Ε.Ε.: Περιβαλλοντική μεταρρύθμιση με κοινωνικές δαπάνες, διαφορετικά αποτύχατε

Βάζει φρένο σε επιδοτήσεις λόγω δημοσιονομικής επιβάρυνσης
  • Ποιες χώρες είναι μπροστά και ποιες πίσω στους περιβαλλοντικούς φόρους

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Η Κυπριακή Δημοκρατία υποχρεώνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει στη νέα περιβαλλοντική φορολογική μεταρρύθμισή, όπως και άλλα κράτη, σε μια προσπάθεια να υποστηριχθεί η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία ως το 2050.

Το μήνυμα που θέτει η Ε.Ε. και που υποχρεώνει τα κράτη - μέλη να δράσουν άμεσα είναι ότι «η Ένωση αντιμετωπίζει πολλαπλές δημοσιονομικές πιέσεις τις επόμενες δεκαετίες, και η ιδέα θα μπορούσε να επαναδιατυπωθεί ως βιώσιμη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, και να συμπεριλάβει φόρους από άλλες πηγές εσόδων π.χ. οικονομικές συναλλαγές, γη, πλούτο». 

Τα κράτη - μέλη καλούνται ταυτόχρονα να διαθέσουν οικονομικούς πόρους σε δημόσιες επενδύσεις, που απαιτούνται άνευ όρων για τη διαδικασία μετάβασης, και κοινωνικές δαπάνες για την ευημερία των πολιτών τους. Διαφορετικά, η Ε.Ε. προκρίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις θα αποτύχουν στους πρωταρχικούς στόχους πολιτικής τους.

Σύμφωνα με έκθεση που κατέχει η Βrief «από την άποψη των εσόδων, η διερεύνηση της περιβαλλοντικής φορολογίας παράλληλα με τις περιβαλλοντικές επιδοτήσεις είναι απαραίτητη, καθώς η τελευταία μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη για τη διαδικασία μετάβασης». 

Ωστόσο, θεωρεί πως «πολλές επιδοτήσεις είναι επιβλαβείς για το περιβάλλον και έχουν αναγνωριστεί ως οικονομικά αναποτελεσματικές και στρεβλώνουν το εμπόριο, παρεμποδίζοντας την αποτελεσματικότητα των περιβαλλοντικών φόρων και των συστημάτων εμπορίας εκπομπών». 

Τα πλην των επιδοτήσεων

Επίσης, η έκθεση καταγράφει ότι οι επιβλαβείς για το περιβάλλον επιδοτήσεις:
Πρώτο,
συνοδεύονται από δημοσιονομική επιβάρυνση.
Δεύτερο, επηρεάζουν τον δημόσιο προϋπολογισμό επειδή οι μειώσεις φόρων για συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες ή προϊόντα, πολυάριθμες στον τομέα της ενεργειακής φορολογίας, οδηγούν σε χαμηλότερη συνολική φορολογία. 

«Η παροχή επιδοτήσεων», τονίζεται, «είναι επίσης σημαντική από πλευράς δαπανών, καθώς οι επιδοτήσεις μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη διάθεση λιγότερων κεφαλαίων για δαπάνες σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες και μπορεί επίσης να αποτρέψουν μέτρα πολιτικής που στοχεύουν στη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης ή να οδηγήσουν σε αύξηση της χρήσης των πόρων».

Οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν στα χέρια τους εκθέσεις της Ε.Ε. σύμφωνα με τις οποίες:

  • Τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050.
  • Tα έσοδα αυτά θα μπορούσαν να στηρίξουν επίσης και την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για μια καθαρή μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% ως το 2030. 

Οι περιβαλλοντικοί φόροι στους 27

Μέχρι σήμερα, παρά τις εκκλήσεις για περισσότερους περιβαλλοντικούς φόρους σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, η εφαρμογή ήταν πολύ αργή. Π.χ. στην Ε.Ε., οι περιβαλλοντικοί φόροι αντιπροσωπεύουν το 5,9% των συνολικών φόρων, ένα ποσοστό χαμηλότερο από το 6,6% που κυμαινόταν πριν από σχεδόν 20 χρόνια. Σε όλο τον κόσμο διαπιστώνεται ότι τα υφιστάμενα φορολογικά συστήματα πρέπει να αναθεωρηθούν και να εκσυγχρονιστούν για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν την τεχνολογική μετάβαση, τις δημογραφικές αλλαγές, την αυξανόμενη ανισότητα και τις τριπλές περιβαλλοντικές κρίσεις: κλιματική αλλαγή, απώλεια βιοποικιλότητας και υπερκατανάλωση φυσικών πόρων.

Επιπλέον, η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/2009 και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 κατέστησαν σαφές ότι η δημοσιονομική βιωσιμότητα, εννοείται ως «φερεγγυότητα» του δημόσιου τομέα, είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση πολλαπλών πτυχών της μετάβασης. 

Όπως τονίζεται σε έκθεση της Ε.Ε. «επηρεάζεται η ικανότητα της Ε.Ε. και των γειτόνων της να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε μεταβατικές περιόδους και να διατηρούν την ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, διατηρώντας ταυτόχρονα και την ανθεκτικότητα του οικονομικού συστήματος.

Σε επίπεδο 27 κρατών μελών της Ε.Ε. (ΕΕ-27), τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους αυξήθηκαν κατά 18%, από 253 δισεκατομμύρια ευρώ το 2002 σε 298 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019. 

Ωστόσο, η αύξηση αυτή ήταν μικρότερη από την αύξηση του ΑΕΠ (26%) και των συνολικών φορολογικών εσόδων (31%). Τα έσοδα αυξήθηκαν στα περισσότερα κράτη - μέλη της Ε.Ε., π.χ. υπερδιπλασιάστηκαν στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, την Πολωνία και τη Σλοβακία μεταξύ 2002 και 2019. Αντίθετα, τα έσοδα μειώθηκαν στη Δανία, τη Γερμανία, τη Νορβηγία και την Πορτογαλία κατά περίπου 5%-15%.

Μεταξύ 2002 και 2019, ορισμένες χώρες αύξησαν το μερίδιό τους στα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους, ενώ άλλες σημείωσαν μείωση.

Επιπτώσεις στους προϋπολογισμούς

Οι συνεισφορές των περιβαλλοντικών φόρων στους προϋπολογισμούς των χωρών παρουσιάζουν επίσης μεγάλες ανισότητες, που κυμαίνονται από 4,5% στη Γερμανία και το Λουξεμβούργο ως περίπου 10% στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

Σε 12 κράτη - μέλη, η φορολογική επιβάρυνση μετατοπίστηκε από την εργασία στο περιβάλλον, σε φόρους ρύπανσης και χρήσης πόρων, καθώς τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους αυξήθηκαν περισσότερο από τα έσοδα από φόρους εργασίας σε αυτά τα κράτη- μέλη. 

Το αντίθετο συμβαίνει στα υπόλοιπα 15 κράτη - μέλη της Ε.Ε. συν τη Νορβηγία, με τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους να μειώνονται (σε τέσσερις χώρες) ή να αυξάνονται λιγότερο από τα έσοδα από φόρους εργασίας.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι χώρες που προηγήθηκαν στην περιβαλλοντική φορολογία είναι η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία και έχουν διαπιστώσει μείωση του μεριδίου των εσόδων από περιβαλλοντικούς φόρους στα συνολικά φορολογικά έσοδα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. 

Από τη δεκαετία του 1990, αυτές οι χώρες έχουν εφαρμόσει τον μεγαλύτερο αριθμό περιβαλλοντικών φόρων - συμπεριλαμβανομένων των φόρων CO2 - και σε σημαντικό βαθμό, έχουν αναπροσαρμόσει τους φορολογικούς συντελεστές τους σύμφωνα με τον πληθωρισμό.

ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Χρύσω Αντωνιάδου