Στο χαμηλότερο επίπεδο της διετίας το Χρηματιστήριο Αθηνών

Ο Γενικός Δείκτης κατρακύλησε την Τρίτη (20/11) κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των 600 μονάδων

Κάτω από τις 600 μονάδες, με χαμηλό διετίας ο γενικός δείκτης, νέο ιστορικό χαμηλό για τον τραπεζικό δείκτη και ιστορικά χαμηλά για τις κεφαλαιοποιήσεις δύο εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, συνέθεσαν την εικόνα της συνεδρίασης της Τρίτης (20/11) στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο παραμένει στο έλεος των πωλητών και μετράει καθημερινά επιπλέον «χασούρα». 

Οι τελευταίοι των αισιόδοξων δείχνουν να έχουν παραδώσει τα όπλα όσον αφορά τη βραχυπρόθεσμη τουλάχιστον πορεία της εγχώριας αγοράς, τονίζοντας απλώς πως η χαμηλή αξιοπιστία του Χ.Α. συνάδει με το μη ελκυστικό αφήγημα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα γκρίζα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί στο ευρωπαϊκό αλλά και το διεθνές περιβάλλον, επιβαρύνουν καθημερινά την επενδυτική ψυχολογία. 

Εκπρόσωποι της χρηματιστηριακής κοινότητας σημείωναν με νόημα την Τρίτη, σύμφωνα με την naftemporiki.gr, πως στην Ελλάδα παραμένει η αναντιστοιχία μεταξύ των προσδοκιών των αγορών και του ελληνικού πολιτικού συστήματος, με το ελληνικό πολιτικό σύστημα να κάνει κινήσεις για τις επερχόμενες εκλογές και τις αγορές να περιμένουν υλοποίηση των δεσμεύσεων, όσον αφορά αποκρατικοποιήσεις, «κόκκινα» δάνεια και πλεονάσματα.  
 
Μετά και το χθεσινό κλείσιμο, μόνο η Αlpha Bank είναι εισηγμένη τράπεζα με κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερη του ενός δισ. ευρώ και βρίσκεται στην 7η θέση της συνολικής κατάταξης. Πιο χαμηλά, στις θέσεις 12 και 13 είναι η Εurobank και η Εθνική Τράπεζα ΕΤΕ με κεφαλαιοποίηση 977,1 και 916 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Προφανής εξέλιξη το νέο ιστορικό χαμηλό του τραπεζικού δείκτη, που χθες διαμορφώθηκε στις 409,08 μονάδες με πτώση 6,34%. 

Από τον Νοέμβριο του 2016 είχε να βρεθεί κάτω από τις 600 μονάδες ο γενικός δείκτης, ο οποίος χθες τερμάτισε στις 593,05 μονάδες με πτώση 3,91% και με χαμηλό ημέρας τις 582,7 μονάδες. Στη διάρκεια του πτωτικού πενθημέρου, το Χ.Α. απώλεσε κεφάλαια ύψους 3,3 δισ. ευρώ, ενώ οι δείκτες υγείας και εναλλακτικής αγοράς είναι οι μόνοι που διατηρούν θετικό πρόσημο. 
 
Από τις αρχές του έτους o γενικός δείκτης καταγράφει απώλειες σε ποσοστό 26,09%, ενώ από τις αρχές Νοεμβρίου υποχωρεί κατά 7,36%. Κατά τις τελευταίες πέντε πτωτικές συνεδριάσεις ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης καταγράφει απώλειες 7,91%. 
 
Ο τραπεζικός δείκτης σημειώνει μεγάλες απώλειες σε ποσοστό 53,31% από τις αρχές του 2018, ενώ καταγράφει απώλειες 21,51% στις τελευταίες πέντε συνεδριάσεις. 
 
Η κεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών συρρικνώθηκε στα 3,96 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς έχει μειωθεί κατά 10,959 δισ. ευρώ από τις αρχές του 2018.

Ρευστοποιήσεις
Αναπόφευκτα, η στάση της επενδυτικής κοινότητας είναι σε δύο κατευθύνσεις ως προς το Χ.Α.: της αποφυγής της συμμετοχής του σε αυτό στην παρούσα φάση ή της μείωσης της έκθεσης με ρευστοποιήσεις είτε υποχρεωτικού χαρακτήρα είτε προληπτικού για όσους πιθανολογούν περαιτέρω χειροτέρευση με τις θέσεις short να συνεχίζονται. 

Οι επισημάνσεις αυτές δεν έχουν ασφαλώς διαφύγει από την ΤτΕ που συνιστά την εποπτική αρχή του τραπεζικού συστήματος και είναι ο φορέας που μπορεί να επεξεργαστεί ένα σχέδιο που να συμβάλει στην αλλαγή των αρνητικών προσδοκιών που υπάρχουν για τις τράπεζες. 
 
Έτσι, αύριο Πέμπτη (22/11) θα δημοσιοποιηθεί το σχέδιο για το όχημα ειδικού σκοπού που θα υποδεχθεί τα μισά περίπου από τα “κόκκινα” δάνεια, ώστε να καταστεί δυνατή η επανεκκίνηση κλίματος εμπιστοσύνης για τον τραπεζικό κλάδο. Θα χρειαστεί να υπάρξει πειστική πρόταση για τον τρόπο άντλησης των κεφαλαίων (αναβαλλόμενος φόρος, ιδιωτικά κεφάλαια, κρατική βοήθεια) που θα χρηματοδοτήσουν την εξαγορά των NPEs ώστε να δρομολογηθεί η τιτλοποίησή τους, αλλά και σαφείς ενδείξεις ότι οι ευρωπαϊκές αρχές συνομολογούν με το σχέδιο. 
 
Είναι πάντως σαφές ότι επιτέλους η ΤτΕ κινείται στην κατεύθυνση μιας σοβαρής προσπάθειας που μπορεί να αποτελέσει την τελική λύση για τον πολύπαθο τραπεζικό κλάδο, ο οποίος εναλλακτικά θα βρεθεί προ επιλογών που δύσκολα δεν θα περιλαμβάνουν μια νέα συρρίκνωση του αριθμού των τραπεζών, στο πλαίσιο επιδίωξης μιας δραστικής μείωσης του λειτουργικού κόστους. 

«Με τα δεδομένα, η γνωστή κίνηση του γενικού δείκτη ανάμεσα στις 610-650 μονάδες τείνει μάλλον να ολοκληρωθεί, με τις προσδοκίες αύξησης των ημερήσιων συναλλαγών για να εκπορθηθεί το όριο των 650 μονάδων να μετατίθενται για το απώτερο μέλλον. Στην παρούσα φάση, η περιοχή των 600-610 μονάδων που διέγειρε τα αγοραστικά αντανακλαστικά με επιλεκτικές τοποθετήσεις δεικτοβαρών τίτλων, εκτός σοβαρού απροόπτου, σύντομα θα παραβιαστεί, με το όριο των 580 μονάδων να αποτελεί το επόμενο όριο στήριξης σύμφωνα με την τεχνική ανάλυση», σχολιάζει ο υπεύθυνος συναλλαγών της Κύκλος Αχεπευ Δημήτρης Τζάνας. 

Συνεχές σφυροκόπημα από τους διεθνείς οίκους
«Ανιαρό» χαρακτηρίζει η Deutsche Bank το τρίτο τρίμηνο για τις ελληνικές τράπεζες, σε χθεσινή της έκθεση, εστιάζοντας στα οικονομικά αποτελέσματα και όχι στη δραματική πορεία των μετοχών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, το συγκεκριμένο διάστημα υπήρξαν πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους, αλλά και περαιτέρω βήματα στη μείωση των «κόκκινων» δανείων. 
 
Συνολικά εκτιμά ότι τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών θα ήταν μειωμένα κατά 3,5% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο, με την Alpha Bank ΑΛΦΑ να βλέπει τη μεγαλύτερη πτώση (6,9% σε τριμηνιαία βάση) στα 428 εκατ. ευρώ. 

Για τις άλλες τρεις συστημικές τράπεζες η τριμηνιαία πτώση θα είναι από 1,5% έως 2,4%. Στην περίπτωση της Eurobank θα μειωθούν μόλις κατά 1,5%, στα 351 εκατ. ευρώ, στην Πειραιώς θα υποχωρήσουν 2,3% στα 341 εκατ. ευρώ και στην Εθνική κατά 2,4% στα 270 εκατ. ευρώ. Η πτώση αποδίδεται από την DB στο γεγονός ότι συνεχίζεται η διαδικασία της απομόχλευσης, ενώ επηρεάζει και η πώληση των ελληνικών κρατικών ομολόγων. 

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, αναμένεται ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών κατά 15 έως 38 μονάδες βάσης. Εξαίρεση η Alpha Bank, γεγονός που, όπως αναφέρει η DB, οφείλεται στη μείωση των αποθεμάτων από το χαρτοφυλάκιο AFS. Και πάλι όμως η τράπεζα θα εμφανίσει τον υψηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET 1 (15,3%). Τον χαμηλότερο υπολογίζεται ότι θα έχει η Πειραιώς (10,4%). 

Η UBS
Μειώνει τις τιμές στόχους για Alpha Bank στο 1,43 ευρώ από 2 ευρώ και Eurobank στο 0,55 ευρώ από 0,97 ευρώ διατηρώντας τη σύσταση ουδετερότητας η UBS, πιέζοντας και αυτή από την πλευρά της τη βεβαρημένη εικόνα της χρηματιστηριακής αγοράς χθες. Η ελβετική τράπεζα προχώρησε σε προς τα κάτω αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την κερδοφορία των δύο τραπεζών, την ώρα που ο προβληματισμός για τα «κόκκινα» δάνεια (αν και αντιμετωπίζει μάλλον θετικά το σχέδιο της ΤτΕ) και το κόστος ρίσκου παραμένουν επίμονα υψηλά. 

Η λαίλαπα παρασύρει τα κρατικά ομόλογα
Στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές του φθινοπώρου επέστρεψαν και οι ελληνικές αποδόσεις, εν αναμονή της σημερινής απόφασης της Κομισιόν για τον προϋπολογισμό της Ιταλίας, αλλά και μέσα στη γενικότερη λαίλαπα που παρέσυρε τις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης. 

Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου έκλεισε στο 4,66%, αφού όμως ενδοσυνεδριακά εκτινάχθηκε σε ακόμη πιο υψηλό επίπεδο, με την όλη κατάσταση να θυμίζει το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε η απόδοση του 10ετούς ελληνικού είχε ξεφύγει και πάλι πάνω από το 4,6%. 

Αναλυτές εκτιμούν ότι στην περίπτωση που η Ρώμη φθάσει σε μετωπική σύγκρουση με τις Βρυξέλλες, οι πιέσεις θα αυξηθούν τόσο στην ιταλική αγορά όσο και στις υπόλοιπες αγορές του ευρωπαϊκού Νότου που θεωρούνται περισσότερο ευάλωτες, όπως η ελληνική. Το πολιτικό ρίσκο στην Ιταλία είχε παρασύρει την ελληνική αγορά ελληνικού κρατικού χρέους και στα τέλη του φετινού Μαΐου, όταν η απόδοση του 10ετούς ελληνικού είχε φθάσει έως το 4,9%, που σηματοδοτεί το υψηλότερο επίπεδο στη διάρκεια του 2018 και το spread είχε κάνει άλμα στις 468 μονάδες βάσης. 

Αναφορικά με τους βραχυπρόθεσμους ελληνικούς τίτλους, η απόδοση του επταετούς διαμορφώθηκε χθες στο 4,35%, ενώ στα ομόλογα με λήξη το 2019 και το 2023 οι αποδόσεις κινήθηκαν στο 0,95% και 3,42%. 

Γενικότερα, βρίθουν αναλύσεις επενδυτικών οίκων αλλά και μεμονωμένων αναλυτών για απομάκρυνση των επενδυτών από το ριψοκίνδυνο ενεργητικό, κάτι που αναμένεται να επιβαρύνει τα ομόλογα των χωρών χαμηλής αξιολόγησης του ευρώ και να ευνοήσει τα γερμανικά, που θεωρούνται ασφαλές καταφύγιο. 

Ήδη, χθες, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού υποχώρησε σε χαμηλό περίπου τριών εβδομάδων, στο 0,34%.