Ο «γρίφος» της αγοράς εργασίας εν μέσω της (επερχόμενης) ύφεσης

Μειωμένα σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις τα ποσοστά ανεργίας

Η παγκόσμια οικονομία αγκομαχεί και ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου έχουν ήδη προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και μία «αχτίδα ελπίδας», όπου οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν, τουλάχιστον, να αποφύγουν την απόλυση σε περίπτωση ύφεσης.

Περίπου τρία χρόνια μετά από την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού, οι επιχειρήσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου αντιμετωπίζουν ελλείψεις ικανού προσωπικού. Ανησυχούν για το πρόβλημα που προκαλεί όχι μόνο η πανδημία, αλλά και η επερχόμενη κρίση. Παράλληλα, η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των εργαζομένων και η μείωση των μεταναστευτικών ροών έχει περιορίσει τις επιλογές των εργοδοτών. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως παρά τη μειωμένη ζήτηση όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες αρκετές εταιρείες αναζητούν νέο προσωπικό το οποίο θα χρειαστούν όταν η οικονομία ανακάμψει. 

Αρκετές εταιρείες με «βαριά» ονόματα όπως Amazon, Twitter και Goldman Sachs προχώρησαν, πρόσφατα, σε μαζικές απολύσεις αλλά θα αποτελέσουν την εξαίρεση στον κανόνα.

Οι εκτιμήσεις του Bloomberg Economics

Το Bloomberg Economics υπολογίζει πως οι άνεργοι θα αυξηθουν κατά 3,3 εκατομμύρια στις ανεπτυγμένες οικονομίες μέχρι το 2024, περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι περισσότερες εξ αυτών θα περνούν ύφεση. Αν και οι χαμένες θέσεις εργασίας αυτές είναι πολλές, αποτελούν πολύ καλύτερο -στατιστικά- αριθμό από το αντίστοιχο των 5,1 εκατομμυρίων της κρίσης του 2001 αλλά και σε σχέση με τις παγκόσμιες κρίσεις του 2008 και του 2020.

Παράλληλα, το σημείο εκκίνησης του ποσοστού της ανεργίας θεωρείται ιστορικά ισχυρό. Η ανεργία στις μεγαλύτερες, ανεπτυγμένες οικονομίες κυμάνθηκε στο 4,4% κατά μέσο όρο τον Σεπτέμβριο, στο χαμηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του ‘80, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ.

Ο CEO της ManpowerGroup Inc, Τζόνας Πράιζινγκ αναμένει πως πολλές εταιρείες θα προσπαθήσουν να κρατήσουν τον αριθμό των εργαζομένων τους σταθερό παρά την αναμενόμενη ύφεση: «Θα απορροφήσουν τις απώλειες της ζήτησης των αγαθών και των υπηρεσιών τους αλλά θα κρατήσουν τους εργαζομένους τους. Δε θα προχωρήσουν σε νέες προσλήψεις αλλά αναμένω πως τα μισθολογικά στοιχεία θα παραμείνουν σε καλό σημείο».

Στις ΗΠΑ, τουλάχιστον, αυτό φαίνεται να είναι το αφήγημα που μελετούν τα στελέχη της FOMC, τα οποία προσπαθούν να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουν ύφεση. 

«Τα εργασιακά δεδομένα μας υποδεικνύουν πως οι εταιρείες δε θα προχωρήσουν σε απολύσεις παρά την ύφεση, αφού τα τελευταία χρόνια η πρόσληψη ικανών εργαζομένων αποδείχθηκε πολύ δύσκολη», τόνισε η πρόεδρος της Fed του Cleveland, Λορέτα Μέστερ, προσθέτοντας πως «αυτό αποτελεί καλό στοιχείο, αφού θα περιορίσει την αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της υφεσιακής περιόδου».

To Βloomberg Economics εκτιμά πως τα επικαιροποιημένα στοιχεία της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ θα υποδείξουν αύξηση του αριθμού των εργαζομένων κατά 200.000 άτομα μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.

Όσο για τη Βρετανία η οποία ήδη περιδινίζεται σε καθεστώς ύφεσης, πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι αναμένεται να χάσουν τη θέση τους, αν και αυτό θα αυξήσει το ποσοστό ανεργίας μόλις στο 4,9%. Σημειωτέον πως πολλές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της φιλοξενίας και της λιανικής στη χώρα αντιμετωπίζουν αυξημένες ελλείψεις σε προσωπικό.

«Γνωρίζουμε πως όλες οι επιχειρήσεις έχουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού», τόνισε η Σάρον Ουάιτ, πρόεδρος της John Lewis Partnership, προσθέτοντας πως «πιστεύω πως κύριο μέλημά μας θα πρέπει να είναι η προσέλκυση νέων εργαζομένων στην αγορά».

Όσο για την Ευρωζώνη, η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Παρά την αναμενόμενη ύφεση, οι αναλυτές εκτιμούν πως η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι και το τέλος του 2024, παρά την προσωρινή αύξηση που θα καταγράψει κατά τη διάρκεια του 2023. Οι ρυθμιστές υπογραμμίζουν πως οι λόγοι μείωσης αυτοί οφείλονται κυρίως στα προγράμματα στήριξης των κυβερνήσεων αλλά και στην αύξηση του μέσου ηλικιακού όρου των εργαζομένων. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή νομοθεσία ενδέχεται να περιορίσει τα μαζικά κύματα απόλυσης εργαζομένων.

Από την πλευρά της η Αυστραλία, δεδομένης της οικονομικής ζημιάς που προκάλεσε η πανδημία, τώρα πια στρέφεται στις μεταναστευτικές ροές για ενίσχυση του εργατικού της δυναμικού. Παράλληλα, σύμφωνα με τον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας της Νέας Ζηλανδίας, Άντριαν Ορ, η κατάσταση στη χώρα «είναι εξαιρετικά ανταγωνιστική. Η αγορά εργασίας είναι πολύ μεταβλητή».

Οι επιπτώσεις της πανδημίας

Η πανδημία κόστισε τη ζωή έξι εκατομμυρίων ανθρώπων και έχει αφήσει εκατομμύρια περισσότερους να υποφέρουν με «long Covid» και άλλα μακροχρόνια προβλήματα υγείας τα οποία τους δυσκολεύουν στο να εργαστούν. Πολλοί εξ αυτών αναγκάστηκαν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα για να φροντίσουν τις οικογένειές τους ή να «επιστρέψουν στα θρανία» σε προσπάθεια επανεκπαίδευσης. Η μείωση του εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιδεινώθηκε λόγω της συνταξιοδότησης μεγάλου μέρους της γενιάς των baby boomers.

Χωρίς την ενίσχυση των μεταναστευτικών ροών, η πληθυσμιακή κρίση αυτή θα οδηγήσει τα ποσοστά του εργατικού δυναμικού σε μακροπρόθεσμη δραματική μείωση, ιδιαίτερα σε χώρες όπως ΗΠΑ, Καναδάς, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Αυστραλία, Ιαπωνία και Κίνα, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες των Glassdoor και Indeed. Αρκετές κυβερνήσεις τώρα πια αναγκάζονται να αλλάξουν το πολλές φορές ξενοφοβικό τους αφήγημα.

Ο αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο φιλοξενίας των ΗΠΑ έχει μειωθεί κατά 1 εκατομμύριο άτομα σε σχέση με τα προ-πανδημικά επίπεδα. Παράλληλη είναι και η μείωση των εργαζομένων στην εστίαση. Γι αυτόν το λόγο, αναλυτές όπως η Μπέτσι Στίβενσον του University of Michigan εκτιμούν πως οι απολύσεις στους τομείς αυτούς δε θα αποδειχθούν τόσο μαζικές όσο κατά τη διάρκεια προηγουμένων κρίσεων.

Όσο για τους εργαζόμενους γραφείου, όμως, τα πράγματα ενδέχεται να είναι δυσκολότερα. O Έλον Μασκ έχει προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις στην Twitter. Τόσο η Μeta όσο και η Amazon σχεδιάζουν απολύσεις 11.000 εργαζομένων έκαστη, ενώ η HP θα απολύσει 6.000 άτομα το 2023.

Στον τραπεζικό τομέα, η Goldman Sachs προχωρά στο μεγαλύτερο γύρο απολύσεων από την αρχή της πανδημίας, εκατοντάδων θέσεων. Η Citigroup έχει ήδη προχωρήσει σε απολύσεις δεκάδων εργαζομένων ενώ η Barclays έχει απώτερο στόχο τη μείωση του εργατικού της δυναμικού κατά 200 θέσεις.

Η κατάσταση αυτή, όμως, δε συγκρίνεται με τα υπέρογκα ποσοστά απολύσεων κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Ο τομέας της τεχνολογίας αποτελεί μόλις το 2% του συνολικού τομέα απασχόλησης στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το ADP Research Institute.

Επιπροσθέτως, πολλοί από τους εργαζομένους αυτούς ενδέχεται να προσληφθούν από άλλες, μικρότερες εταιρείες τεχνολογίας, σύμφωνα με τον CEO της LaSalle Network, Τομ Γκίμπελ. 

Πολλοί είναι και οι εργαζόμενοι οι οποίοι ψάχνουν για καλύτερες ευκαιρίες σε ό,τι αφορά την εργασία. Ένας στους πέντε Αμερικανούς εργαζομένους με ηλικία μεταξύ 25 και 54 ετών ψάχνει για νέα δουλειά, σύμφωνα με την Morning Consult, ενώ ο CEO της LinkedIn, Ράιαν Ροσλάνσκι, τόνισε πως «υπάρχει σημαντική ανακατάταξη σε ό,τι αφορά το εργατικό δυναμικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλές εταιρείες ψάχνουν νέους εργαζομένους και πολλοί εργαζόμενοι ψάχνουν νέες θέσεις εργασίας».

O ρόλος του πληθωρισμού

Αν και τα στελέχη της Fed φαίνεται πως δε θα συνεχίσουν την επιθετική αύξηση των επιτοκίων τους, τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει την άκρατη αύξησή του, κάτι που θεωρείται πιθανό λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας και της απαίτησης των εργαζομένων για αύξηση των μισθών τους προς αντιστάθμιση του υπέρογκου κόστους διαβίωσης. Οι επιτοκιακές αυξήσεις θα οδηγήσουν πολλές οικονομίες στην ύφεση και ορισμένες επιχειρήσεις θα στραφούν στις απολύσεις εάν υπάρξει ανισορροπία στους ισολογισμούς τους.

Το «μεγάλο άνοιγμα της οικονομίας», όμως, συνεχίζει και μειώνει τα ποσοστά ανεργίας, σύμφωνα με τον Φρέντερικ Νόιμαν, αναλυτή της HSBC Holdings, ο οποίος τόνισε πως «οι εργοδότες οι οποίοι δεν έβρισκαν εργατικό δυναμικό πέρυσι δε θα θελήσουν να προχωρήσουν σε απολύσεις, φοβούμενοι για νέες ελλείψεις στην αγορά εργασίας όταν υπάρξει ανάκαμψη της οικονομίας. Η αγορά αυτή καθαυτή θα αποδειχθεί πολύ πιο σταθερή σε σχέση με το παρελθόν, περιορίζοντας και τη δυνατότητα των κινήσεων των κεντρικών τραπεζών μέσω χρήσης της ανεργίας ως εργαλείο για την επιθετικότερη αντιμετώπιση του πληθωρισμού ».

Πηγή: Bloomberg