Το Δικαστήριο απέρριψε αγωγή καταθετών της Λαϊκής κατά της Δημοκρατίας για το κούρεμα

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε αγωγή καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας κατά της Δημοκρατίας σε σχέση με την απομείωση καταθέσεων το 2013.

Σε ανακοίνωσή της, η Νομική Υπηρεσία αναφέρει ότι οι καταθέτες είχαν στραφεί εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις, ισχυριζόμενοι απώλεια χρημάτων συνεπεία των μέτρων εξυγίανσης που λήφθηκαν το 2013.

Εξαιτίας του γεγονότος ότι η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε υπό καθεστώς εκκαθάρισης και δεν εξασφαλίστηκε διάταγμα για συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, στις 20 Ιουλίου 2022, διέκοψε την αγωγή εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.

«Ήταν αναγκαιότητα η λήψη μέτρων εξυγίανσης και δη των συγκεκριμένων που λήφθηκαν δυνάμει του «περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013», αναφέρει, μεταξύ άλλων, πρόσφατη, πολυσέλιδη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απορρίπτεται αγωγή καταθετών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. (Λαϊκή Τράπεζα) για την απομείωση καταθέσεων το 2013.

Αναφέρεται ότι στην απόφασή του το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τους ισχυρισμούς των εναγόντων, τους απέρριψε στο σύνολό τους, κρίνοντας τους ως αυθαίρετους και ατεκμηρίωτους, σημειώνοντας παράλληλα πως, μέσα από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του, διαπιστώνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έκανε προσπάθειες διάσωσης της Λαϊκής Τράπεζας από τον Μάϊο 2012.

Επί τούτου, το Δικαστήριο σημειώνει επίσης τη διαπίστωση πως, το Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και την προκαταρκτική σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προχώρησε στην έκδοση Διαταγμάτων για την αναδοχή των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής Τράπεζας ύψους €1,8 δισ., με τη συμμετοχή του κοινού να ανέρχεται στο 0,16% του συνολικού ποσού και με αποτέλεσμα το υπόλοιπο μετοχικό κεφάλαιο να αναληφθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Αναφορικά με την αναγκαιότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης, το Δικαστήριο αναφέρει ότι «με βάση τη συμφωνία του Eurogroup, τα μέτρα εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας ήταν αναγκαία εφόσον αποτελούσαν προϋπόθεση για υπογραφή της συμφωνίας της Κυπριακής Δημοκρατίας με τους δανειστές της και χωρίς αυτή τη συμφωνία, η Κυπριακή Δημοκρατία θα οδηγείτο σε χρεωκοπία. Ακόμη αποτελούσε και ως προϋπόθεση για την υπογραφή της συμφωνίας και την πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Ελλάδα».

Συνεπώς, σημειώνει, «τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναγκαία για να εμποδιστεί η κατάρρευση του συνόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και την αποσταθεροποίηση όλου του χρηματοοικονομικού τομέα και με τις συνέπειες όπως ανωτέρω διατυπώνονται, και συνεπώς με αυτά τα δεδομένα μπορούσε να γίνει η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης».

Ως προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί παραβίασης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην περιουσία τους, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ότι αυτοί δεν ευσταθούν, υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μυρτώ Χριστοδούλου κ.α. –ν- Δημοκρατίας, 553/13 κ.ά.

Καταληκτικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε επιλήψιμη πράξη ή παράλειψη εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδέχθηκε τη θέση ότι τα επίδικα μέτρα εξυγίανσης ήταν απολύτως απαραίτητα και αναπόφευκτα, και κατέληξε σε εύρημα ότι τη συγκεκριμένη στιγμή, υπήρξε η ανάγκη λήψης του συγκεκριμένου μέτρου.

Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αξιώσεις των Εναγόντων, απέρριψε την αγωγή και επιδίκασε έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκαν η Θεανώ Μαυρομουστάκη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και η Ζακελίνα Ερωτοκρίτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

ΚΥΠΕ