξεις, τα μικρά δώρα. Το μόνο μεγάλο που είχε απομείνει ήταν οι μεγάλες, οι σοφές οι σκέψεις.
Τικ τακ, τικ τα, τικ τακ κτυπούσε το ρολόι. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ, έγραφε και το σημείωμα που του είχαν αφήσει, Ζήσε τη στιγμή αγόρι μας αγαπημένο.

Έκλαψε πικρά. Είχε χάσει πολλά. Μικρά και εξαιρετικά σημαντικά. Μα το ποτάμι του χρόνου δεν γυρίζει πίσω.
Έκλεισε το περήφανο του άτι στον στάβλο και ξεκίνησε να περπατά τη ζωή με γυμνά πόδια και βηματισμό αργό. 

Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ.: Καλή Χρονιά
 

Έλενα Περικλέους