Εργοδότες: Έντονες αντιδράσεις για Κατώτατο – «Μας δημιουργεί κλιμακωτό πρόβλημα»

Οι εργοδότες θέλουν χαμηλότερο και οι Συντεχνίες υψηλότερο, καθώς και καθορισμό εργατοωρών

Την αύξηση του ακαθάριστου Εθνικού Κατώτατου Μισθού μετά από εξάμηνη απασχόληση στα 1.000 ευρώ από 940 ευρώ που είναι σήμερα (μία αύξηση της τάξεως του 6,4%), αποφάσισε κατά τη χθεσινή (20/12) συνεδρία του το Υπουργικό Συμβούλιο, ανάβοντας το «πράσινο» φως στον Υπουργό Εργασίας, Γιάννη Παναγιώτου, για έκδοση νέου Διατάγματιος.

Η απόφαση αυτή, ωστόσο, φαίνεται πως δεν ικανοποιεί, είτε πλήρως είτε εν μέρει, τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργαζόμενους, με τους πρώτους μάλιστα να προειδοποιούν για πυροδότηση αρνητικών εξελίξεων.

Όπως πληροφορείται, μάλιστα, η Brief στον χώρο των επιχειρήσεων επικρατεί μεγάλη δυσαρέσκεια για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με τις αντιδράσεις που ήδη έχουν καταγραφεί να είναι πολύ έντονες.

Ενδεικτικές της δυσαρέσκειας ανάμεσα στις επιχειρήσεις είναι και οι τοποθετήσεις των εργοδοτικών οργανώσεων. Ειδικότερα, σε δηλώσεις του στην Brief o Γενικός Διευθυντής της ΟΕΒ, Μιχάλης Αντωνίου, εξέφρασε απογοήτευση για το γεγονός πως τόσο ο ίδιος όσο και η ομάδα του, όπως είπε, δεν κατάφεραν να πείσουν τον Υπουργό Εργασίας για να μην αυξηθεί σημαντικά ο Κατώτατος Μισθός.

«Μας δυσαρεστεί πολύ η απόφαση, λόγω του ότι αυξάνεται απότομα και σε πολύ σημαντικό βαθμό ο Κατώτατος Μισθός, ενώ την ίδια ώρα μας ανησυχεί και το ενδεχόμενο πρόκλησης ενός ντόμινο εξελίξεων που πιθανότατα να επηρεάσουν και τους υπόλοιπους μισθούς», υπέδειξε ο κ. Αντωνίου.

Από πλευράς ΚΕΒΕ, ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασιακών του Επιμελητηρίου, Αιμίλιος Μιχαήλ, δήλωσε στην ιστοσελίδα μας πως «η απόφαση του Υπουργικού, ως Επιμελητήριο, μας δυσαρεστεί σε μεγάλο βαθμό, γιατί η αύξηση που ανακοινώθηκε, θεωρούμε, είναι πέραν των δυνατοτήτων των επιχειρήσεων».

Ο νέος Κατώτατος που έχει καθοριστεί, πρόσθεσε, «θεωρούμε ότι είναι αρκετά ψηλός και δεν λαμβάνει υπόψη ούτε την παραγωγικότητα, αλλά και ούτε την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως ως Επιμελητήριο είχαμε εισηγηθεί», εκτιμώντας παράλληλα ότι «το κόστος του εργοδότη θα είναι ακόμη μεγαλύτερο από το 6,5% της αύξησης του Κατώτατου Μισθού, ενώ αυτή η αύξηση θα προκαλέσει επιπτώσεις και σε υφιστάμενους μισθούς, αφού κάποιος ο οποίος αμείβεται σήμερα με 1.000 ευρώ κι έχει 1-2 χρόνια υπηρεσία, θα θέλει να διατηρηθεί η υφιστάμενη διαφορά στον μισθό του σε σχέση με κάποιον που προσλαμβάνεται τώρα». 

Επιπρόσθετα ο κ. Μιχαήλ εξέφρασε και την εκτίμηση ότι οι εργοδότες ενδεχομένως, πλέον, να είναι πιο διστατικοί στο να προσλάβουν νέο προσωπικό, καθώς και ότι πιθανότατα θα επηρεαστεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων που μπορεί να είναι σε μία εργασία 1-2 χρόνια λόγω του ότι θα αμείβονται, ενδεχομένως, το ίδιο με ένα εργαζόμενο που συμπληρώνει έξι μήνες στην ίδια εργασία.

Οι αντιδράσεις των Συντεχνιών

Πέραν των εργοδοτικών οργανώσεων, όμως, είτε εν μέρει είτε πλήρως δυσαρεστημένες φαίνεται να είναι και οι Συντεχνίες, με εξαίρεση την ΣΕΚ που αξιολογεί το όλο θέμα θετικά.

Ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας, σε δηλώσεις του στην Brief ανέφερε ότι, «αξιολογούμε θετικά την απόφαση σε σχέση με το ύψος του Κατώτατου Μισθού, αφού ρυθμίστηκε σε ένα όριο όχι κάτω από τα 1.000 ευρώ, όπως ήταν και η θέση μας».

Για την ΣΕΚ, πρόσθεσε, παραμένει ως σημείο αναφοράς το ζήτημα της ωριαίας απόδοσης του Κατώτατου Μισθού, καθώς δεν έχει επέλθει συμφωνία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, «αλλά αποδικοποιούμε θετικά τη δήλωση του Υπουργού Εργασίας στην οποία κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην ωριαία απόδοση του Κατώτατου και στον διάλογο ο οποίος θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί προκειμένου να ρυθμιστεί και αυτό το ζήτημα».

«Συνεπώς, είμαστε ικανοποιημένοι από το γεγονός ότι ο Κατώτατος Μισθός δεν έχει πέσει κάτω από τα 1.000 ευρώ, το οποίο ήταν και το όριο που θέσαμε ως απαραίτητη προϋπόθεση για να κλείσει η όλη διαδικασία. Την ίδια ώρα, όμως, για εμάς η ωριαία απόδοση του Κατώτατου Μισθού είναι ένα θέμα που θα πρέπει να το δούμε και να το επιλύσουμε, καθώς αδικούνται εργαζόμενοι των οποίων το ωράριο εργασίας είναι πέραν των 40 ωρών ανά εβδομάδα, όπως είναι οι φρουροί ασφαλείας και οι καθαριστές/ριες», κατέληξε ο κ. Μάτσας.

Την ίδια ώρα, η ΠΕΟ σε ανακοίνωσή της τονίζει ότι η απόφαση της κυβέρνησης δεν ικανοποιεί την Ομοσπονδία, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, πως «η αύξηση κατά 1.7% στον κατώτατο μισθό πρόσληψης και κατά 6.4% μετά από εξάμηνο υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη δεν αποκαθιστά πλήρως την αγοραστική αξία του κατώτατου μισθού», καθώς και ότι «το ύψος που καθορίστηκε δεν αντικατοπτρίζει την μεγάλη αύξηση στο κόστος διαβίωσης».

Σύμφωνα με την ΠΕΟ, «ακόμη δυσμενέστερα είναι τα δεδομένα για τον κατώτατο μισθό πρόσληψης ο οποίος με βάση την απόφαση δεν αυξάνεται στο ίδιο ποσοστό όπως ο μισθός μετά εξάμηνο υπηρεσία».
 
«Βασικό πρόβλημα συνεχίζει να αποτελεί για την ΠΕΟ ο μη καθορισμός ωριαίας απόδοσης του κατώτατου μισθού, κάτι που ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε εντοπίσει προεκλογικά ως σοβαρή αδυναμία στο διάταγμα που είχε εκδώσει η προηγούμενη κυβέρνηση», σημειώνει η Συντεχνία υποδεικνύοντας πως «η παρούσα κυβέρνηση δεν τόλμησε να προχωρήσει σε ρύθμιση αυτού του ζητήματος. Επαναλαμβάνουμε ότι όσο δεν υπάρχει ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού, διαβρώνεται η ίδια η στόχευση και η αποτελεσματικότητα του».
 
Τέλος, η ΔΕΟΚ σε δική της ανακοίνωσή της, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, καθώς και το γεγονός ότι η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού γίνεται για πρώτη φορά θεωρούμε ότι η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για αύξηση του στο ύψος των €1000 είναι ικανοποιητική.

Ταυτόχρονα, προσθέτει, «δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε την διαφωνία μας για το ποσοστό αναπροσαρμογής του μισθού πρόσληψης το οποίο θα έπρεπε να αυξηθεί στην βάση της ίδιας αναλογίας».

«Η ΔΕΟΚ θεωρεί μείζονος σημασίας το θέμα της ωριαίας απόδοσης τη Εθνικού Κατώτατου Μισθού και αναμένει ότι σύντομα ο Υπουργός Εργασίας θα συγκαλέσει σύσκεψη για διεξαγωγή κοινωνικού διαλόγου», καταλήγει.

ΜΑΡΙΟΣ ΑΔΑΜΟΥ

Μάριος Αδάμου