ΗΠΑ και Βρετανία ο μεγαλύτερος κόμβος ροών «ύποπτων» χρημάτων

Οι πολέμιοι της Κύπρου για τους ολιγάρχες είναι οι πρώτοι παρανομούντες
  • Στο κενό η πρωτοβουλία στις ΗΠΑ για δημιουργία βάσης δεδομένων με ιδιοκτήτες εταιρειών – κέλυφος
  • Έρευνα: «Πέραν των 2 τρις δολαρίων σε “ύποπτες” συναλλαγές μέσω τραπεζών με έδρα τις ΗΠΑ»

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι ο μεγαλύτερος κόμβος ροών «ύποπτων» χρημάτων. Μια μεγάλη αλυσίδα από δικηγόρους, λογιστές και τραπεζίτες, στηρίζουν την παράνομη χρηματοδότηση διά μέσου των δυο χωρών. 

Την ίδια στιγμή, οι δυο αυτές χώρες θέτουν στο στόχαστρο και ασκούν έντονες πιέσεις στην Κύπρο για να «ξεσκεπάσει» τους Ρώσους ολιγάρχες και τους επαγγελματίες που τους στηρίζουν στο νησί. 

Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιοποίησε τον περασμένο Απρίλιο το «The International Consortium of Investigative Journalists»  «η Μονάδα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών (FinCEN) εντοπίζει ότι στα αρχεία της καταγράφεται ότι αξιωματούχοι του κλάδου συμμόρφωσης κατ’ επανάληψη αναζητούν μάταια στα αρχεία τους εταιρείες - κέλυφος για να προσδιορίσουν ποιος ήταν πίσω από αυτές ή ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός τους». 

Όπως αναφέρεται «σε μια περίπτωση, οι τραπεζίτες δεν μπορούσαν να καταλάβουν σε ποιον ανήκαν τα χρήματα που κρύβονταν πίσω από ένα τραπεζικό έμβασμα 100 εκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ δύο εταιρειών - κέλυφος και υπέθεσαν λανθασμένα ότι αφορούσε έναν Βρετανό έμπορο που ασχολείται με φρούτα και λαχανικά. Στην πραγματικότητα,  η εταιρεία ήταν μέρος μιας τεράστιας υπεράκτιας αυτοκρατορίας που σχετιζόταν με τον Σουλεϊμάν Κερίμοφ, Ρώσο δισεκατομμυριούχο και πολιτικό».

Δήθεν διαφύλαξη του συστήματος

Τραπεζικές πηγές στην Κύπρο εξηγούσαν ότι «η αποστολή της FinCEN είναι η διαφύλαξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την παράνομη χρήση και την καταπολέμηση του παράνομου χρήματος και της προώθησης της εθνικής ασφάλειας μέσω της συλλογής, ανάλυσης και διάδοσης χρηματοοικονομικών πληροφοριών και της στρατηγική τους χρήση από τις οικονομικές Αρχές».

Ο Ross Delston, δικηγόρος και ειδικός για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με έδρα την Ουάσιγκτον, δήλωσε στο ICIJ ότι «η απαίτηση από τους τραπεζίτες να διασφαλίσουν τη συγκατάθεση των πελατών τους πριν αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα ιδιοκτησίας είναι ένα από τα τρομακτικότερα “ελαττώματα” της προτεινόμενης διαχείρισης της βάσης δεδομένων από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ».

Για μήνες, η προσπάθεια του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ να δημιουργήσει μια βάση δεδομένων με ιδιοκτήτες εταιρειών - η οποία θα άρει το πέπλο εκατομμυρίων εταιρειών - κέλυφος που είναι επιρρεπείς σε καταχρήσεις στις ΗΠΑ – αντιμετωπίζει σοβαρές καθυστερήσεις και πολλές διαφωνίες.

Ομάδα νομοθετών, εκπροσώπων του κλάδου και υποστηρικτών της διαφάνειας ένωσαν δυνάμεις για να προωθήσουν τον Νόμο για την Εταιρική Διαφάνεια, ο οποίος υπογράφτηκε στις αρχές του 2021. Μετά όμως από αυτό, άρχισαν οι διαφωνίες.

Η πρωτοβουλία καταρρέει

Σύμφωνα με το International Consortium of Investigative Journalists,  «άνθρωποι που πανηγύρισαν για την ψήφιση της νομοθεσίας αποκαλούν τώρα βασικές πτυχές της εφαρμογής του νόμου “άστοχες”, “μοιραίες” και “καταστροφικές”».

Όπως επισημαίνουν, «τα επιχειρήματά τους επικεντρώνονται σε βασικά, σύνθετα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της βάσης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του ποιος θα έχει πρόσβαση στα δεδομένα, πόσο αυστηρή θα είναι η συλλογή και εάν τα δεδομένα θα επαληθευτούν». 

Οι υποστηρικτές της πρωτοβουλίας για περισσότερη διαφάνεια χαρακτήρισαν «το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ ως αδιαφανές και ευάλωτο στο ξέπλυμα χρήματος» και προβάλλουν το επιχείρημα ότι «η δημιουργία μητρώου ιδιοκτητών εταιρειών είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση των παράνομων μετρητών».

Να σημειωθεί ότι, τον Σεπτέμβριο του 2020, η ICIJ, το BuzzFeed News και περισσότεροι από 100 συνεργάτες μέσων ενημέρωσης, δημοσίευσαν τα αρχεία FinCEN, και αποκάλυψαν ότι «περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ύποπτες συναλλαγές που ρέουν μέσω του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος περνούν μέσω τραπεζών με έδρα τις ΗΠΑ». 

Επικαλούμενοι τη δημόσια κατακραυγή που ακολούθησε, οι νομοθέτες των ΗΠΑ κατάρτισαν νομοσχέδιο - ορόσημο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που ονομάζεται νόμος κατά του ξεπλύματος χρήματος, ο οποίος περιλάμβανε τον νόμο περί εταιρικής διαφάνειας. Ο νόμος ανέθετε στο Δίκτυο Επιβολής του Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ - FinCEN - να δημιουργήσει τη νέα βάση δεδομένων και να καταγράψει λεπτομερώς τους κανονισμούς που θα διέπουν το σύστημα.

Στο κενό και το ερωτηματολόγιο

«Ωστόσο», όπως αποκαλύπτεται, «το Υπουργείο Οικονομικών δημοσίευσε ένα προσχέδιο ερωτηματολογίου τον περασμένο Ιανουάριο που θα χρησιμοποιούσαν οι εταιρείες για να αναφέρουν την ιδιοκτησία τους. Το προσχέδιο θα επέτρεπε στις εταιρείες να αναφέρουν ότι η ιδιοκτησία της εταιρείας είναι “άγνωστη” - προφανώς δίνοντας στις ανώνυμες εταιρείες τρόπους για να εξαιρεθούν από το σύστημα».

Μετά την εξέλιξη αυτή οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι στη Βουλή και στη Γερουσία απέστειλαν κοινή επιστολή στο Υπουργείο Οικονομικών προειδοποιώντας ότι «το πλαίσιο του σχεδίου - ερωτηματολογίου θα υποβάθμιζε τον νόμο παρέχοντας στους εγκληματίες και σε άλλους τρόπους διαφυγής». Η επιστολή, με ημερομηνία 3 Απριλίου 2023, όχι μόνο επέκρινε τα όσα ζητούνταν στο έντυπο FinCEN χαρακτηρίζοντάς το «ως υπονόμευση της βάσης δεδομένων», αλλά επίσης ισχυριζόταν ότι «η κίνηση του οργανισμού ήταν αντίθετη με τον νόμο που είχε αναλάβει να εφαρμόσει».

Να σημειωθεί ότι, οι κανόνες πρόσβασης, που κυκλοφόρησαν τον Δεκέμβριο, αναφέρουν ότι οι τοπικοί αξιωματούχοι επιβολής του νόμου θα πρέπει να εξασφαλίζουν άδεια από δικαστήριο κάθε φορά που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα πραγματικής ιδιοκτησίας μιας εταιρείας. Αυτό θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για τους ερευνητές που συχνά εργάζονται σε υποθέσεις που εξελίσσονται γρήγορα και οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις, θα πρέπει να εξετάζουν πολυάριθμα αρχεία ιδιοκτησίας της εταιρείας.