Ελεγκτής και Δημοσιονομικό Συμβούλιο πνέουν μένεα για τους Ρύπους

Συζητείται σήμερα στην Επιτροπή Ελέγχου – Πληρώνουμε εκατομμύρια ευρώ για ρύπου κυρίως της ΑΗΚ

Δύο Εκθέσεις που αφορούν τους Ρύπους έρχονται να ρίξουν φως σχετικά με τις διαδικασίες αλλά και τις πολιτικές που ακολουθούνται από το κράτος από το 2012 μέχρι και σήμερα. 

Η πρώτη αφορά την Ειδική Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σχετικά με τις ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικά με τη μείωση των εκπομπών αερίων του Θερμοκηπίου και η οποία θα συζητηθεί σήμερα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου. 

Η δεύτερη αφορά κεφάλαιο που βρίσκεται στην Έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το 2023, η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες και πέραν από τα συμπεράσματα για την εικόνα της οικονομίας, αναλύεται και η πολιτική διαχείρισης που αφορά την αγορά Δικαιωμάτων Εκπομπής Ρύπων από την ΑΗΚ, που όπως σημειώνει το Δημοσιονομικό, «αποκλίνει σημαντικά από τις βέλτιστες πρακτικές».  

Όπως διαφαίνεται από τα συμπεράσματα αυτών των 2 Εκθέσεων, η πολιτική διαχείριση και οι ενέργειες που έγιναν όσον αφορά τον τομέα της αγοράς και πώλησης Ρύπων, όχι μόνο δεν έφεραν αποτελέσματα που έπρεπε, αλλά μάλιστα επέφεραν μεγάλο κόστος για τον φορολογούμενο πολίτη, αφού κάθε χρόνο καταβάλλονται δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε ρύπους, τα οποία μετακυλούνται στον καταναλωτή, μιας και τα μεγαλύτερα ποσά αφορούν ρύπου που αγοράζονται από την ΑΗΚ. 

Την ίδια ώρα το κράτος φαίνεται να εισπράττει σημαντικό ποσό, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να το επανεπενδύει σε προγράμματα και έργα για μείωση της εκπομπής των ρύπων. Κάτι ωστόσο που μέχρι σήμερα δεν έπραττε βάσει προγραμματισμού ώστε να υπάρχει θετικό αποτέλεσμα και το οποίο αντανακλάται και στους τόνους ρύπου που υποχρεούται η ΑΗΚ να αγοράζει κάθε χρόνο.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε - όπως θα δείτε και στους πίνακες πιο κάτω - πως από το 2012 μέχρι και το 2022 οι τόνοι ρύπων που καλείται η ΑΗΚ να αγοράζει κάθε έτος όχι μόνο δεν δείχνουν σημαντική μείωση, αλλά μάλιστα βρίσκονται σχεδόν στα ίδια επίπεδα

Κερδισμένο το Κράτος - Χαμένοι οι πολίτες 

Στην Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, πέραν από τις παρατηρήσεις σχετικά με τις ενέργειες του κράτους για μείωση των ρύπων υπάρχουν και ενδιαφέρονται στοιχεία όσον αφορά το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου (ΣΕΔΕ), καθώς είναι με αυτό τον τρόπο που η ΑΗΚ αγοράζει δικαιώματα ρύπων και η Κυπριακή Δημοκρατία τα δημοπρατεί. 

Ουσιαστικά, βάσει των στοιχείων που παρουσιάζονται στην Έκθεση, κερδισμένοι από το τους ρύπους είναι τα Κρατικά Ταμεία με €284 εκατ. μέχρι στιγμής και το ΧΑΚ με €3,3 εκατ. που πήρε ως ποσοστό, καθώς είναι ο Φορέας που ανέλαβε τη δημοπράτηση των ρύπων στην Κύπρο. 

Από την άλλη, χαμένοι είναι οι πολίτες, καθώς η ΑΗΚ η οποία υποχρεωτικά αγόρασε ρύπους που ξεπερνούν σε αξία τα €569 εκατ., μετακύλησε αυτή τη δαπάνη στους καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ηλεκτρισμού. 

Το ΣΕΔΕ καλύπτει 10 εγκαταστάσεις στην Κύπρο – Οι περισσότεροι ρύποι στην ΑΗΚ 

Να σημειώσουμε πως το ΣΕΔΕ έχει ως σκοπό τη μείωση των εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) και γενικότερα στην Ευρώπη καλύπτει 10.000 ενεργοβόρες εγκαταστάσεις και ρυθμίζει το 40% περίπου των εκπομπών ΑτΘ. 

Τώρα, όσον αφορά την Κύπρο στο ΣΕΔΕ συμμετέχουν 10 εγκαταστάσεις (3 εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας της ΑΗΚ, μία εγκατάσταση παραγωγής τσιμέντου και 6 εγκαταστάσεις παραγωγής κεραμικών). 

Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην Έκθεση το μεγαλύτερο μέρος εκπομπών ΑτΘ από εγκαταστάσεις που περιλαμβάνονται στους τομείς ΣΕΔΕ, προέρχεται από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με συμβατικά καύσιμα, το οποίο αναλογεί στο περίπου 70% των συνολικών εκπομπών ΑτΘ που παράγονται από όλες τις εγκαταστάσεις σε επίπεδο κράτους.

Πάνω από μισό δις ευρώ μετακυλήθηκε στους καταναλωτές 

Από τη μια, η αγορά ρύπων από την ΑΗΚ μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος για τον καταναλωτή αφού η δαπάνη μετακυλίεται στους πολίτες μέσω των λογαριασμών του ηλεκτρισμού και από την άλλη η πώληση αυτών των δικαιωμάτων από την Κυπριακή Δημοκρατία μεταφράζεται σε έσοδα δεκάδων εκατομμυρίων που εισρέουν στα κρατικά ταμεία. 

Από το 2013, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρισμού δεν είναι δικαιούχοι δωρεάν κατανομής. Ωστόσο, η Κύπρος πέτυχε παρέκκλιση από αυτή την πρόνοια και η ΑΗΚ λάμβανε μερική δωρεάν κατανομή για την περίοδο 2013-2019, με φθίνουσα ποσότητα δικαιωμάτων ώστε να μηδενιστεί το 2020.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έλαβε η Ελεγκτική από την ΑΗΚ, κατά τη περίοδο 2017 – 10/2022 καταβλήθηκε, για αγορά δικαιωμάτων ΑτΘ, συνολικό ποσό ύψους €569.581.932, το οποίο μετακυλήθηκε στους καταναλωτές. 

Να σημειώσουμε πως κάθε χρόνο η δαπάνη για αγορά των δικαιωμάτων παρουσιάζει αύξηση ανά τόνο. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι το 2021 η ΑΗΚ πλήρωσε €165 εκατ. για 3.077.688 τόνους, εν αντιθέσει με €74 εκατ. που έδωσε το 2020 για 3.033.729. 

Ειδικότερα η μέση τιμή ανά δικαίωμα ξεκίνησε από τα €6,03 το 2017 και ανέβηκε μέχρι τα €79,83 το 2022. Τιμή η οποία θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Ξεπερνούν τα €284 εκατ. τα έσοδα του κράτους

Παράλληλα, το Χρηματιστήριο των Ρύπων, όπως ονομάζεται διαφορετικά, απέφερε έσοδα στο κράτος από το 2012 μέχρι και το 2022 που ξεπερνούν τα €284 εκατομμύρια. 

Όπως αναφέρει η Ελεγκτική στην Έκθεση της η Κυπριακή Δημοκρατία δημοπράτησε δικαιώματα, για πρώτη φορά, το 2012. 

Ειδικότερα, κατά την περίοδο 2012 – 2020 δημοπράτησε συνολικά 6.201.500 δικαιώματα, από τα οποία 5.621.500 και 580.000 αφορούσαν σε σταθερές εγκαταστάσεις και αεροπορικές μεταφορές, αντίστοιχα. 

Τα σχετικά συνολικά έσοδα ανήλθαν στα €103.160.956. Κατά τα πρώτα δύο έτη της περιόδου 2021 – 2030, δημοπρατήθηκαν 1.478.000 και 1.293.500 δικαιώματα, αντίστοιχα και τα σχετικά έσοδα ανήλθαν στα €78.415.320 και €102.888.405, αντίστοιχα. 

Όπως προκύπτει, τα έσοδα για το 2022 είναι σχεδόν όσα ολόκληρης της περιόδου 2012-2020, γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της παρατηρούμενης αύξησης των εσόδων και την αυξανόμενη ανάγκη για ορθολογιστική διαχείρισή τους.

Όπως θα δείτε και στους πίνακες πιο κάτω η αύξηση στην αξία των δικαιωμάτων εκτόξευσε τα τελευταία χρόνια τα έσοδα που λαμβάνει το κράτος. 

«Κέρδισε» €3,3 εκατ. το ΧΑΚ από τους ρύπους

Το ΧΑΚ μετά από σχετική συμφωνία είχε αναλάβει τον πλειστηριασμό των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου. 

Αποτέλεσμα του πιο πάνω ήταν το ΧΑΚ μέχρι και τη χρονική περίοδο από το 2013 – 2022 εισέπραξε για τις υπηρεσίες του συνολικά €3.365.277.

Ωστόσο, όπως σημειώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία, η συμφωνία με το ΧΑΚ φαίνεται να είναι ετεροβαρής για την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού η σχετική αμοιβή καθορίζεται με βάση την αξία και όχι των όγκο των συναλλαγών, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι διαχρονικά προέκυψε μία αξιοσημείωτη αύξηση της αξίας των συναλλαγών, χωρίς όμως να παρατηρηθεί αντίστοιχη μεταβολή του όγκου τους.

Να σημειωθεί εδώ πως υπήρξε νέα συμφωνία με το ΧΑΚ για το 2021-2022, ενώ παράλληλα αναθεωρείται για τη περίοδο 2023 – 2024. Ζήτημα προκύπτει παράλληλα και με την ιδιωτικοποίηση του ΧΑΚ μετά το 2024. Όπως σημειώνεται από τους Αρμόδιους, η δημοπράτηση δικαιωμάτων θα επεκταθεί από το 2024 και μετά και σε άλλους κλάδους. 

Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Ελεγκτικής και όπως θα δείτε και στα Γραφήματα 9 και 10 πιο κάτω, προκύπτει – σύμφωνα πάντα με την ΕΥ - ότι η συμφωνία με το ΧΑΚ φαίνεται να είναι διαχρονικά ετεροβαρής για την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού η σχετική αμοιβή καθορίζεται με βάση την αξία και όχι των όγκο των συναλλαγών και παρουσιάζεται μία αξιοσημείωτη αύξηση της αξίας των συναλλαγών, χωρίς την αντίστοιχη μεταβολή του όγκου τους. Χαρακτηριστικό του πιο πάνω και όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα 8 που ακολουθεί είναι η αμοιβή που έλαβε το ΧΑΚ, για το έτος 2018, ύψους €361.582 για τη δημοπράτηση συνολικά 1.669.500 δικαιωμάτων, σε σύγκριση με την αμοιβή για το 2020 ύψους €503.199 για συνολικά δικαιώματα 1.643.500.

Δεν πέτυχε μείωση η Κύπρος, λέει η Ελεγκτική

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω στόχος του ΣΕΔΕ είναι η μείωση των εκπομπών Αερίου του Θερμοκηπίου, κάτι ωστόσο που φαίνεται να μην πέτυχε η Κύπρος. 

Να σημειώσουμε εδώ πως τα έσοδα τα οποία αποκομίζει η Κύπρος από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων, πρέπει να δαπανούνται σε δράσεις που αποσκοπούν στη μείωση των ρύπων. 

Ωστόσο, όπως τονίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία, διαπιστώθηκε πως η αρμόδια Αρχή δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση των έργων/δράσεων, που υλοποιήθηκαν μέσω του ΣΕΔΕ, ως προς τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές ή άλλες τους επιπτώσεις και τη συμβολή τους στους εθνικούς στόχους, ούτε στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων έναντι συγκεκριμένων δεικτών απόδοσης.

Εδώ να σημειώσουμε πως σύμφωνα με τα όσα πληροφορείται η Brief, η πολιτική που ακολουθείτο ήταν να πραγματοποιούνται έργα τα οποία βρίσκονταν στους προϋπολογισμούς κάθε Υπουργείου, ωστόσο, δεν υπήρχε εκ των προτέρων προγραμματισμός, κάτι που δεν επέτρεπαι στην Αρμόδια Αρχή να τα παρακολουθεί ή και να παρεμβαίνει στους σχεδιασμούς κάθε Υπουργείου.  

Πιο συγκεκριμένα και όπως καταγράφεται στην Έκθεση της Ελεγκτικής: «Εν αντιθέσει με τη δραματική μείωση που επέφερε το ΣΕΔΕ στις εκπομπές ΑτΘ σε επίπεδο ΕΕ, οι συνολικές εκπομπές από σταθερές εγκαταστάσεις της Κύπρου, για την περίοδο 2013-2021, μειώθηκαν κατά μόνο 15% σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2005, ενώ οι εκπομπές που προέρχονται από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, παρουσίασαν αύξηση περίπου 6%, γεγονός που υποδηλώνει ότι, σε εθνικό επίπεδο, το ΣΕΔΕ δεν έχει επιφέρει αποτελέσματα αντίστοιχα με εκείνα της ΕΕ στο σύνολό της».

Δημοσιονομικό: Απέτυχε η προσπάθεια ενεργειακής μετάβασης

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο παράλληλα, τονίζει μεταξύ άλλων στην ανάλυση του πως η πολιτική που ακολουθείται αποκλίνει σημαντικά από τις βέλτιστες πρακτικές, καλώντας ταυτόχρονα το Υπουργείο Οικονομικών και τη Βουλή να ασκήσουν πιο αυστηρό έλεγχο στις εκτιμήσεις για τη δαπάνη των ρύπων. 

Ειδικότερα, όπως αναφέρει το Δημοσιονομικό, από πλευράς της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) δεν υφίσταται πολιτική διαχείρισης των αναγκών ή αντιστάθμισης των κινδύνων που απορρέουν από την αυξομείωση των τιμών στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων (ΔΕΡ). O οργανισμός εξασφαλίζει δικαιώματα από τη δευτερογενή αγορά βάσει των τρεχουσών αναγκών όπως αυτές προκύπτουν από τους μηνιαίους ρύπους της Αρχής (buy-as-you-pollute). Προκύπτει, επομένως, πως δεν έχει υιοθετηθεί πλάνο διαχείρισης ή μέτρα αντιστάθμισης έναντι της αναμενόμενης αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων μέσα στο 2024.  

Η αναμενόμενη αύξηση των τιμών μέσα στο 2024, καθώς και αλλαγές στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) αναμένεται πως θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις στην τιμή αγοράς δικαιωμάτων. Η τάση των τιμών, δε, είναι εσκεμμένα και κατόπιν σχεδιασμού αυξητική στην εν λόγω αγορά. 

Πρόκειται, επομένως, όπως συμπληρώνει το Δημοσιονομικό, για ένα κόστος για το οποίο θα πρέπει να διασφαλιστεί μεγαλύτερη ασφάλεια καθώς προσεγγίζει ήδη το επίπεδο των 300 εκατ. ευρώ. Ο κίνδυνος υψηλής απόκλισης από τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού της Αρχής είναι ιδιαίτερα υψηλός.  

Μάλιστα, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό, η αγορά δικαιωμάτων βάσει τρεχουσών αναγκών, χωρίς πολιτική διαχείρισης του ρίσκου αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων, προστατεύει την Αρχή από τυχόν κατηγορίες σε περίπτωση όπου οι τιμές υποχωρήσουν προσωρινά μετά την αγορά. Την ίδια στιγμή ωστόσο, συμπλρώνει πως με αυτή την πολιτική αυξάνεται η μέση τιμή και το συνολικό κόστος της αγοράς ΔΕΡ σε βάθος χρόνου.  

Όπως σημειώνει το Δημοσιονομικό, η εν λόγω πολιτική αποκλίνει σημαντικά από τις βέλτιστες πρακτικές

Ως εκ τούτου, αναφέρει το Δημοσιονομικό, προκύπτει πως δεν υφίσταται πολιτική διαχείρισης του ρίσκου αύξησης των τιμών, αλλά μόνο πολιτική διαχείρισης της φήμης των στελεχών της Αρχής, αν μειωθούν οι τιμές μετά την αγορά.  

Η σημερινή διαχείριση βάσει της λογικής «buy-as-you-go», 

  •  Εγκλωβίζει την Αρχή σε μεσοπρόθεσμα αυξητική τάση του εν λόγω κόστους, το οποίο έχει ήδη φτάσει σε τέτοια επίπεδα, που αποτελεί σημαντική μακροοικονομική αδυναμία της χώρας, 
  • αφήνει την Αρχή εκτεθειμένη στις αυξομειώσεις των τιμών, και δη σε μια εποχή κατά την οποία η γενική τάση των τιμών είναι αυξητική,  
  • αποκλείει τις ευκαιρίες εκμετάλλευσης προσωρινών μειώσεων των τιμών για μελλοντικούς σκοπούς, 
  • αποκλείει τις ευκαιρίες αντιστάθμισης του ρίσκου,  
  • αποφεύγει μεν το προσωπικό ρίσκο φήμης (reputation risk) για τα στελέχη της Αρχής (σε περίπτωση που καταγραφεί προσωρινή μείωση των τιμών μετά την αγορά) αλλά ταυτόχρονα διασφαλίζει υψηλότερες μέσες τιμές και συνολικό κόστος σε βάθος χρόνου, 
  • ενισχύει την αβεβαιότητα για το συνολικό κόστος και αυξάνει την πιθανότητα απόκλισης από τον Προϋπολογισμό της Αρχής.  

Παρόμοια φαίνεται πως είναι και η εικόνα σε σχέση με την αγορά καυσίμων, αφού σύμφωνα με το ΔΣΚ ισχύουν οι ίδιες παρατηρήσεις σχετικά με την απόκλιση από τις βέλτιστες πρακτικές για τη διαχείριση του κόστους.  

Σημειώνεται, δε, πως το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μακροοικονομικές αδυναμίες της Κύπρου και ασκεί σημαντικές αυξητικές πιέσεις στον πληθωρισμό και πτωτικές στην ανάπτυξη, ενώ πλήττει τους εμπορικούς όρους και την ανταγωνιστικότητα της Κύπρου.  

Το ΔΣΚ συμπληρώνει επίσης πως, από μόνη της, η απουσία πτωτικής τάσης στους ρύπους της Αρχής είναι λόγος ανησυχίας για την γενικότερη πορεία τα επόμενα χρόνια, εισήγησή μας είναι η άμεση ανάπτυξη και υιοθέτηση πολιτικής διαχείρισης ρίσκου έναντι της αυξομείωσης των τιμών σε καύσιμα και ΔΕΡ.  

Η πρόσφατη απόφαση για αναβάθμιση του σταθμού της Δεκέλειας αποτελεί σημαντικό πρώτο βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, αναφέρει το ΔΣΚ, συμπληρώνοντας ωστόσο την ίδια ώρα πως η Κύπρος εξακολουθεί να έχει μία από τις υψηλότερες εντάσεις ρύπων ως προς την παραγωγή ηλεκτρισμού. Συγκεκριμένα, η παραγωγή ενέργειας στην Κύπρο συνεπάγεται την εκπομπή 589 gCO2/KWh, 247% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (221 gCO2/KWh). Έτσι, σύμφωνα με το ΔΣΚ, κατατάσσεται στην 25η θέση στην ΕΕ, πίσω μόνο από την Εσθονία και Πολωνία, και σημαντικά υψηλότερα από την 24η θέση (Βουλγαρία, 422 gCO2/KWh) . 

Περεταίρω, στα συμπεράσματα του το ΔΣΚ τονίζει πως από μόνο του, το γεγονός ότι ο όγκος ρύπων για τον οποίο θα πρέπει να αγοραστούν δικαιώματα, παραμένει σταθερός, συνιστά αποτυχία στην προσπάθεια ενεργειακής μετάβασης. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως ακόμα και η υπόθεση για σταθεροποίηση των αναγκών αγοράς δικαιωμάτων, φαίνεται να είναι επίφοβη καθώς οι σχεδιασμοί προβλέπουν την αύξηση της καύσης μαζούτ για το 2024, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό της Αρχής.  

Το ΔΣΚ σημειώνει την ανησυχία του για τις εκτιμήσεις που σχετίζονται με το κόστος αγοράς ΔΕΡ για το 2024, καθώς υφίστανται και λόγοι για ανησυχία σε σχέση με το ποσό των δικαιωμάτων που θα πρέπει να εξασφαλιστούν, ενώ, τόσο η τάση όσο και ο σχεδιασμός του συστήματος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής, προμηνύουν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές πλειστηριασμού.  

Επιπλέον, το ΔΣΚ καλεί το Υπουργείο Οικονομικών και τη Βουλή να ασκήσουν πιο αυστηρό έλεγχο στις εκτιμήσεις για τη δαπάνη ΔΕΡ και καυσίμων στον Προϋπολογισμό της ΑΗΚ, καθώς αποτελούν σημαντική μακροοικονομική αδυναμία για την χώρα.  

Επιπλέον, σημειώνει πως σύμφωνα με το σημείωμα Προϋπολογισμού που έχει υποβάλει, η Αρχή σχεδιάζει αύξηση της κατανάλωσης μαζούτ κατά 8.7% σε σχέση με το 2023, σε συνδυασμό και με μείωση κατανάλωσης diesel (που είναι λιγότερο ρυπογόνο) κατά 20%. Την ίδια ώρα εκτιμάται πως λόγω και της κλιματικής αλλαγής, η οποία συνεπάγεται θερμότερα καλοκαίρια και ψυχρότερους χειμώνες, η συνολική ζήτηση για ενέργεια αναμένεται πως θα  αυξηθεί. Μια πιθανή αύξηση του όγκου ρύπων, δε, θα λειτουργήσει σωρευτικά στην απουσία στρατηγικής για διαχείριση του κόστους αγοράς, βάσει και της υφιστάμενης προσέγγισης, buy-as-you-pollute.  

Το Δημοσιονομικό καταληκτικά αναφέρει πως οι εκτιμήσεις για μείωση του κόστους αγοράς ΔΕΡ στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (2024-2026)  εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ως υπεραισιόδοξες. Χαρακτηριστικά, ο Προϋπολογισμός 2024 και ΜΔΠ εκτιμούν μείωση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 3% το 2024, 43.7% το 2025 και 1.2% το 2026, κάτι που δεν στηρίζεται από άλλες προβλέψεις δαπανών οι οποίες να σχετίζονται με  μείωση της παραγωγής ρύπων.  

Χαράλαμπος Ζάκος

Χαράλαμπος Ζάκος