Επανέρχεται το θέμα θέσπισης Κατώτατου Μισθού από τα κόμματα

Τι προνοούν οι 3 προτάσεις νόμου που κατέθεσαν κόμματα και ποια η θέση του Υπουργείου Εργασίας επί του θέματος

ΓΡΑΦΕΙ Ο
ΜΑΡΙΟΣ ΑΔΑΜΟΥ

Την ώρα που η ανεργία έχει ξεπεράσει το 10% και οι επιχειρήσεις, όπως και η οικονομία ευρύτερα, πλήττονται από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, τα κόμματα επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα θέσπισης Κατώτατου Μισθού.

Μάλιστα, σήμερα (8/12) στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας θα συνεχιστεί η συζήτηση των τριών προτάσεων νόμου που κατέθεσαν Συμμαχία Πολιτών, Οικολόγοι και ΕΛΑΜ από το 2018 και μέχρι στιγμής δεν έχουν οδηγηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής προς ψήφιση.

Πάντως, η μόνη πρόταση νόμου που καθορίζει συγκεκριμένα το ύψος του κατώτατου μισθού είναι αυτή της Συμμαχίας Πολιτών, η οποία προνοεί πως «ο κατώτατος μισθός οποιουδήποτε προσώπου για οποιαδήποτε εργασία στη Δημοκρατία ανεξαρτήτως περιοχής, τόπου ή επαρχίας δεν δύναται να είναι χαμηλότερος του ορίου των χιλίων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ (€1.125)».

>>> Διαβάστε ακόμη: Πότε θα καταβληθούν συντάξεις και επιδόματα ενόψει Χριστουγέννων <<<

Οι προτάσεις νόμου
Αναλυτικά, η πρόταση νόμου κατατέθηκε από τον Πρόεδρο της Συμμαχίας Πολιτών, Γιώργο Λιλλήκα, όπως αυτή έχει κατατεθεί από τις 19 Οκτωβρίου 2018 χωρίς να τροποποιηθεί, αποσκοπεί στη θέσπιση προσωρινών διατάξεων, ώστε διά νόμου να καθορισθεί ότι για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2020 ο γενικός κατώτατος μισθός για κάθε εργασία στη Δημοκρατία ανεξαρτήτως περιοχής, τόπου ή επαρχίας δε θα είναι χαμηλότερος του ορίου των χιλίων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ (€1.125). 

Επίσης, με την πρόταση νόμου επιχειρείται και η καθιέρωση ελάχιστης αμοιβής και για το ωρομίσθιο προσωπικό -υπεραγορές, φύλακες, delivery, κ.ά.-. Η εισήγηση είναι για καταβολή 6,81 ευρώ ανά ώρα [€1125/165.12 (μέσος ορός για ώρες μήνα) = €6.81 την ώρα].

Η προτεινόμενη ρύθμιση, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, κρίνεται στην παρούσα φάση αναγκαία, ώστε να συμβάλει στην αποτροπή φαινομένων εκμετάλλευσης, τα οποία σημειώνονται σε αυξημένο βαθμό τον τελευταίο καιρό, παρά τη σημειωθείσα ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας, αλλά και γιατί η ανισότητα μισθών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια εντονότερη.

«Κρίνεται λοιπόν σκόπιμο όπως διά νόμου και για προσωρινή περίοδο δύο (2) ετών, αρχής γενομένης από το έτος 2019, το κατώτατο όριο μισθού καθορισθεί στα χίλια εκατόν είκοσι πέντε ευρώ (€1.125) για όλα τα επαγγέλματα, έτσι που στο μεταξύ να δοθεί χρόνος σφαιρικής μελέτης του θέματος από όλους τους εμπλεκομένους και κατάληξης σε οριστικές αποφάσεις, τόσο επί του ορίου το οποίο θα αποτελέσει τον κατώτατο μισθό στη Δημοκρατία όσο και για τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο καθορισμού αυτού, ήτοι διά νόμου ή μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας», προστίθεται.

«Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της κατοχύρωσης νομοθετικά και επί μονίμου βάσεως γενικού κατώτατου ορίου μισθού, εκεί όπου δεν υφίστανται συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης που αφορά στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και το οποίο συναρτάται άμεσα με παράγοντες όπως η ανεργία, το είδος του επαγγέλματος και οι εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές, αλλά και εργασιακές συνθήκες, παράμετροι οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της ευρύτερης συζήτησης επί του όλου θέματος», επισημαίνεται ακόμη.

>>> Οι οικονομικές εξελίξεις σήμερα <<<

Τι εισηγούνται οι Οικολόγοι
Εξάλλου, σκοπός της πρότασης νόμου που κατατέθηκε από το Κίνημα Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών, είναι η τροποποίηση του βασικού νόμου –περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου-, ώστε το εθνικό κατώτατο όριο μισθού να καθορίζεται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο αντί με διάταγμα του/της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 

Με την ίδια πρόταση νόμου σκοπείται, επίσης, όπως οι Συμβουλευτικές Επιτροπές που διορίζονται από τον/ην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διαβουλεύονται με τους κοινωνικούς εταίρους και τους εμπλεκόμενους φορείς και υποβάλλουν εισηγήσεις στον/ην Υπουργό για ζητήματα που αφορούν στον καθορισμό του εθνικού κατώτατου ορίου μισθού και στα κατώτατα όρια μισθών για οποιαδήποτε εργασία στη Δημοκρατία είτε γενικά είτε σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περιοχή, τόπο ή επαρχία, σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι οι μισθοί που καταβάλλονται είναι αδικαιολόγητα χαμηλοί. 

Η πρόταση ΕΛΑΜ
Η τρίτη πρόταση νόμου προέρχεται από το ΕΛΑΜ και τιτλοφορείται ως «ο περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2018». Κι αυτή η πρόταση αποσκοπεί στην τροποποίηση του «περί Κατώτατου Ορίου Μισθών Νόμου» ώστε να αντικατασταθεί η διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου να εκδίδει Διατάγματα που αφορούν τον καθορισμό κατώτατων ορίων μισθών για εργασία στη Δημοκρατία με την υποχρέωση για έκδοση τέτοιου Διατάγματος, το οποίο να προβλέπει για τον καθορισμό ενός γενικού κατώτατου ορίου μισθού που να ισχύει, εξαιρουμένων ορισμένων περιπτώσεων που προβλέπονται ρητά, καθολικά και χωρίς διάκριση σε όλα τα επαγγέλματα.

Από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις εξαιρούνται μόνο οι μαθητευόμενοι και οι ασκούμενοι σε επάγγελμα που απαιτεί απόκτηση πείρας για σκοπούς εξασφάλισης άδειας του συγκεκριμένου επαγγέλματος, καθώς και οι οικιακοί βοηθοί και οι εργαζόμενοι στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα. Για τις κατηγορίες αυτές παραχωρείται δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να περιλάβει στο πιο πάνω διάταγμα διαφορετικές ρυθμίσεις, αν το κρίνει σκόπιμο.

Επιπρόσθετα, με την πρόταση νόμου οι υφιστάμενες διατάξεις που αφορούν τη δυνατότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να καταργεί κατώτατο μισθό απαλείφεται, ενώ η δυνατότητά του να διαφοροποιεί κατώτατο μισθό με τα εκδοθέντα δυνάμει του νόμου αυτού διατάγματα εξακολουθεί να ισχύει και μπορεί να γίνεται με την έκδοση νέου διατάγματος δυνάμει των προτεινόμενων διατάξεων.

>>> Ροή Ειδήσεων Brief – Επιλεγμένο περιεχόμενο <<<

Η θέση του Υπουργείου Εργασίας
Αξίζει, πάντως, να αναφερθεί πως, επί του θέματος, δηλαδή της θέσπισης Εθνικού Κατώτατου Μισθού, η θέση του Υπουργείου Εργασίας είναι ξεκάθαρη και έχει εκφραστεί πολλάκις.

Μάλιστα, η Υπουργός Εργασίας Ζέτα Αιμιλιανίδου, σε δηλώσεις της την περασμένη Παρασκευή (4/12) μετά την συνάντησή της με τον Πρόεδρο της ΕΔΕΚ, Μαρίνο Σιζόπουλο, τόνισε πως «αυτή τη στιγμή δεν είναι ο χρόνος για εθνικό κατώτατο μισθό». «Η θέση της είναι ότι θα θεσπιστεί εθνικός κατώτατος μισθός όταν υπάρχουν συνθήκες πλήρους απασχόλησης, δηλαδή ανεργία κάτω από το 5%», ξεκαθάρισε.

Επιπρόσθετα η κα Αιμιλιανίδου ανέφερε πως, για το θέμα του κατώτατου μισθού έχει γίνει μελέτη το 2019 με την βοήθεια της Διεθνούς Οργάνωση Εργασίας (ILO), της οποίας τα πορίσματα θα συζητηθούν με τους κοινωνικούς εταίρους όταν υπάρξουν συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

Την πιο πάνω θέση αναμένεται πως θα επαναλάβει και σήμερα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας, ο οποίος προσκλήθηκε να παραστεί στη συζήτηση των προτάσεων νόμου, μαζί με εκπροσώπους της Νομικής Υπηρεσίας, των συνδικαλιστικών οργανώσεων ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ, των εργοδοτικών οργανώσεων ΟΕΒ και ΚΕΒΕ, της ΠΟΒΕΚ και του Συνασπισμού Μικρών Επιχειρήσεων και Αυτοεργοδοτουμένων (ΣΥ.Μ.Ε.Α.).

Μάριος Αδάμου