Καθοριστικός αναμένεται πως θα είναι ο πρώτος μήνας του 2024 για τη διατήρηση της εργατικής ειρήνης στον κατασκευαστικό τομέα, αφού εντός Ιανουαρίου αναμένεται να ξεκαθαρίσει το κατά πόσον θα επέλθει συμφωνία ή όχι για ανανέωση της συλλογικής σύμβασης, η οποία έληξε τον Μάιο του 2022 κι έκτοτε δεν υπάρχει κατάληξη.
Πάντως, παρότι καμία πλευρά δεν επιθυμεί να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα, πλέον ο κίνδυνος να παραλύσει ολόκληρη η οικοδομική βιομηχανία, όπως έγινε και το 2013, χρονιά κατά την οποία η απεργία κράτησε 21 ημερολογιακές μέρες (24 Ιανουαρίου-13 Φεβρουαρίου), είναι ορατός.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφεραν στην Brief και οι δύο πλευρές -εργοδότες και εργαζόμενοι-, τα βασικά «αγκάθια» στις μεταξύ τους συζητήσεις για κατάληξη, είναι η συμπερίληψη των κατώτατων μισθών στον κλάδο στον νόμο που βρίσκεται σε ισχύ από το 2020, καθώς και η εργοδότηση προσωπικού από τρίτες χώρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, προς επίλυση των διαφορών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη μεσολαβητική προσπάθεια από πλευράς Υπουργείο Εργασίας, με τον αρμόδιο Υπουργό, Γιάννη Παναγιώτου, να δίδει πίστωση χρόνου στις δύο πλευρές για να τα βρουν μεταξύ τους, χωρίς να χρειαστεί η δική του παρέμβαση.
Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εργασίας ζήτησε την προηγούμενη εβδομάδα και από τις δύο πλευρές να κάνουν ακόμη μία προσπάθεια για εξεύρεση σύγκλισης ή/και συμφωνίας σε σχέση με την ανανέωση της συλλογικής σύμβασης στις οικοδομές και φαίνεται να τέθηκε χρονοδιάγραμμα μέχρι τέλος Ιανουαρίου για να συνεχιστεί ο διάλογος και να αποφασιστούν τα επόμενα βήματα, αναλόγως και των εξελίξεων που θα υπάρξουν.
Τι λέει η ΟΣΕΟΚ
Σε δηλώσεις του στην ιστοσελίδα μας ο Πρόεδρος της ΟΣΕΟΚ, Στέλιος Γαβριήλ, ανέφερε ότι οι διαφορές που υπάρχουν δεν σχετίζονται ουσιαστικά με τις συλλογικές συμβάσεις. Όπως εξήγησε, «τέθηκαν θέματα από πλευράς Συντεχνιών με τα οποία διαφωνούμε. Ένα από αυτά αφορά και την θεσμοθέτηση του μισθού όσων εργάζονται στον κατασκευαστικό τομέα. Με κάτι τέτοιο εμείς διαφωνούμε κάθετα, γιατί από το 2020 έχουν θεσμοθετηθεί τα τέσσερα βασικά άρθρα της συλλογικής σύμβασης, στα οποία περιλαμβάνεται και το Ταμείο Προνοίας, που αποτελούσε μία μεγάλη καινοτομία. Ήταν κάτι που κι εμείς επιθυμούσαμε για να εξασφαλίσουν οι εργαζόμενοι ένα σίγουρο εισόδημα όταν φθάσουν στην ηλικία των 63 ετών», είπε.
«Σε ό,τι αφορά την θεσμοθέτηση του μισθού, θέση μας είναι ότι πρώτα θα πρέπει να λύσουμε πολλά άλλα προβλήματα, τα οποία ταλανίζουν τον κατασκευαστικό κλάδο, όπως είναι η εξεύρεση εξειδικευμένου ικανού προσωπικού για να μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας τα υπό εξέλιξη έργα, καθώς και προσέλκυσης νέων εργαζομένων από τρίτες χώρες. Εμείς αυτό που ζητήσαμε από τον Υπουργό Εργασίας, είναι να γίνουν διακρατικές συμφωνίες με Αίγυπτο, Ινδία και Αρμενία, για να διευκολυνθεί η διαδικασία πρόσληψης προσωπικού από αυτές τις χώρες, καθώς και για να ελέγχεται αυτός ο κόσμος ότι διαθέτει την τεχνογνωσία και να μπορεί να αντιληφθεί τις ανάγκες του κλάδου», εξήγησε.
Την ίδια ώρα ο κ. Γαβριήλ εξέφρασε την θέση ότι, «το να θεσμοθετήσεις ένα μισθό, δεν θα λύσει το πρόβλημα, το οποίο με αυτόν τον τρόπο κατά κάποιο τρόπο θα κρυφτεί κάτω από το χαλί», τονίζοντας πως «ο δικός μας στόχος είναι να δούμε όλα τα θέματα και να τα λύσουμε στην ολότητά τους σε βάθος χρόνου. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που εισηγηθήκαμε να γίνει μία συμφωνία-μνημόνιο συναντίληψης, βάσει του οποίου σε δύο χρόνια να κάτσουμε κάτω όλες οι πλευρές και να βρούμε τρόπους επίλυσης όλων των προβλημάτων που ταλανίζουν τον κλάδο κι ειδικότερα το πρόβλημα που αφορά στην έλλειψη προσωπικού», επεσήμανε.
Ερωτηθείς εάν μπορεί να υπάρξει κατάληξη, ούτως ώστε να αποφευχθούν ενδεχόμενες απεργίες στις κατασκευές, ο Πρόεδρος της ΟΣΕΟΚ υπέδειξε ότι «δεν είναι θέμα ούτε απειλών ούτε καθόδου σε απεργίες για να πετύχει ο οποιοσδήποτε το οτιδήποτε. Πρέπει να αντιληφθούμε το πρόβλημα πιστεύω ότι είμαστε κοντά σε αυτό- και να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να το λύσουμε».
Απαντώντας, δε, σε σχετικό ερώτημα διεμήνυσε πως «πάντα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι θα καταλήξουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί με την επίλυση των προβλημάτων όλοι θα βγούμε κερδισμένοι, και οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι», ενώ έστειλε και το μήνυμα πως «οι συντεχνίες δεν είναι εχθρός των εργοδοτών ούτε οι εργοδότες εχθροί των συντεχνιών. Έχουμε μία μακροχρόνια συνεργασία και πάντα βρίσκουμε τον τρόπο να συνεργαστούμε», κατέληξε ο κ. Γαβριήλ.
Τα «θέλω» των συντεχνιών
Από πλευράς Συντεχνιών, ο Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Οικοδόμων ΟΟΙΜ-ΣΕΚ, Στέλιος Τσιαπουτής, ανέφερε στην Brief ότι οι Συντεχνίες ζητούν τη συμπερίληψη των κατώτατων μισθών πρόσληψης στον νόμο «περί Εργοδοτουμένων στην Οικοδομική Βιομηχανία (Βασικοί Όροι Υπηρεσίας) Νόμο».
«Αυτό είναι το κύριο σημείο τριβής, γιατί οι εργολάβοι δεν δέχονται να γίνει κάτι τέτοιο, προτάσσοντας τον Εθνικό Κατώτατο Μισθό. Για εμάς κάτι τέτοιο είναι ‘κόκκινη’ γραμμή, γιατί ήδη στον κλάδο υπάρχουν συμφωνημένοι κατώτατοι μισθοί, οι οποίοι είναι αρκετά πιο ψηλοί από τον Εθνικό Κατώτατο Μισθό. Δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθούμε οποιοδήποτε άλλο μισθό, πέραν από αυτούς που συμφωνούνται και ισχύουν με βάση την συλλογική σύμβαση», επεσήμανε.
Την ίδια ώρα, συνέχισε, «οι εργοδότες προτάσσουν το ότι δεν υπάρχει προσωπικό για να εργαστεί σε οικοδομές και χρειάζονται περισσότερα χέρια και ζητούν να φέρνουν εργατικό προσωπικό από τρίτες χώρες. Εμείς σε κάτι τέτοιο και το ξεκαθαρίσαμε, δεν είμαστε αρνητικοί, νοουμένου, όμως, πως θα εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για εξεύρεση Κυπρίων και νοουμένου, ακόμη, ότι θα εφαρμοστεί η συλλογική σύμβαση», υπογράμμισε.
Βέβαια, εξήγησε, «θα πρέπει οι όποιες προσλήψεις γίνονται προσωπικού από τρίτες χώρες, να γίνονται υπό κάποιες προϋποθέσεις και να εξαληφθούν φαινόμενα παράνομης εργοδότησης και αδήλωτων εργαζομένων. Αν δεν τεθούν ασφαλιστικές δικλίδες, θα αυξηθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός και μεταξύ των εργοδοτών και μεταξύ των εργοδοτουμένων», είπε.
Σε σχέση με την ανανέωση της συλλογικής σύμβασης, ο κ. Τσιαπουτής τόνισε ότι πρέπει να υπάρξει κατάληξη το συντομότερο γιατί οι συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και 1,5 χρόνο. «Ο χρόνος πιέζει και πρέπει εντός Ιανουαρίου να υπάρξει κατάληξη. Αυτό ήταν κι ένα μήνυμα που μεταφέραμε και στον ίδιο τον Υπουργό Εργασίας. Δεν υπάρχουν περιθώρια να χάσουμε άλλο χρόνο. Εάν δεν υπάρξει κατάληξη, θα πρέπει να κηρυχθεί αδιέξοδο και να δούμε πως θα προχωρήσουμε», συμπλήρωσε.
Ερωτηθείς εάν μπορεί να υπάρξει κατάληξη, ο ΓΓ της Ομοσπονδίας Οικοδόμων ΟΟΙΜ-ΣΕΚ είπε ότι «εμείς είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε με καλή θέληση και βούληση, προκειμένου να κλείσει το θέμα και μας ξενίζει πραγματικά η άρνηση των εργοδοτών για συμπερίληψη και των μισθών στον υφιστάμενο νόμο. Είναι, κατά την άποψή μας, κάτι που θα έπρεπε να επιζητούν και οι ίδιοι, γιατί ο αθέμιτος ανταγωνισμός πλήττει και τους ίδιους».
Κληθείς, δε, να πει πώς θα προχωρήσουν σε περίπτωση που δεν υπάρξει κατάληξη, ο κ. Τσιαπουτής τόνισε πως «εάν δεν υπάρξει κατάληξη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο λήψης μέτρων, συμπεριλαμβανομένης και της απεργίας, παρότι δεν επιθυμούμε να φθάσουμε σε αυτό το σημείο. Ευελπιστούμε να υπάρξει κατάληξη, προκειμένου να μην φτάσουμε στο σημείο που φτάσαμε το 2013, χρονιά κατά την οποία η απεργία κράτησε 21 μέρες», κατέληξε.
Επίσης, από πλευράς Συντεχνιών, ο ΓΓ της Συντεχνίας Οικοδόμων της ΠΕΟ, Μιχάλης Ππανικολάου, εκτίμησε πως εντός Ιανουαρίου αναμένονται είτε θετικές είτε αρνητικές εξελίξεις για το όλο θέμα, το οποίο πλέον βρίσκεται ενώπιον του Υπουργού Εργασίας. Είναι, επεσήμανε, ένα θέμα που βρίσκεται σε εκκρεμότητα εδώ και 1,5 χρόνο και πρέπει επιτέλους να υπάρξει κατάληξη.
Ερωτηθείς για τα «αγκάθια» στις συζητήσεις των δύο πλευρών, ανέφερε πως «το μεγάλο ζήτημα είναι η μη τήρηση των όσων συμφωνούνται από μία μεγάλη εργολάβων. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που ζητήσαμε, προκειμένου να προστατευθούν οι μισθοί, να συμπεριληφθούν κι αυτοί στον νόμο που ισχύει από το 2020. Ελπίζουμε ότι θα πετύχουμε αυτόν τον στόχο, γιατί, πιστεύουμε, θα είναι προς όφελος όλων των πλευρών», επεσήμανε.
Για το θέμα της εργοδότησης προσωπικού από τρίτες χώρες, πρόσθεσε, «θέση μας είναι ότι πρέπει να τεθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρωτίστως πρέπει οι ανάγκες να προκύπτουν κατόπιν κοινής διαπίστωσης εργοδοτών και εργοδοτουμένων, γιατί θέση μας είναι ότι μπορούμε να βρούμε προσωπικό εάν εφαρμοστούν οι συλλογικές συμβάσεις. Ό,τι γίνει θα πρέπει να γίνει σε συνεννόηση με όλα τα μέρη και πρέπει νούσιμα θα πρέπει να χειριστούμε το όλο θέμα, διαφορετικά θα αντιδράσουμε έντονα», προειδοποίησε.
Ερωτηθείς εάν μπορεί να υπάρξει κατάληξη, ο κ. Παπανικολάου είπε ότι «είμαστε αισιόδοξοι ότι θα υπάρξει κατάληξη και θα αποφευχθούν ενδεχόμενα μέτρα αντίδρασης, γιατί σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε τα πράγματα να φθάσουν στα άκρα. Όμως, εάν δεν έχουμε άλλη επιλογή ενώπιον μας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο λήψης μέτρων. Μακάρι να μην φτάσουμε βέβαια σε αυτό το σημείο», κατέληξε.
ΜΑΡΙΟΣ ΑΔΑΜΟΥ