«Γονατίζει» η αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων

Γιατί το ρύζι προκαλεί επισιτιστική κρίση
  • Ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων υπερέβη το 71% 
  • Διπλασιάστηκαν οι τιμές του και συνεχίζει την ανηφόρα

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Ο πληθωρισμός των εγχώριων τιμών των τροφίμων παραμένει υψηλός. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας, καταγράφεται πληθωρισμός υψηλότερος από 5% σημειώνεται στο 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος (αύξηση 2,1 ποσοστιαίων μονάδων από την τελευταία ενημέρωση στις 15 Φεβρουαρίου 2024). Επίσης παρουσιάζονται στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος ρυθμός πληθωρισμού, δηλαδή πέραν του 5%, καταγράφεται στο 66% των χωρών χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος (5,7 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα), στο 50% των χωρών ανώτερου μεσαίου εισοδήματος (2,0 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα) και στο 36,4% των χωρών υψηλού εισοδήματος (9,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα). Σε πραγματικούς όρους, ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων υπερέβη το συνολικό πληθωρισμό στο 71% σε 167 χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

Ο δείκτης τιμών των αγροτικών προϊόντων έκλεισε στα ίδια επίπεδα με πριν από δύο εβδομάδες, ο δείκτης τιμών των σιτηρών έκλεισε 5% χαμηλότερα και ο δείκτης τιμών εξαγωγής έκλεισε 5% υψηλότερα. Οι αυξήσεις στο κακάο (11%) και στο βαμβάκι (4%) οδήγησαν στην αύξηση του δείκτη τιμών εξαγωγής. 

Καλαμπόκι, σιτάρι και ρύζι

Σε σύγκριση με πριν από δύο εβδομάδες, οι τιμές του καλαμποκιού, του σιταριού και του ρυζιού έκλεισαν 9%, 5% και 1% χαμηλότερα, αντίστοιχα. Σε ετήσια βάση, οι τιμές του καλαμποκιού είναι 37% χαμηλότερες, οι τιμές του σιταριού 22% χαμηλότερες και οι τιμές του ρυζιού 26% υψηλότερες. Οι τιμές του καλαμποκιού είναι 2% υψηλότερες από ό,τι τον Ιανουάριο του 2020, οι τιμές του σιταριού 1% υψηλότερες και οι τιμές του ρυζιού 50% υψηλότερες.

Το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Πολιτική Τροφίμων (IFPRI) αναφέρει λεπτομερώς τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις των περιορισμών των εξαγωγών της Ινδίας στο ρύζι. Οι περιορισμοί, που εφαρμόστηκαν για τη σταθεροποίηση των εγχώριων τιμών, εξακολουθούν να επηρεάζουν τις παγκόσμιες αγορές ρυζιού μισό χρόνο αργότερα. 

Η τιμή αναφοράς για το λευκό ρύζι της Ταϊλάνδης έχει αυξηθεί κατά 22% από τότε που η Ινδία ξεκίνησε την απαγόρευση των εξαγωγών λευκού ρυζιού χωρίς μπασμάτι τον Ιούλιο του 2023, διαταράσσοντας τον παγκόσμιο εφοδιασμό. Η κατάσταση έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τις χώρες εισαγωγής στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική, αναγκάζοντάς τις να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές εν μέσω απωλειών παραγωγής που προκαλεί το El Niño σε άλλες μεγάλες χώρες εξαγωγής ρυζιού όπως το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη.

Μια πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) αναφέρεται στο εκπληκτικό οικονομικό τίμημα των καταστροφών στα γεωργικά και αγροδιατροφικά συστήματα, υπολογίζοντας συνολική απώλεια περίπου 3,8 τρισεκατομμύρια δολαρίων στη γεωργική παραγωγή τα τελευταία 30 χρόνια. Αυτό ισοδυναμεί με μέση ετήσια απώλεια 123 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που ισοδυναμεί με το 5% του παγκόσμιου αγροτικού ΑΕΠ. 

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι «οι χώρες χαμηλού και χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος έχουν πληγεί περισσότερο, με καταστροφές που προκαλούν απώλειες που κυμαίνονται μεταξύ 10%-15% του αγροτικού τους ΑΕΠ». Οι επιπτώσεις εκτείνονται πέρα από τις οικονομικές απώλειες, με σημαντικές επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια και τα μέσα διαβίωσης, ιδιαίτερα σε ευάλωτες περιοχές όπως τα μικρά αναπτυσσόμενα νησιωτικά κράτη.

O Δείκτης Τιμών Τροφίμων της Παγκόσμιας Τράπεζας μειώθηκε αισθητά το 2023, κατά μέσο όρο 9% χαμηλότερα για το έτος από το 2022. Παρά τη μείωση αυτή, οι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό τιμές των τροφίμων το 2023 παρέμειναν συγκρίσιμες με τις αυξήσεις των τιμών που παρατηρήθηκαν το 2007/08 και 2011/12. 

Ο κύριος λόγος για την πτώση των τιμών των τροφίμων ήταν οι ισχυρές σοδειές, οι οποίες βοήθησαν στην αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων προκλήσεων όπως το Ελ Νίνιο, οι εμπορικοί περιορισμοί και η μη ανανέωση της Πρωτοβουλίας για τα σιτηρά στη Μαύρη Θάλασσα. 

Αναμένεται ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων θα μειωθούν περαιτέρω το 2024 και το 2025, κατά 2% και 3%, αντίστοιχα, λόγω της αύξησης της παγκόσμιας προσφοράς, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι, όπως εξελίξεις στο Ελ Νίνιο, μακροοικονομικές συνθήκες και εμπορικοί περιορισμοί.

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι εμπορικές πολιτικές που επιβλήθηκαν από χώρες έχουν αυξηθεί. Η παγκόσμια επισιτιστική κρίση έχει εν μέρει επιδεινωθεί από τον αυξανόμενο αριθμό περιορισμών στο εμπόριο τροφίμων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από χώρες, με στόχο την αύξηση της εγχώριας προσφοράς και τη μείωση των τιμών. Από τις 26 Φεβρουαρίου 2024, 16 χώρες έχουν εφαρμόσει 23 απαγορεύσεις εξαγωγών τροφίμων και 8 έχουν εφαρμόσει 15 περιοριστικά μέτρα.

Δράση της Παγκόσμιας Τράπεζας

Τον Μάιο του 2022, η Παγκόσμια Τράπεζα δεσμεύτηκε να διαθέσει 30 δισεκατομμύρια δολάρια σε μια περίοδο 15 μηνών για την αντιμετώπιση της κρίσης και έχει κλιμακώσει την ανταπόκρισή της στην ασφάλεια των τροφίμων και της διατροφής, ώστε να διατίθενται πλέον 45 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω ενός συνδυασμού 22 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε νέο δανεισμό και 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο.

Το χαρτοφυλάκιό μας για την ασφάλεια τροφίμων και διατροφής εκτείνεται σε 90 χώρες. Περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, όπως η επέκταση της κοινωνικής προστασίας, όσο και μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα, όπως η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η κλιματικά «έξυπνη» γεωργία.

Η παρέμβαση της Τράπεζας αναμένεται να ωφελήσει 335 εκατομμύρια άτομα, που ισοδυναμεί με το 44% του αριθμού των υποσιτισμένων ατόμων. Περίπου το 53% των δικαιούχων είναι γυναίκες – επηρεάζονται δυσανάλογα περισσότερο από την κρίση. 

ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Χρύσω Αντωνιάδου