Οι περιβαλλοντικοί φόροι «χτυπούν» τους χαμηλόμισθους

Αρνητικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και το βιοτικό τους επίπεδο
  • Εισήγηση - τα έσοδα των φόρων να δοθούν ως εφάπαξ σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Σε «ενεργειακή» φτώχεια οδηγούνται άτομα ή νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα αλλά υψηλό μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματος τους για την ενέργεια. Σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2019/2020, αναφέρει ότι «η ενεργειακή φτώχεια επηρέασε περίπου το 8% του πληθυσμού της Ε.Ε.». 

Όπως καταγράφεται, «περισσότερα από 35 εκατομμύρια άτομα δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά, με σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών - μελών και μεταξύ εισοδηματικών ομάδων». 

«Η επιβάρυνση των περιβαλλοντικών φόρων θα μπορούσε να επηρεάσει περισσότερο τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και να μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα και το βιοτικό τους επίπεδο, απαιτώντας αντισταθμιστικά μέτρα. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για τους φόρους στην ενέργεια, καθώς τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους ή μεγαλύτερο μερίδιο της καταναλωτικής τους δαπάνης σε προϊόντα έντασης ενέργειας», αναφέρεται. 

Όπως επισημαίνει η έκθεση, «το μερίδιο των μεταφορικών δαπανών των νοικοκυριών αυξάνεται στα υψηλότερα εισοδήματα σε πολλές χώρες, ενώ το μερίδιο της κατανάλωσης ενέργειας των νοικοκυριών για στέγαση μειώνεται στις περιπτώσεις των χαμηλών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, ορισμένες ομάδες, κυρίως άτομα που ζουν σε αγροτικές περιοχές, τείνουν να αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος μεταφοράς από εκείνους που ζουν στις πόλεις», υπογραμμίζει η έκθεση. 

Στήριξη στους χαμηλόμισθους

Επιπλέον, όπως τονίζεται, ομάδες χαμηλότερης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης (άνεργοι, άτομα με χαμηλά εισοδήματα ή χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης) τείνουν να επηρεάζονται αρνητικά από τους περιβαλλοντικούς κινδύνους για την υγεία, λόγω του ότι είναι περισσότερο ευάλωτοι.

Στην έκθεση καταγράφονται εισηγήσεις, σύμφωνα με τις οποίες «τα έσοδα που εισπράττονται από περιβαλλοντικούς φόρους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παροχή εφάπαξ πληρωμών σε νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, μετριάζοντας τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο». 

Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2021 δείχνουν ότι «εάν τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους χρησιμοποιούνταν για τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των φόρων στο εισόδημα από την εργασία, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει θετικά αποτελέσματα στην απασχόληση». 

Για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων και την επίτευξη των νέων στόχων για το κλίμα και το περιβάλλον για το 2030 και το 2050, τονίζεται ότι «θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα που βασίζονται στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών φόρων, και άλλων μέτρων (όπως π.χ. μέτρα ευαισθητοποίησης ή εκστρατείες ενημέρωσης)». 

Μηδενικές εκπομπές

Μέχρι στιγμής τα κράτη - μέλη χρησιμοποιούν συνδυασμό και των δυο τύπων για να ανταποκριθούν στις κλιματικές και περιβαλλοντικές φιλοδοξίες τους. Η εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής για «το Σχέδιο για το Κλίμα για το 2030» δείχνει επίσης ότι «τόσο οι φορολογίες όσο και τα ρυθμιστικά μέσα είναι απαραίτητα ώστε η Ε.Ε. να επιτύχει τον αυξημένο στόχο του 2030 με τον πλέον αποδοτικό τρόπο και να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ως το 2050». 

Να σημειωθεί ότι σε επίπεδο Ε.Ε., η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατοχυρώνεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της. Καθορίζεται η περιβαλλοντική φορολογία ως «ένας φόρος του οποίου η φορολογική βάση είναι μια φυσική μονάδα που έχει αποδεδειγμένη, ειδική αρνητική επίδραση στο περιβάλλον, το οποίο προσδιορίζεται στο πλαίσιο αναφοράς, που στοχεύει να υποβοηθήσει την εφαρμογή του για τον υπολογισμό του δημόσιου ελλείμματος και του χρέους». Ανάλογα με τη φορολογική βάση στην οποία εφαρμόζονται, οι περιβαλλοντικοί φόροι μπορούν να επιβάλλονται στην ενέργεια, τις μεταφορές, τη ρύπανση ή/και τους πόρους».

Επίσης, αναφέρει η έκθεση, «η περιβαλλοντική φορολογία μπορεί να ενθαρρύνει την αλλαγή συμπεριφοράς και να βοηθήσει στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων, εκτός από την αύξηση των εσόδων. Από οικονομικής άποψης, οι περιβαλλοντικοί φόροι θεωρούνται μεταξύ των φόρων που στρεβλώνουν λιγότερο και θεωρούνται οικονομικά αποδοτικοί σε σύγκριση με μη φορολογικά μέτρα. Κι αυτό δεδομένου του χαμηλότερου διοικητικού κόστους, της σχετικής ευκολίας στη διαχείριση και των ισχυρών μηνυμάτων που στέλνονται στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις για να τους ωθήσουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους. 

Αντισταθμιστικά μέτρα

Μελέτες καταδεικνύουν ότι «οι αποφάσεις για την εισαγωγή νέων περιβαλλοντικών πολιτικών επηρεάζονται από την αποδοχή αυτών των μέτρων από τους πολίτες και υιοθετούνται όταν θεωρούνται επωφελή από το κοινό». Ως σημαντικός παράγοντας θεωρείται η εισαγωγή αντισταθμιστικών μέτρων για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων. 

Τα φορολογικά κίνητρα για την υποστήριξη περιβαλλοντικά επωφελών δραστηριοτήτων ή για την αποθάρρυνση περιβαλλοντικά επιβλαβών συμπεριφορών είναι διαφορετικά μεταξύ των χωρών. 

Οι φορολογικές δαπάνες που αποσκοπούν να ωφελήσουν συγκεκριμένες εισοδηματικές ομάδες ή τομείς μπορεί μερικές φορές να δημιουργήσουν επιζήμιες επιπτώσεις στο περιβάλλον και να αντιτίθενται στις πολιτικές για την ενέργεια, το κλίμα και περιβαλλοντικούς στόχους. 

Οι επιδοτήσεις αναφέρονται συχνά ότι εξυπηρετούν σκοπούς δικαιοσύνης, δηλαδή παροχή στοχευμένης ανακούφισης σε μειονεκτούσες ή ευάλωτες ομάδες, συχνά φαίνεται να ωφελούν μόνο επιλεγμένα τμήματα του πληθυσμού. Η αποτελεσματικότητα της επιβλαβούς για το περιβάλλον επιδότησης για τη βελτίωση της ισότητας θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ στην ενέργεια, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα ή η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των εταιρικών αυτοκινήτων είναι, μεταξύ πολλών, επιβλαβών για το περιβάλλον επιδοτήσεων που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην Ε.Ε. 

«Η σταδιακή κατάργηση αυτών των επιβλαβών επιδοτήσεων στο μέλλον, κυρίως όταν αφορούν επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, μπορεί να αυξήσει τα έσοδα ή να μειώσει τις δαπάνες, να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της περιβαλλοντικής πολιτικής και να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της περιβαλλοντικής φορολογίας. 

Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να προβλεφθούν και να μετριαστούν άμεσες ή έμμεσες κοινωνικές επιπτώσεις από τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων», διευκρινίζεται στην έκθεση. 

ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Χρύσω Αντωνιάδου