Επεξεργάζονται πρόταση για επαναφορά στο 60% της ΑΤΑ

  • Ο δύσκολος γρίφος σε προεκλογική περίοδο
  • Οι ακραίες θέσεις και η συμβιβαστική κλιμακωτή αύξηση

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
 

Δύσκολος γρίφος αποτελεί για τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. Κυριάκο Κούσιο η συμφωνία για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες της Brief αυξάνονται τα σενάρια ότι, αν τελικά επιτευχθεί συμφωνία, η ΑΤΑ θα καταβάλλεται μία φορά τον χρόνο και μόνο στο 60% περίπου της ετήσιας αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή.

Η δυσκολία στην εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης για λειτουργία του θεσμού της ΑΤΑ προσκρούει σε δυο αντίθετες θέσεις:

Από τη μια η ΟΕΒ και το ΚΕΒΕ που πιστεύουν ότι, όπως και κάθε άλλος αυτοματισμός αύξησης του εργασιακού κόστους, ο θεσμός της ΑΤΑ είναι επιβλαβής για την οικονομία και θα πρέπει να καταργηθεί όπως έγινε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Θεωρούν ότι η ΑΤΑ θα αυξάνει μόνο τους μισθούς όταν υπάρχει πληθωρισμός, και δεν θα τους μειώνει όταν υπάρχει αποπληθωρισμός. 

Μια σημαντική παράμετρος την οποία παρουσίασε η ΟΕΒ από το 2017 είναι ότι «η ενσωμάτωση της ΑΤΑ στους βασικούς μισθούς που θα ισχύουν στο τέλος του 2017, στρεβλώνει τα δεδομένα και στην πράξη οδηγεί σε καταβολή του 65% περίπου της μελλοντικής ΑΤΑ, αντί του σκοπούμενου 50%».

Το συνδικαλιστικό κίνημα διεκδικεί πλήρη επαναφορά της ΑΤΑ ώστε να αναπληρώνεται η αγοραστική αξία των μισθών με βάση την κίνηση του τιμαριθμικού δείκτη. Μάλιστα, οι συντεχνίες παρουσιάζονται έτοιμες να αποδεχθούν την κλιμακωτή αύξηση του ποσοστού καταβολής της ΑΤΑ μέχρι να επέλθει η πλήρη αποκατάσταση της στο 100%. Ένας από τους κύριους λόγους που υπεραμύνονται του θεσμού  είναι ότι η ΑΤΑ είναι ένας τρόπος να αναπληρωθεί η απώλεια στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και παρουσιάζουν ως παράδειγμα χώρες που κατάργησαν τον θεσμό να σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.

Να σημειωθεί ότι με τη συμφωνία του 2017 η οποία χαρακτηρίστηκε ως μεταβατική τα έτη 2018, 2019 και 2020, η ΑΤΑ θα καταβάλλεται μία φορά τον χρόνο υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο και τρίτο του προηγούμενου έτους θα καταγράφεται θετικός ρυθμός ανάπτυξης και η απόδοσή της θα ανέρχεται στο 50% της ετήσιας αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.