Opinion: Όταν τα καμένα αυτοκίνητα αναστέλλουν φορολογίες

Το μεγαλύτερη ζήτημα είναι η εξαιρετικά αργή προσαρμογή της Γαλλίας στις νέες οικονομικές πραγματικότητες

Η κυβέρνηση Μακρόν προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, μετά προσπάθησε να μιλήσει σκληρά και τώρα προσπαθεί με ένα κλάδο ελαίας. Την Τρίτη,  η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε αναστολή των προγραμματισμένων αυξήσεων στη φορολογία των καυσίμων, που προκάλεσαν εβδομάδες διαμαρτυριών από το άμορφο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Όμως οι αυξανόμενα βίαιες διαδηλώσεις ήδη κόστισαν πολιτικό κεφάλαιο στον Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και έκαναν κακό στην οικονομία. Και είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι τελείωσαν. Οι μελλοντικές του μεταρρυθμίσεις κινδυνεύουν. 

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Μακρόν και ο Πρωθυπουργός Edouard Philippe αποδείχθηκαν καλύτεροι στο να διαχειρίζονται οργανωμένες διαφωνίες, όπως αυτές των συντεχνιών που διαφωνούν με οικονομικές μεταρρυθμίσεις, παρά με τον θυμό χιλιάδων, μπουχτισμένων ανθρώπων. 

Οι πρώτες μεταρρυθμίσεις του Μακρόν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά, χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο στον δρόμο. Όμως ο θυμός σε επίπεδο grassroots για το αυξανόμενο κόστος ζωής –ένας συνδυασμός από φόρους, τιμές αγαθών και προσωρινές προσαρμογές στον προϋπολογισμό- φαίνεται να έπιασαν αδιάβαστους τόσο το Ελιζέ όσο και τη Βουλή. 

Το αποτέλεσμα είναι τώρα ένας συμβιβασμός που το πιο πιθανόν είναι πως δεν θα ικανοποιήσει κανέναν, ακόμα κι αν μειώσει το επίπεδο της βίας, μετά από ένα Σαββατοκύριακο με σπασμένες βιτρίνες και καμένα αυτοκίνητα στο Παρίσι. Οι προγραμματισμένες αυξήσεις στους φόρους του πετρελαίου και της βενζίνης θα παγώσουν για έξι μήνες, γράφει η Les Echos. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ελπίζει πως η πρόσφατη πτώση στην τιμή του πετρελαίου θα μετριάσει το πρόβλημα.  

Αυτή η υπαναχώρηση από την πράσινη πολιτική ήρθε πολύ αργά για να αποτρέψει την οικονομική ζημιά, τις συλλήψεις και τους τραυματισμούς. Κι είναι πολύ μικρή για να αντιπροσωπεύσει μια διαρκή πολιτική ειρήνη. Το μεγαλύτερη ζήτημα εδώ είναι η εξαιρετικά αργή προσαρμογή της Γαλλίας στις νέες οικονομικές πραγματικότητες, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους πολίτες. Υπάρχει καθαρά μια λαϊκή υποστήριξη στην αλλαγή –ο Μακρόν δεν έλαβε απλώς προεδρική εντολή αλλά και την πλειοψηφία στη Βουλή-  όμως αυτό δεν είναι και πολύ εύκολο στην πράξη. 

Η Γαλλία έχει το υψηλότερο επίπεδο κυβερνητικών δαπανών και τη δεύτερη πιο υψηλή φορολογία στον OECD, σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της. Το έλλειμμά της είναι ελάχιστα μακριά από το όριο του 3% που τίθεται για τα μέλη της Ευρωζώνης και το δημόσιο χρέος βρίσκεται σχεδόν στο 100% του ΑΕΠ. Εάν ο Μακρόν προέβαινε σε κάποιες παροχές θα κέρδιζε κάποια ειρήνη, όμως το κόστος θα ήταν τεράστιο τόσο για την αξιοπιστία του όσο και για τα δημόσια οικονομικά. 

Για τώρα ο Μακρόν θα την γλιτώσει από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και τους επενδυτές που κατέχουν γαλλικό χρέος. Το έλλειμμα αναμένεται να αυξηθεί του χρόνου, όμως οι περισσότερες από τις πιέσεις είναι προσωρινές και μπορεί να ξεθωριάσουν ενώ τίθενται σε εφαρμογή οι περικοπές φόρων. Είναι πιθανόν ότι, με την «εξαγορά» μερικών μηνών σχετικής ειρήνης, ο Μακρόν θα έχει  κάποιο περιθώριο για να επικεντρωθεί στις πιο μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις του, σύμφωνα με τον οικονομολόγο της Deutsche Bank AG Marc de Muizon. 

Η ανησυχία είναι πως, όταν ξεκινήσουν να «δαγκώνουν» οι μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις του χρόνου, μια αντίστοιχη κίνηση διαδηλωτών μπορεί να εμφανιστεί, που θα επιβραδύνει ή θα καταστρέψει την πρόοδο. Και υπάρχει, επίσης, ο προβληματισμός σε σχέση με την έλλειψη δημοτικότητας του Μακρόν, ένα επιχείρημα που κάποτε χρησιμοποιούσε εναντίον αυτών που αντιδρούσαν στη Γαλλία αλλά τελικά άρχισε να μετατρέπεται σε κατάρα.  Όπως και οι προκάτοχοί του, Νικολά Σαρκοζί και Φρανσουά Ολάντ, οι οποίοι υποσχέθηκαν να μεταρρυθμίσουν τη χώρα, υπάρχει το ρίσκο ο Μακρόν να είναι Πρόεδρος μίας θητείας. 

Lionel Laurent