- Απελευθερώστε το δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
- Εξορθολογήστε τις διαδικασίες αδειοδότησης και τις επενδύσεις σε εγκαταστάσεις ηλιακής ενέργειας
- Το σύστημα διακυβέρνησης παρουσιάζει κενά σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα.
Γράφει Χρύσω Αντωνιάδου
Το Συμβούλιο της Ε.Ε. εκπέμπει σαφέστατο μήνυμα προς την Κύπροςεπισημαίνοντας ότι «είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα της κυπριακής οικονομίας να μειωθεί η μεγάλη εξάρτησή της από το πετρέλαιο δεδομένων των μεγάλων διακυμάνσεων των τιμών της ενέργειας».
Το Συμβούλιο της Ε.Ε. σε σχόλιά του σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και το πρόγραμμα σταθερότητας 2022 της Κύπρου συστήνει όπως «το πλήρες δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Κύπρο θα μπορούσε να απελευθερωθεί περαιτέρω». Ζητά επίσης να επιταχυνθεί, κυρίως με τον περαιτέρω εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης και την επένδυση σε εγκαταστάσεις ηλιακής ενέργειας. «Η Κύπρος δεν χρησιμοποιεί επί του παρόντος φυσικό αέριο, ενώ το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 85,6 % του ενεργειακού μείγματος», καταγράφει.
Νέες επενδύσεις
«Για να διαφοροποιήσει τον ενεργειακό της εφοδιασμό και να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, η Κύπρος θα είχε να ωφεληθεί από την επιτάχυνση της ανάπτυξης υποδομών εισαγωγής φυσικού αερίου συμβατών με το υδρογόνο και πρόσθετων διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να διευκολύνει την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», επισημαίνει.
Καταληκτικά συστήνει όπως «οι νέες επενδύσεις σε υποδομές και δίκτυα που σχετίζονται με το φυσικό αέριο είναι ανθεκτικές στις μελλοντικές εξελίξεις, όπου είναι δυνατόν, προκειμένου να διευκολυνθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους μέσω της μελλοντικής αναπροσαρμογής της χρήσης βιώσιμων καυσίμων. Επιπλέον, οι πολιτικές ενεργειακής απόδοσης θα μπορούσαν να επεκταθούν και να επιταχυνθούν, μεταξύ άλλων στον τομέα των μεταφορών, ώστε να περιοριστεί η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, η οποία υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο όρο της ΕΕ.».
Στην γνωμοδότησή της αναφέρεται και στις μεγάλες προκλήσεις που αφορούν τη διακυβέρνηση των κρατικών οντοτήτων, τονίζοντας ότι «το σύστημα διακυβέρνησης παρουσιάζει κενά σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα».
Το Συμβούλιο αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές τού Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για την εταιρική διακυβέρνηση των κρατικών οντοτήτων και την εργαλειοθήκη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την εταιρική διακυβέρνηση των κρατικών οντοτήτων. Όπως εξηγεί «το γεγονός αυτό επιβαρύνει την παραγωγικότητα και το επιχειρηματικό περιβάλλον της Κύπρου».
Γι’ αυτό και συστήνει μεγαλύτερη διαφάνεια και υψηλότερη λογοδοσία για τις οικονομικές επιδόσεις και τους δημόσιους στόχους ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των κρατικών οντοτήτων. Όπως καταγράφει σε σχετικό έγγραφο που μόλις κυκλοφόρησε «το ίδιο θα συνέβαινε και με την εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών, όπως η αξιοκρατική και διαφανής διαδικασία διορισμών σε διοικητικά όργανα των κρατικών οντοτήτων και η μετατόπιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των κρατικών οντοτήτων από τα αρμόδια υπουργεία πολιτικής σε έναν ειδικό κεντρικό φορέα».
Οι ΑΠΕ
Όπως αναφέρεται, «το άνοιγμα εμπορικά βιώσιμων αγορών στις οποίες οι κρατικές οντότητες κατέχουν επί του παρόντος δεσπόζουσα θέση π.χ. ανανεώσιμες πηγές ενέργειας»:
Πρώτο, θα αυξήσει την αποδοτικότητα των αγορών αυτών,
Δεύτερο, θα επιταχύνει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση,
Τρίτο, θα συμβάλει στη διαφοροποίηση της οικονομίας.
«Η ανάληψη δράσης για τις κρατικές οντότητες θα καταστήσει τη διακυβέρνηση στην Κύπρο πιο αποτελεσματική και την αγορά για τις τοπικές και αλλοδαπές επιχειρήσεις δικαιότερη και διαφανέστερη. Αυτό συνάδει με τους στόχους της μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την Κύπρο και το σχέδιο δράσης στο οποίο στηρίζεται (στο πλαίσιο του τομέα της πρωτοβουλίας «Εκσυγχρονισμός των κρατικών επιχειρήσεων και δημιουργία των κατάλληλων κινήτρων για καινοτομία».
Το Συμβούλιο εκτιμά ότι «οι πολιτικές που αποσκοπούν στη βελτίωση της διακυβέρνησης των κρατικών οντοτήτων μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του δημόσιου χρέους, καθώς η καλύτερη διακυβέρνηση των κρατικών οντοτήτων θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα». Επίσης, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης.