Δοκιμάζονται οι μικρές επιχειρήσεις της ένδυσης

• Αντιμέτωπες με τον πληθωρισμό, το αυξημένο κόστος προμηθευτή και μεταφορικών
• Στην αντίπερα όχθη οι φτηνές ασιατικές επιχειρήσεις χαμηλού κόστους
• Πρώτα η πανδημία, μετά η εκτόξευση της ενέργειας, και τέλος ο πόλεμος και η ακρίβεια, τις αποτελειώνουν

ΓΡΑΦΕΙ ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Μεγάλη δοκιμασία περνούν οι επιχειρήσεις της ένδυσης κυρίως αλλά και της υπόδησης καθώς, λόγω της αύξησης του πληθωρισμού και της εντεινόμενης ακρίβειας, τα ρούχα και παπούτσια δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα των καταναλωτών. 

Τα καταστήματα ένδυσης, κυρίως όσα δεν ανήκουν σε αλυσίδες γνωστών brands, καλούνται να κρατήσουν με νύχια και με δόντια τις επιχειρήσεις τους και να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες τιμές των προϊόντων από τους προμηθευτές τους.  

Οι επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακές, βρίσκονται εδώ και καιρό αντιμέτωπες με τον πληθωρισμό-ρεκόρ, το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος, την αύξηση του κόστους ζωής και τη μειωμένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

Σύμφωνα με μελέτη της KPMG, τα δύο τρίτα των καταναλωτών σχεδιάζουν να μειώσουν τις μη βασικές αγορές τους κατά το 2023. Στην Ευρώπη, οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών σχεδιάζονται να γίνουν στην ένδυση.

Επίσης, σύμφωνα με τη McKinsey, «το 72% των στελεχών μόδας σχεδιάζει να αυξήσει τις τιμές το 2023, ωστόσο με την πτώση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, κινδυνεύει να μειώσει τις τιμές των αγοραστών και να βλάψει την πίστη τους αναγκάζοντάς τους ν’ αναζητήσουν αλλού πιο προσιτές επιλογές».

Ανταγωνισμός και βιωσιμότητα

Μιλώντας με επιχειρηματίες του κλάδου μάς αναφέρουν πως «οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η αύξηση του ανταγωνισμού διεθνώς, οι δυσκολίες παραγωγής και η βιωσιμότητα. Η αύξηση των βιομηχανιών μόδας, εργοστασίων και σχεδιαστών μόδας εντείνει τον ανταγωνισμό, το κόστος και την ποιότητα των προϊόντων. Ωστόσο, η βιωσιμότητα εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα». 

Με την πανδημία του COVID - 19 οι επιχειρήσεις της Ασίας μπήκαν σκληρά στον ανταγωνισμό και από κατασκευαστές ειδών ένδυσης – λόγω του φθηνού εργατικού κόστους – μετατράπηκαν σε  πωλητές  απευθείας στους τελικούς χρήστες, δηλαδή στους καταναλωτές.

Οι ασιατικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα εντείνουν και φέτος τη στρατηγική τους για πώληση των  προϊόντων τους σε διαδικτυακές πλατφόρμες και σε πολύ χαμηλές τιμές, ανεξαρτήτως της ποιότητάς τους.

Από την άλλη, πολλές ευρωπαϊκές  εταιρείες κυρίως γρήγορης μόδα, ανάθεσαν εδώ και χρόνια την παραγωγή των προϊόντων τους σε κατασκευαστές χαμηλού κόστους, μειώνοντας τους μισθούς των εργαζομένων. 

Λιγότερο κέρδος

Πάντως, οι επιχειρήσεις εξηγούν ότι, λόγω του ότι η Κύπρος είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, αναγκάζονται να πληρώνουν πολλαπλά τόσο για τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής όσο και για μεταφορικά, με αποτέλεσμα να πωλούν σε πολύ υψηλές τιμές με λιγότερο κέρδος. Μάλιστα, υπάρχουν περιπτώσεις που, παρόλο που πωλούν σε ψηλές τιμές, ζημιώνουν.

Να σημειωθεί ότι, η κρίση στις τιμές των μεταφορών και των πρώτων υλών δεν θα τελειώσει εύκολα για τον κλάδο. Ο δείκτης Harpex που αφορά το κόστος ναύλωσης πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων παραμένει στο 100% πάνω από το επίπεδο Ιανουαρίου του 2020. Έτσι, το αυξανόμενο κόστος των πρώτων υλών αφήνει τα σημάδια τους στον διεθνή χάρτη της προμήθειας με αποτέλεσμα οι τιμές στον τελικό καταναλωτή να είναι πολλαπλάσιες. 

Οι ελληνικές επιχειρήσεις

Πολλές κυπριακές μικρές επιχειρήσεις ένδυσης εισάγουν κυρίως από την Ελλάδα, η οποία αντιμετωπίζει άλλη μια πρόκληση: οι ελληνικές κλωστοϋφαντουργικές εταιρείες καλούνται να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα που προκαλούν οι εξελίξεις στην τιμή του ρεύματος Βέβαια, στις περισσότερες περιπτώσεις, το «ελληνικό ρούχο» δεν κατασκευάζεται 100% στην Ελλάδα, με δεδομένο ότι οι περισσότερες βιομηχανίες του κλάδου προτιμούν – για λόγους κόστους- να εισαγάγουν τα προϊόντά τους από τα Βαλκάνια, την Αίγυπτο και την Κίνα μέσω δικών τους θυγατρικών ή συνεργαζόμενων εργοστασίων. Στην Ελλάδα γίνεται η η τελική φάση της μεταποίησης για να προστεθεί η ταμπέλα «made in Greece». 

Ενημερωτικά αναφέρουμε ότι, η ένδυση και η υπόδηση είναι από τους κλάδους της κυπριακής οικονομίας που δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα από την πανδημία. Εκείνοι που επιβιώνουν είναι όσοι - κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις του εξωτερικού – διαθέτουν οργανωμένα δίκτυα διανομής και κερδίζουν έδαφος έναντι των μικρών καταστημάτων. 

Χρύσω Αντωνιάδου