ΣτΕ: Επείγουσα γνωμοδότηση για δικαιοσύνη στην Πολωνία

Η Επιτροπή της Βενετίας συνέταξε την επείγουσα γνώμη, μετά από αίτημα του επικεφαλής της Γερουσίας της Πολωνίας

Σε επείγουσα γνωμοδότηση που εκδόθηκε την Πέμπτη (16/1) η Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, από κοινού με τη Γενική Διεύθυνση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαίου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τροποποιήσεις των νόμων  τον Δεκέμβριο του 2019, που συζητούνται τώρα στην Γερουσία της Πολωνίας,  μπορεί να υπονομεύσουν περαιτέρω την δικαστική ανεξαρτησία.

Η Επιτροπή της Βενετίας συνέταξε την επείγουσα γνώμη, μετά από αίτημα του επικεφαλής της Γερουσίας της Πολωνίας, ώστε να είναι έτοιμη πριν από το τέλος της συνεδρίασης της Γερουσίας, από τις 15 έως τις 17 Ιανουαρίου, κατά την οποία θα πρέπει να συζητηθούν αυτές οι τροπολογίες.

Η Επιτροπή της Βενετίας υπενθυμίζει ότι, ήδη στη γνωμοδότησή της για την Πολωνία το 2017 εξέφρασε έντονες ανησυχίες σχετικά με τη μεταρρύθμιση της δικαστικής εξουσίας, που είχε ξεκινήσει τότε η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι αυτή η μεταρρύθμιση αποτελεί σοβαρή απειλή για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

>>> ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ <<<

 Η μεταρρύθμιση του 2017 προκάλεσε ένα «νομικό σχίσμα»: οι «παλιοί» δικαστικοί θεσμοί de facto αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα των «νέων», θεωρώντας τους μη ανεξάρτητους. Ωστόσο, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι τροπολογίες του Δεκεμβρίου του 2019 δεν είναι κατάλληλες για την επίλυση αυτής της σύγκρουσης, αλλά, αντιθέτως, κινδυνεύουν να χειροτερεύσουν τα πράγματα.

Επιπλέον, η Γνωμοδότηση εκφράζει την ανησυχία ότι, ο ρόλος των δικαστών στη διαδικασία επιλογής του πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μειωθεί και αναγνωρίζοντας τη δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζει η έννομη τάξη στην Πολωνία μετά την αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση το 2017, η Επιτροπή της Βενετίας συνιστά στο πολωνικό κοινοβούλιο να μην εφαρμόσει τις προτεινόμενες τροπολογίες και να βρει άλλες λύσεις.

Η Επιτροπή της Βενετίας συνιστά στο Πολωνικό Κοινοβούλιο, να ξεκινήσει την μεταρρύθμιση, με την εφαρμογή ορισμένων από τις κύριες συστάσεις που περιέχονται στη γνώμη της του 2017, δηλαδή:

  • Να επιστρέψει στην εκλογή των 15 δικαστικών μελών του Εθνικού Συμβουλίου των Δικαστηρίων όχι από το Κοινοβούλιο αλλά από άλλους δικαστές,
  • Να αναθεωρήσει σημαντικά τη σύνθεση και την εσωτερική δομή των δύο νεοσυσταθέντων "υπερ-επιμελητηρίων" - το πειθαρχικό επιμελητήριο και το Επιμελητήριο Εκτάκτων Ανασκοπήσεων και Δημόσιων Υποθέσεων - και να μειώσει τις εξουσίες τους, προκειμένου να μετατραπούν σε κανονικά επιμελητήρια του Ανώτατου Δικαστηρίου.
  • Να επιστρέψει στη μέθοδο εκλογής των υποψηφίων πριν από το 2017 στη θέση του Πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή να αναπτύξει ένα νέο μοντέλο όπου κάθε υποψήφιος, θα μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να υποστηρίξει ένα σημαντικό μέρος των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
  • Να αποκατασταθούν οι αρμοδιότητες της δικαστικής κοινότητας στα θέματα διορισμών, προαγωγών και απόλυσης δικαστών · να διασφαλιστεί ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων δεν μπορούν να διοριστούν και να απολυθούν χωρίς τη σημαντική συμμετοχή της δικαστικής κοινότητας.

(ΚΥΠΕ/ Νίκος Ρούσσης)