• Προκαθορίζει επιτόκιο πολιτικής από την ΕΚΤ στο 2%
• Προβλέψεις: Οι μισθοί θα είναι η κύρια κινητήρια δύναμη του πληθωρισμού
• Aνοικτό βιβλίο ο Philip Lane για την πορεία επιτοκίων και πληθωρισμού
• Σε διαλέξεις και συνεντεύξεις του προδιαγράφει τη νομισματική πολιτική της Τράπεζας
ΓΡΑΦΕΙ ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
O Philip R. Lane είναι μια διεθνής προσωπικότητα. Ως επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ο άνθρωπος που χαράζει τη γραμμή για τη νομισματική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών της ευρωζώνης και για την πορεία των επιτοκίων. Κάθε του λέξη είναι ευαγγέλιο για τους τραπεζίτες της ΕΚΤ καθώς γνωρίζουν πως ό,τι λέει θα επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος. Σε διαλέξεις που δίνει συχνά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ο Ιρλανδός οικονομολόγος προκρίνει τη νομισματική πολιτική που θα ακολουθηθεί και τις προβλέψεις της ΕΚΤ για την οικονομία και τα μεγέθη της.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Nicholas Owen, κάλεσε τις κυβερνήσεις να αρχίσουν να αναστέλλουν τη δημοσιονομική στήριξη στους καταναλωτές καθώς η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία γίνεται λιγότερο οξεία.
Επίσης, σε διάλεξή του με θέμα «Monetary Policy and Inflation» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, εκτίμησε ότι τα επιτόκια θα ανέλθουν σε περίπου 2%, μόλις ο πληθωρισμός σταματήσει να αποτελεί πονοκέφαλο για την ΕΚΤ.
Σε διάφορες διαλέξεις και συνεντεύξεις του αναφέρεται στα επιτόκια, ένα θέμα που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, και τονίζει πως «οι αγορές δεν θα πρέπει να περιμένουν επιστροφή στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων. Υπάρχει μια καθολική πεποίθηση ότι όταν ο πληθωρισμός σταθεροποιηθεί στο 2%, δεν θα επιστρέψουμε στο προ-πανδημικό σενάριο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης. Επομένως, υπάρχει μια μόνιμη συνιστώσα στην αλλαγή του νομισματικού καθεστώτος. Σε διάφορες έρευνες και στοιχεία, οι επενδυτές προβλέπουν ότι το επιτόκιο πολιτικής θα κατασταλάξει στη γειτονιά του 2%. Μόλις επιστρέψουμε στο στόχο, τότε σε σύγκριση με το προηγούμενο επιτόκιο πολιτικής μας του -0,5%, οι αυξήσεις των επιτοκίων μας κατά 250 μονάδες βάσης θα είναι ουσιαστικά μόνιμες».
Αντίκτυπος μεταβολών
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο, «κατά την ανάλυση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, εξετάζουμε προσεκτικά τον αντίκτυπο των μεταβολών των επιτοκίων στα νοικοκυριά: όχι μόνο τις άμεσες επιδράσεις οι οποίες, ανά πάσα στιγμή, ποικίλλουν μεταξύ δανειοληπτών και αποταμιευτών και μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων - αλλά και τις έμμεσες επιπτώσεις μέσω του αντίκτυπου της νομισματικής πολιτικής στην παραγωγή και την απασχόληση».
«Αυτές ποικίλλουν μεταξύ εκείνων που εργάζονται στους τομείς που είναι πιο ευαίσθητοι στις μεταβολές των επιτοκίων (όπως οι κατασκευές και τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά) και εκείνων που εργάζονται σε λιγότερο κυκλικές βιομηχανίες», αναφέρει.
Όπως εξηγεί «οι κυβερνήσεις πρέπει πάντα να προστατεύουν τους πιο ευάλωτους στην κοινωνία, αλλά τα δημοσιονομικά μέτρα που αντισταθμίζουν άμεσα τον αντίκτυπο των μεταβολών των επιτοκίων μπορεί να είναι προβληματικά όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής και μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικά από άλλες εισοδηματικές πολιτικές».
Διαβάζοντας τις σκέψεις του μέσα από τις δηλώσεις του, αποσαφηνίζονται οι θέσεις της ΕΚΤ σε πολλά τρέχοντα θέματα.
Για παράδειγμα, για τον πληθωρισμό τροφίμων εξηγεί πως «ο πληθωρισμός τροφίμων δεν παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με τη μείωση των τιμών». Μιλώντας στο Trinity College ανάφερε πως «η αύξηση των τιμών στην κατηγορία των αγαθών θα έπρεπε να έχει μειωθεί εμφανώς με το άνοιγμα των αλυσίδων εφοδιασμού παγκοσμίως και την κινεζική οικονομία». Όπως εξήγησε, «η τρέχουσα ισχύς του πληθωρισμού αγαθών υποδηλώνει ότι η χαλάρωση των σημείων συμφόρησης δεν τροφοδοτεί ακόμη τις τιμές λιανικής, ακόμα κι αν υπάρχουν ενδείξεις χαλάρωσης στο ενδιάμεσο στάδιο της αλυσίδας τιμολόγησης».
Εταιρικά κέρδη και μισθοί
Ο πρώην διοικητής της Ιρλανδικής Κεντρικής Τράπεζας συνέδεσε την ανωμαλία – μεταξύ άλλων – με την αύξηση των εταιρικών κερδών. «Τα όρια στις βραχυπρόθεσμες ελαστικότητες προσφοράς σήμαιναν ότι η ανάκαμψη της ζήτησης επέτρεψε στις εταιρείες να αυξήσουν επίσης τα περιθώρια κέρδους σε εκείνους τους τομείς που παρουσιάζουν αναντιστοιχίες προσφοράς - ζήτησης».
Ο οικονομολόγος δεν μασά τα λόγια του αφήνοντας υπονοούμενο για τα κέρδη των εταιρειών οι οποίοι ανέβασαν τις τιμές στον απόηχο της πανδημίας.
Επίσης, λαμβάνει σαφή άποψη στο θέμα της απασχόλησης τονίζοντας πως «μια πιθανή εξήγηση των κενών θέσεων είναι η αύξηση της μερικής απασχόλησης. Ενώ η απασχόληση παραμένει ισχυρή, οι ώρες εργασίας, τα διαφορετικά μέτρα και μια διαφορετική ματιά στην αγορά εργασίας είναι πιο αδύναμη, αντικατοπτρίζοντας ίσως τη μεγαλύτερη συχνότητα μερικής απασχόλησης».
Παραδέχεται πως «οι μισθοί είναι πιθανόν να είναι η κύρια κινητήρια δύναμη του πληθωρισμού τα επόμενα δύο ως τρία χρόνια», υπογραμμίζοντας τη σημασία της μακροπρόθεσμης δυναμικής των μισθών.