Έντονη κριτική στην Κυβέρνηση για σειρά οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, άσκησε σήμερα (9/12) από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής, ο Πρόεδρος της Συμμαχίας Πολιτών, Γιώργος Λιλλήκας, διερωτώμενος, μεταξύ άλλων, «ποιό είναι το όραμα της κυβέρνησης για ένα νέο σύγχρονο και σύνθετο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης;».
>>>Διαβάστε επίσης - LIVE - Η συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού στη Βουλή<<<
Αναφερόμενος ειδικά στον κρατικό προϋπολογισμό του 2020, τόνισε πως, «ούτε αυτός ο προϋπολογισμός διαχέεται από κάποιο όραμα που θα μπορούσε να αλλάξει την Κύπρο, να την κάνει καλύτερη, να δώσει θετικές και ελπιδοφόρες απαντήσεις στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και η κοινωνία μας».
Σε σχέση με το Κυπριακό, αφού επεσήμανε πως η μη λύση του Προβλήματος οφείλεται στην στάση που τηρεί η Άγκυρα, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι «εμείς ευθυνόμαστε γιατί με δογματισμούς και ψευδαισθήσεις επιτρέψαμε στην Τουρκία να οδηγήσει το κυπριακό εκεί που ήθελε».
Όσον αφορά, δε, την τουρκική προκλητικότητα κι εκφράζοντας, μεταξύ άλλων, την θέση πως, «ενδεχόμενα να προχωρήσει σε μια ελεγχόμενη σύρραξη για να μας σύρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό την σκιά του πολέμου», ο κ. Λιλλήκας διερωτήθηκε: «Εμείς, Κύπρος και Ελλάδα τι κάνουμε; Τι στρατηγική έχουμε; Πως προετοιμαζόμαστε για τέτοιες ακραίες ενέργειες; Τι αμυντική θωράκιση έχουμε; Θα συνεχίσουμε την πολιτική της ανοχύρωτης πολιτείας;», διερωτήθηκε.
Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία του Προέδρου της Συμμαχίας Πολιτών:
Η συζήτηση των κρατικών προϋπολογισμών, αναπόφευκτα οδηγεί σε απολογισμό του Κυβερνητικού έργου αλλά και σε αξιολόγηση της Κυβερνητικής πολιτικής για το νέο χρόνο. Οι προϋπολογισμοί αποκρυσταλλώνουν τις Κυβερνητικές προτεραιότητες και αποτυπώνουν τους προσανατολισμούς και ευαισθησίες της εκάστοτε Κυβέρνησης, έναντι των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα μας και των σοβαρών προβλημάτων που βιώνουν οι πολίτες ατομικά αλλά και η κοινωνία σε συλλογικό επίπεδο.
Οι προϋπολογισμοί που καλούμαστε να εγκρίνουμε κινούνται, δυστυχώς, στην παραδοσιακή κουλτούρα διαχειριστικού χαρακτήρα. Αναγνωρίζουμε μιαν προσπάθεια απάμβλυνσης κάποιων κοινωνικών προβλημάτων ή ανισοτήτων, με αύξηση κάποιων κονδυλίων, όμως αυτή η προσπάθεια έχει αποσπασματικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής.
Ούτε αυτός ο προϋπολογισμός διαχέεται από κάποιο όραμα που θα μπορούσε να αλλάξει την Κύπρο, να την κάνει καλύτερη, να δώσει θετικές και ελπιδοφόρες απαντήσεις στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και η κοινωνία μας.
Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στο οποίο και ο τέως και ο νέος Υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκαν, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα επαναλαμβανόμενο αφήγημα που δεν βλέπουμε να υλοποιείται, γιατί απλούστατα δεν συνοδεύεται από τον αναγκαίο σχεδιασμό και προγραμματισμό.
Για χρόνια συζητούμε για την αναγκαιότητα εισαγωγής της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και ηλεκτρονική διακυβέρνηση δεν βλέπουμε.
Βιώσαμε μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση με μεγάλο κοινωνικό κι ανθρώπινο κόστος. Φαίνεται, όμως, ότι δεν έχουμε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος. Τα επαναλαμβάνουμε με πολιτικές που κινούνται στη λογική της αρπακτής και που ευνοούν τους παρακοιμώμενους του κράτους και του συστήματος.
Αναπόφευκτα η μια φούσκα θα διαδέχεται την άλλη και η μια κρίση θα υποκαθιστά την άλλη, με θύματα πάντα τους πολίτες που δεν μετέχουν στα κέρδη αλλά θα κληθούν να πληρώσουν τις ζημιές. Το οικονομικό μας μοντέλο παραμένει το ίδιο και εδράζεται στους ίδιους πυλώνες, που η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται πως είναι ευάλωτοι σε εξωγενείς παράγοντες. Η παραδοχή και η διαπίστωση δεν αρκούν. Δεν αποτελούν θεραπεία.
Ποιό είναι το όραμα της κυβέρνησης για ένα νέο σύγχρονο και σύνθετο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης;
Αναγνωρίζουμε ότι οι δημοσιονομικοί δείκτες έχουν βελτιωθεί.
Ότι το δημόσιο χρέος, που διογκώθηκε λόγω της κακής διαχείρισης και των λανθασμένων Κυβερνητικών αποφάσεων στο ζήτημα του Συνεργατισμού, σημειώνει μείωση έναντι του ΑΕΠ.
Διαπιστώνουμε με ικανοποίηση τη μείωση της ανεργίας και τους ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι, όμως, δεν αντανακλώνται στην πραγματική οικονομία και στη ζωή των ανθρώπων, όπως, επίσης ότι οι προϋπολογισμοί είναι πλεονασματικοί, γεγονός που μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε τη δανειοληπτική μας αξιοπιστία. Δεν μπορούμε, όμως, να μην καυστηριάσουμε το γεγονός ότι για δεύτερη χρονιά, η Κυβέρνηση δαπάνησε μόνο τα μισά κονδύλια αναπτυξιακού χαρακτήρα.
Κι αυτό σε μια εποχή που, όπως είπε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, «η έντονη οικονομική δραστηριότητα δεν αντικατοπτρίζεται σε όλους τους δείκτες της εγχώριας οικονομίας».
Αποτέλεσμα, οι αναπτυξιακοί προϋπολογισμοί να αποδεικνύουν μιαν αναποτελεσματική Κυβέρνηση επαναληπτικών διακηρύξεων.
Οι προϋπολογισμοί ως έχουν αποδεικνύουν πως η Κυβέρνηση δεν έχει διαμορφωμένες και ολοκληρωμένες πολιτικές, για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Και αναφέρομαι σε κοινωνικές αλλά και εκσυγχρονιστικές συστημικές προκλήσεις.
Κύριε Πρόεδρε
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η πιο μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα είναι η κλιματολογική αλλαγή. Τον 20ο αιώνα η ανθρωπότητα βίωσε δυο Παγκόσμιους πολέμους, διχάστηκε σε ιδεολογικούς συνασπισμούς κι ένοιωθε να απειλείται από τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου.
Η απειλή σήμερα λέγεται κλιματολογική αλλαγή κι οφείλεται στη θυσία του περιβάλλοντος για την ανάπτυξη και το κέρδος. Η απειλή δεν είναι μακρινή υπόθεση. Βιώνουμε ήδη τις συνέπειες της κλιματολογικής αλλαγής.
Η Κύπρος βρίσκεται στην πιο ευαίσθητη περιοχή του πλανήτη που απειλείται με ερημοποίηση κι αντί να πρωτοστατούμε είμαστε ουραγοί ως προς την διαμόρφωση κι εφαρμογή πολιτικών φιλικών προς το περιβάλλον. Ουραγοί στους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ. Ουραγοί στην ανακύκλωση και στην αξιοποίηση των ΑΠΕ.
Ως κοινωνία η πιο μεγάλη πρόκληση που βιώνουμε και στην οποία οι προϋπολογισμοί δεν δίνουν ολοκληρωμένη απάντηση, είναι η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και της κοινωνικής συνοχής.
Οι μεγάλες κοινωνικές πληγές, που άνοιξαν η οικονομική κρίση και η κακή διαχείριση της, παραμένουν ανοικτές. Συμπολίτες μας περιθωριοποιούνται.
Η ανεργία, αν και μειώθηκε, παραμένει σε ψηλά επίπεδα, γεγονός που τυγχάνει εκμετάλλευσης από μια μερίδα εργοδοτών. Οι μισθοί που προσφέρονται, ιδιαίτερα στους νέους επιστήμονες συνεχίζουν να είναι εξευτελιστικοί.
Αυτή η απαράδεκτη πρακτική από τη μια πληγώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι ακρωτηριάζει τα όνειρα των νέων μας κι από την άλλη ζημιώνει την ίδια τη χώρα μας, αφού αναπόφευκτα οδηγεί το επιστημονικό μας δυναμικό στη μετανάστευση.
Χώρα που εξάγει τους επιστήμονες της και εισάγει ανειδίκευτο προσωπικό δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα καταστεί ανταγωνιστική σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία η οποία ολοένα και περισσότερο στηρίζεται στην γνώση, στην έρευνα και στην καινοτομία. Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε στο επίπεδο της τιμής. Μπορούμε, όμως, να ανταγωνιστούμε στο επίπεδο της ποιότητας, δεδομένου ότι διαθέτουμε μια στρατηγική προσανατολισμένη σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Είναι γι’ αυτό που ως Συμμαχία Πολιτών καταθέσαμε Πρόταση Νόμου για την νομοθετική ρύθμιση Εθνικού κατώτατου μισθού στα 1100 Ευρώ, όσο είναι ο κατώτατος μισθός στον δημόσιο τομέα.
Μόνο έτσι θα τερματιστεί η εκμετάλλευση των νέων μας και θα ανατραπεί η πολιτική που καθιέρωσε εργαζόμενους δύο ταχυτήτων. Δεν επιδιώκουμε να καταργήσουμε τις συλλογικές συμβάσεις, όπως κάποιες συντεχνίες ανησυχούν. Θέλουμε, όμως, οι συλλογικές συμβάσεις, εκεί και όπου υπάρχουν, να ορίζουν μισθό υψηλότερο από τον Εθνικό κατώτατο μισθό. Ούτε τον θεσμοθετημένο διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων θέλουμε να υποκαταστήσουμε. Με κανένα τρόπο, όμως, δεν θα συναινέσουμε σ’ ένα ατέρμονο διάλογο που θα συντηρήσει την εκμετάλλευση των νέων μας για μερικά ακόμα χρόνια.
Σεβαστός ο διάλογος, όμως, πιο σεβαστή είναι η ποιότητα ζωής και η αξιοπρέπεια των ανθρώπων.
Και ο μέχρι τώρα διάλογος απέδειξε ότι δεν πρόκειται, στο προβλεπτό μέλλον, να φέρει θετικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό κι εμείς πιστεύουμε ότι η Βουλή έχει υποχρέωση να ρυθμίσει με νομοθεσία το ζήτημα, όπως έχουν ήδη πράξει 22 Κράτη Μέλη της Ε.Ε. Είναι ελπιδοφόρο ότι το ζήτημα αυτό απασχολεί σήμερα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι άνθρωποι με αναπηρίες, οι άνεργοι, οι πολυμελείς οικογένειες, οι συνταξιούχοι ζουν σε απαράδεκτες συνθήκες που πληγώνουν την αξιοπρέπεια τους.
Αυτά τα προβλήματα δεν επιλύονται με πυροσβεστικές προσεγγίσεις, με έκτακτα συμπληρωματικά επιδόματα.
Αυτοί οι συνάνθρωποι μας, συνεισφέρουν στον εθνικό πλούτο κι έχουν δικαίωμα να ζήσουν ισότιμα και με αξιοπρέπεια.
Δεν ζητιανεύουν από το Κράτος. Απλά προσδοκούν ότι το κράτος τους θα νοιαστεί πραγματικά για τις ανάγκες τους και θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι τους. Κι αυτό μπορεί να γίνει με μια δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου εθνικού πλούτου στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης και σύνθετης πολιτικής με όραμα και κοινωνική ευαισθησία. Σήμερα οι πολίτες νοιώθουν ότι έχουν ένα Κράτος που δεν νοιάζεται γι’ αυτούς.
Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι ένας στους τέσσερεις Κύπριους βιώνει τον κίνδυνο της φτώχειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η θέση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος με βάση τον δείκτη Gini αποδεικνύει ότι ο παραγόμενος εθνικός πλούτος συνεχίζει να κατανέμεται με πολύ άνισο τρόπο ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές και παραγωγικές ομάδες. Αποτέλεσμα τούτου είναι να συρρικνωθεί η μεσαία τάξη και να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ των λίγων πολύ πλούσιων και των πολλών πολύ φτωχών.
Εμείς θέλουμε ένα Κράτος που δεν θα εγκαταλείπει κανένα από τα παιδιά του. Ένα τέτοιο Κράτος θα το αγαπήσουν οι πολίτες και θα το υπηρετήσουν με χαρά.
Όπως πέρσι, έτσι και φέτος τονίζουμε την ανάγκη για αναθεώρηση και εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού μας συστήματος το οποίο, από μόνο του, αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα και την άδικη μεταχείριση των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, στους οποίους χρωστούμε τη ζωή μας και πολλά άλλα. Κανένας συνταξιούχος δεν πρέπει να παίρνει σύνταξη κάτω από το όριο της φτώχειας. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας.
Χαιρετίζουμε το γεγονός ότι το αρμόδιο Υπουργείο έχει εξαγγείλει μελέτη για τον σκοπό αυτό. Ελπίζουμε σύντομα να έχουμε ενώπιων μας τα πορίσματα αλλά και σχετική Κυβερνητική Πρόταση.
Για άλλη μια χρονιά, η χώρα μας βρίσκεται στην χειρότερη θέση παγκοσμίως όσο αφορά την γεννητικότητα.
Ο πληθυσμός μας έχει μειωθεί σε περίοδο ειρήνης, εξαιτίας της σοβαρής υπογεννητικότητας. Σύντομα θα βιώσουμε τις συνέπειες αυτού του προβλήματος που παίρνει διαστάσεις εθνικής πληγής. Σύντομα θα ανατραπεί η απαραίτητη ισορροπία ή αναλογία μεταξύ συνταξιούχων και ενεργού πληθυσμού που διασφαλίζει ένα υγιές και βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτή η αρνητική πορεία δεν ανατρέπεται με μπαλλοματικές λύσεις όπως η μερική αύξηση του επιδόματος τέκνου.
Απαιτείται μια ολοκληρωμένη και πολυεπίπεδη πολιτική πληθυσμιακής ανάπτυξης που θα δημιουργήσει τις υποδομές και τις υπηρεσίες που θα στηρίζουν την οικογένεια.
Σε αυτά τα προβλήματα έρχεται να προστεθεί και ένα νέο, πρωτόγνωρο για την Κύπρο, πρόβλημα. Αυτό των αστέγων.
Η οικονομική κρίση με την ανεργία και τη σοβαρή μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα, οδήγησε χιλιάδες συμπατριώτες μας στην αδυναμία να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Το Σχέδιο Εστία που εξήγγειλε η Κυβέρνηση θα είναι ιδιαίτερα ευεργετικό για τις τράπεζες και για ένα μεγάλο μέρος των στρατηγικών κακοπληρωτών που θα τύχουν επιδότησης του δανείου τους με λεφτά του Κύπριου φορολογούμενου.
Τα πραγματικά θύματα της οικονομικής κρίσης, όπως φαίνεται από τον πολύ μικρό αριθμό των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί, δεν θα μπορέσουν να επωφεληθούν. Ιδιαίτερα εκείνοι που είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω πολύ χαμηλών εισοδημάτων αδυνατούν να πληρώνουν την όποια δόση.
Αυτή η πραγματικότητα θα οδηγήσει, σύντομα, σε ακόμα πιo μαζικές εκποιήσεις πρώτης κατοικίας.
Την πρακτική των Τραπεζών θα ακολουθήσουν σύντομα τα επενδυτικά ταμεία που αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα ενυπόθηκα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών. Θέλω κι από το βήμα αυτό, να καυτηριάσω την ανοχή που επιδεικνύει η Κεντρική Τράπεζα έναντι των κακών πρακτικών που εφαρμόζουν οι εμπορικές τράπεζες στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης δανείων. Η Κεντρική Τράπεζα φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την τραπεζική κρίση, γιατί όταν έπρεπε δεν άσκησε ως όφειλε τον εποπτικό της ρόλο. Συνεχίζοντας την ίδια ανοχή αναλαμβάνει μερίδιο ευθύνης και για το διογκούμενο πρόβλημα αστέγων.
Εκπληκτική, όμως, είναι και η Κυβερνητική απάθεια στο όλο ζήτημα.
Η Κυβέρνηση δεν έχει διαμορφώσει πολιτική για κοινωνική στέγη. Παραμένει απαθής θεατής, ωσάν και το Κράτος να μην έχει ευθύνες, να μην αναγνωρίζει ως δικά του παιδιά, την κατηγορία των αστέγων.
Τα κίνητρα που προσφέρει στους ιδιώτες επιχειρηματίες ανάπτυξης γης δεν θα λύσουν το πρόβλημα. Ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν και οι Δημοτικές Αρχές.
Είναι ευκαιρία τώρα που θα συζητηθεί η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αυτός ο τομέας κοινωνικής δράσης να ενταχθεί στις προτεραιότητες και αρμοδιότητες των Δήμων. Μπορούμε να μάθουμε πολλά από πετυχημένες πρακτικές Δήμων όπως του Λονδίνου και της Βιέννης.
Συναφές είναι και το πρόβλημα των ψηλών ενοικίων. Θύματα, κυρίως οι νέοι, οι φοιτητές και ιδιαίτερα τα νεαρά ζευγάρια. Και σ’ αυτό το πρόβλημα η Κυβέρνηση απαντά με αποσπασματικά μέτρα όπως είναι το επίδομα ενοικίου.
Πιο δραστικό κι αποτελεσματικό μέτρο θα ήταν η αξιοποίηση του ΚΟΑΓ, όπως, ως Συμμαχία Πολιτών εισηγηθήκαμε, για ανέγερση φοιτητικών εστιών και διαμερισμάτων χαμηλού κόστους και χαμηλού ενοικίου, έτσι ώστε να δημιουργηθούν πιο υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά. Ο νόμος της αγοράς που η Κυβέρνηση φαίνεται να έχει θεοποιήσει, δεν έχει κοινωνικές ευαισθησίες και δεν λειτουργεί ορθολογικά χωρίς τη ρυθμιστική παρέμβαση της πολιτείας.
Στις συνθήκες που επικρατούν στην Κύπρο, ο νόμος της αγοράς στον τομέα της στέγης μεγιστοποιεί τα ιδιωτικά κέρδη αλλά ταυτόχρονα μεγιστοποιεί και την κοινωνική δυστυχία και τον ανθρώπινο πόνο.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η παγκοσμιοποίηση έχει βάλει τη χώρα μας σ’ ένα ανοικτό ανταγωνιστικό περιβάλλον. Με ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε θα πρέπει να τολμήσουμε να επιφέρουμε εκείνες τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στο κράτος, στην οικονομία και στην κοινωνία να γίνουμε όχι απλά καλύτεροι αλλά οι καλύτεροι.
Το μεταρρυθμιστικό, όμως, πρόγραμμα πρέπει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα και στις πραγματικές αδυναμίες και στρεβλώσεις του κράτους και της οικονομίας κι όχι να ικανοποιούν αποτυχημένες ιδεοληψίες και δογματισμούς.
Μέσα στο 2019 μπορέσαμε, Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο, σ’ ένα πνεύμα σύμπνοιας, να εφαρμόσουμε την πρώτη φάση του ΓΕΣΥ.
Ως Συμμαχία Πολιτών πρωτοστατήσαμε στο να μπεί σε εφαρμογή η μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών.
Στηρίξαμε, με όλες μας τις δυνάμεις το αρμόδιο Υπουργείο για να ξεπεράσει προβλήματα και σκοπέλους απ’ αυτούς που έθεταν το προσωπικό τους οικονομικό συμφέρον πάνω από την κοινωνία και το αγαθό της υγείας.
Χαιρόμαστε γιατί οι πολίτες αγκάλιασαν το ΓΕΣΥ. Νοιώθουμε ικανοποιημένοι γιατί η πλειοψηφία των γιατρών της χώρας έχει ενταχθεί στο ΓΕΣΥ.
Μας γεμίζει αισιοδοξία το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός Ιδιωτικών Κλινικών μπαίνει σε διάλογο με τον ΟΑΥ για την υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας.
Μας απογοητεύει, όμως, και μας προβληματίζει η αθέτηση των δεσμεύσεων του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη. Η Συμφωνία που κάναμε στη σύσκεψη στο Προεδρικό δεν περιλάμβανε μόνο τη δική μας δέσμευση για στήριξη του ΓΕΣΥ και υπερψήφιση των σχετικών νομοσχεδίων.
Περιλάμβανε και τη δέσμευση της Κυβέρνησης να ενισχύσει τα Κρατικά Νοσηλευτήρια. Να δημιουργήσει νέες υποδομές και να τα εκσυγχρονίσει σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ιατρικό προσωπικό.
Σήμερα, 6 μόλις μήνες πριν από την εφαρμογή της δεύτερης φάσης του ΓΕΣΥ, η κατάσταση στα Κρατικά Νοσηλευτήρια είναι απογοητευτική.
Τα προβλήματα παραμένουν άλυτα, με αποτέλεσμα να είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ΓΕΣΥ τον ερχόμενο Ιούνιο. Ο ΟΚΥΠΥ δείχνει αδύναμος να επιτελέσει το έργο της αυτονόμησης.
Η Κυβέρνηση φέρει ευθύνη για αυτή την κατάσταση. Χωρίς αποτελεσματικά Κρατικά Νοσηλευτήρια το ΓΕΣΥ θα αποτύχει. Η μη ενίσχυση τους ισοδυναμεί με υπόσκαψη του ΓΕΣΥ.
Ελπίζω αυτό να μην αποτελεί συνειδητή επιλογή της Κυβέρνησης για να μεταφερθούν οι ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα, στο μοντέλο των Κυπριακών Αερογραμμών.
Για να καταστούμε ανταγωνιστική ως χώρα πρέπει να διαθέτουμε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος.
Αυτή τη διαπίστωση την ασπαζόμαστε όλοι, όμως δεν διαφαίνεται να υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση για ριζοσπαστική μεταρρύθμιση των δομών και διαδικασιών του Κράτους μας, που σχεδιάστηκε σε άλλες συνθήκες και δεδομένα και που σήμερα χαρακτηρίζεται από μια δύσκαμπτη γραφειοκρατία.
Χαιρετίζουμε το γεγονός ότι το Υπουργείο Εσωτερικών εξήγγειλε δράσεις για μεταρρύθμιση του συστήματος έκδοσης Πολεοδομικής Άδειας.
Μας ικανοποιεί το γεγονός ότι υιοθετήθηκε στην ουσία η φιλοσοφία της δικής μας Πρότασης Νόμου.
Περιμένουμε να δούμε ολοκληρωμένη την Κυβερνητική Πρόταση και τα σχετικά χρονοδιαγράμματα υλοποίησης τα οποία εκ πρώτης όψεως μας φαίνονται εκτεταμένα.
Μεταρρύθμιση επιβάλλεται να γίνει και στο φορολογικό μας σύστημα. Η Κυβέρνηση μετά από 7 χρόνια διακυβέρνησης απέτυχε να πατάξει το διαχρονικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής.
Η φιλοσοφία και η πρακτική του διακανονισμού θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, γιατί στην πράξη οδηγεί σε επιβράβευση των φοροφυγάδων.
Τους προσφέρει κίνητρα για φοροδιαφυγή αντί για συμμόρφωση με τον νόμο και τις ευθύνες τους, ενώ την ίδια ώρα θέτει τον ευσυνείδητο και συνεπή πολίτη στη θέση του νόμιμου ηλίθιου.
Η φοροδιαφυγή πρέπει, ως ποινικό αδίκημα, να οδηγεί τους παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης έστω και αν έχει επιτευχθεί συμφωνία διακανονισμού. Δεν μπορεί το ποινικό αδίκημα να παραγράφεται.
Μια άλλη, απλή, μεταρρύθμιση που θα συμβάλει τα μέγιστα στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, της αδιαφορίας, της εγκληματικής αμέλειας αλλά και της κατάχρησης εξουσίας, είναι η εισαγωγή της αρχής της προσωπικής αστικής ευθύνης.
Το όποιο κόστος προκύπτει, από αμέλεια ή μεροληπτικές αποφάσεις, στο δημόσιο ή στους πολίτες θα πρέπει να το αναλαμβάνουν αυτοί που ευθύνονται. Αυτό σημαίνει πραγματική λογοδοσία.
Πολλά από τα κακώς έχοντα στο Κράτος μας οφείλονται στην κουλτούρα συγκάλυψης και της μη ουσιαστικής απονομής και ανάληψης ευθύνης. Αποτέλεσμα τούτου είναι λειτουργοί του κράτους που ασκούν με αμέλεια κι αδιαφορία τα καθήκοντα τους να μην έχουν καμία προσωπική επίπτωση για τις συνέπειες της πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων τους. Το ίδιο ισχύει και για υπουργούς η αδιαφορία ή οι αποφάσεις των οποίων ζήμιωσαν το δημόσιο.
Έτσι μας προέκυψαν το φιάσκο με την κατοχύρωση του χαλουμιού, το ξεπούλημα του Συνεργατισμού με την παροχή κρατικών εγγυήσεων, οι φόνοι των εφτά αλλοδαπών γυναικών, η αυτοκτονία ενός δεκατετράχρονου, η κυπριοποίηση καταζητούμενων από την Ιντερπόλ, για να αναφέρω μόνο μερικά από τα πρόσφατα περιστατικά που στιγμάτισαν την κοινωνία μας και εξέθεσαν το κράτος μας.
Στην περσινή μου, ομιλία, είχα εκφράσει την ευχή το πόρισμα για τον Συνεργατισμό να μην έχει την ίδια τύχη προηγούμενων πορισμάτων, δηλαδή την απαξίωση από αυτούς που θα υποδειχθούν ως υπεύθυνοι. Η παράδοση όμως συνεχίστηκε.
Ενόσω δεν εισάγεται με νομοθεσία η έννοια της προσωπικής αστικής ευθύνης για όσους ασκούν εξουσία, διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή αποτελούν μέλη της διοίκησης ανεξαρτήτου βαθμίδας, το φαινόμενο θα διαιωνίζεται.
Τα πορίσματα Ερευνητικών Επιτροπών θα διαδέχονται το ένα το άλλο κι όλα θα καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων. Οι θεσμοί θα διαβρώνονται και η απαξίωση από μέρους των πολιτών θα διογκώνεται.
Μπορούμε να φτιάξουμε ένα αποτελεσματικό κράτος το οποίο θα χαρακτηρίζει η διαφάνεια και η ισονομία; Ένα κράτος του οποίου οι υπηρεσίες και οι λειτουργοί θα λειτουργούν με κανόνες και πρωτόκολλα και θα έχουν ως μοναδική έγνοια την εξυπηρέτηση και προστασία του πολίτη;
Ασφαλώς μπορούμε αρκεί να αλλάξουμε πολιτική κουλτούρα και να υιοθετήσουμε αυτή της αξιοκρατίας, της λογοδοσίας και της επιβράβευσης, μη διαχωρίζοντας λειτουργούς και πολίτες σε ημέτερους και υμέτερους. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως ένα τέτοιο κράτος οι πολίτες θα το αγαπήσουν και το στηρίξουν γιατί θα το νιώθουν δικό τους.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το μέλλον του κράτους μας, των παιδιών μας δεν θα κριθεί κύρια από όλα όσα έχω προαναφέρει, γιατί απλούστατα λανθασμένες οικονομικές πολιτικές διορθώνονται, διαφορετικές πολιτικές μπορούν να επουλώσουν κοινωνικές πληγές και να αποδώσουν κοινωνική δικαιοσύνη.
Το μέλλον μας σ’ αυτή τη γη εξαρτάται από το αν καταφέρουμε να ελευθερώσουμε την ημικατεχόμενη πατρίδα μας, να αποκαταστήσουμε την εδαφική της ακεραιότητα και κυριαρχία και καταστήσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία ένα σύγχρονο δημοκρατικό Κράτος δικαίου, πραγματικά και πλήρως ανεξάρτητο, χωρίς ξένα στρατεύματα, εποίκους και εγγυήσεις με επεμβατικά δικαιώματα σε τρίτες χώρες.
Δεν έχουμε πετύχει ακόμα αυτό τον εθνικό στόχο, αφού η πατρίδα μας παραμένει ημικατεχόμενη, οι πρόσφυγες μας μακριά από τα σπίτια τους και οι εγκλωβισμένοι μας αγωνίζονται να κρατηθούν στη «γη που τους γέννησε».
Στην περσινή μου ομιλία από αυτό το βήμα είχα προβλέψει ότι μετά τις Διασκέψεις της Γενεύης και του Κρανς Μοντανά οι επιλογές μας δεν ήταν πλέον μεταξύ μιας καλής και μιας κακής λύσης αλλά μεταξύ μιας κακής και μιας καταστροφικής λύσης.
Δεν επιρρίπτω ευθύνη σε κανένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τη μη λύση και το αδιέξοδο στην εθνική μας υπόθεση. Η Τουρκία ευθύνεται για την εισβολή και την κατοχή, για τα διαχρονικά αδιέξοδα. Εμείς ευθυνόμαστε γιατί με δογματισμούς και ψευδαισθήσεις επιτρέψαμε στην Τουρκία να οδηγήσει το κυπριακό εκεί που ήθελε. Ευθυνόμαστε γιατί δεν αξιολογήσαμε σωστά και ρεαλιστικά τους επεκτατικούς στόχους και την τακτική της Τουρκίας.
Αντίθετα πιστεύαμε ότι υποχωρώντας κι ικανοποιώντας απαράδεκτες αξιώσεις της θα έδειχνε πνεύμα συναίνεσης. Ότι θα την πείθαμε με επιχειρήματα να συμβιβαστεί όχι για μια δίκαιη αλλά έστω βιώσιμη λύση.
Ακόμα και σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά το αδιέξοδο στο Κρανς Μοντανά, μετά την συνεχιζόμενη εισβολή της στην ΑΟΖ μας, μετά τις απειλές για επανάληψη του ´74, συνεχίζουμε με αυτοσχεδιασμούς να κινούμαστε στην ίδια σουρεαλιστική προσέγγιση του κυπριακού.
Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε θετική εξέλιξη ένα άνευ ουσίας και στόχου δείπνο.
Να ικανοποιούμαστε γιατί ο ΓΓ του ΟΗΕ παραπέμπει κάπου στο μέλλον για μιαν άτυπη πενταμερή, όπως το είχε απαιτήσει η Άγκυρα.
Μια πενταμερή διάσκεψη στην οποία ο ΓΓ ελπίζει ότι θα συζητήσουμε τους όρους αναφοράς. Θα συζητήσουμε με την ελπίδα να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για το τι και πως θα διαπραγματευθούμε αργότερα, σε μια επίσημη Διάσκεψη. Κι εμείς δηλώνουμε έτοιμοι να συμμετάσχουμε στην άτυπη πενταμερή, την οποία η Τουρκία απαίτησε και για την οποία ξεκαθάρισε ότι αυτό που θα συζητήσει είναι νέες ιδέες και νέα μοντέλα για λύση του κυπριακού.
Τα δεδομένα, οι πραγματικότητες και οι διακηριγμένοι στόχοι της Άγκυρας δεν επιτρέπουν καμία ρεαλιστική αισιοδοξία.
Αντίθετα, όλα δείχνουν πως ελλοχεύουν τεράστιοι κίνδυνοι από μια τέτοια άτυπη πενταμερή.
Ας αναλογιστούμε τι θα συμβεί και πως θα ερμηνευθεί μια αποτυχία αυτής της πενταμερούς, που είναι και το πιο πιθανό ενδεχόμενο. Ποιό θα ναι το μήνυμα προς την διεθνή κοινότητα; Δεν θα πουν όλοι πως αυτοί ούτε στο τι θα συζητήσουν δεν μπορούν να συμφωνήσουν, πόσο μάλλον σε μια λύση του κυπριακού;
Εκτός κι αν εκτιμούμε ότι στο προβλεπτό μέλλον ο Ερντογάν θα αλλάξει πολιτική και θα εγκαταλείψει τους στόχους του για αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για τη «γαλάζια πατρίδα» και για τα «σύνορα της καρδιάς».
Η σκληρή πραγματικότητα, όμως, άλλα δείχνει. Η Τουρκία έχει συγκεκριμένους στόχους οι οποίοι συνιστούν απειλή για μας και τους γείτονες της.
Θέλει να καθιερωθεί ως η υπερδύναμη της περιοχής κι έτσι συμπεριφέρεται. Κι ως υπερδύναμη επιχειρεί με την στρατιωτική της ισχύ να επιβάλει τη βούληση της, να διευρύνει τα σύνορα της, την επιρροή της και να εξασφαλίσει και τους αναγκαίους ενεργειακούς πόρους. Η Τουρκία έχει αποκτήσει μια καθόλου ευκαταφρόνητη στρατιωτική βιομηχανία, διαθέτει τρεις στρατιωτικές βάσεις σε τρεις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Εξοπλίστηκε με S400 και προαγγέλλει την απόκτηση αεροπλανοφόρων.
Δεν διστάζει να δοκιμάσει τις αντοχές και τα όρια τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας.
Όσο για την ΕΕ την έχει προ πολλού σε ανυποληψία εξαιτίας της ανοχής και της αδυναμίας που η Ευρώπη επιδεικνύει.
Οι προκλήσεις της Τουρκίας απέναντι στην Κύπρο δεν είναι σπασμωδικές ή μεμονωμένες πράξεις. Είναι μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής. Δεν θα τερματίσει τις γεωτρήσεις της στην κυπριακή ΑΟΖ. Ούτε και θα αρκεστεί σε αυτές. Η πρόσφατη Συμφωνία που η Τουρκία έχει συνάψει με την Λιβύη, αυτό αποδεικνύει. Σ’ αυτή την πρόκληση μια είναι η απάντηση: η ταυτόχρονη υπογραφή συμφωνίας καθορισμού της ΑΟΖ ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα, και την Αίγυπτο με την Ελλάδα.
Ενόσω εμείς παθητικά θα αναμένουμε τον ΓΓ του ΟΗΕ να συγκαλέσει την άτυπη πενταμερή η Τουρκία θα δημιουργεί νέα τετελεσμένα, αυτή τη φορά στην Αμμοχωστο κι αργότερα στην νεκρή ζώνη. Οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου δηλώνουν ότι δεν αποκλείουν η Τουρκία να επιχειρήσει ένα θερμό επεισόδιο. Εγώ λέω ενδεχόμενα να προχωρήσει σε μια ελεγχόμενη σύρραξη για να μας σύρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό την σκιά του πολέμου.
Το ερώτημα είναι: εμείς, Κύπρος και Ελλάδα τι κάνουμε; Τι στρατηγική έχουμε; Πως προετοιμαζόμαστε για τέτοιες ακραίες ενέργειες; Τι αμυντική θωράκιση έχουμε; Θα συνεχίσουμε την πολιτική της ανοχύρωτης πολιτείας;
Το 2023, που ο Ερντογάν κήρυξε ως το έτος που θα διευρύνει τα σύνορα της Τουρκίας, αναθεωρώντας την Συνθήκη της Λωζανης, πλησιάζει. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω, όσο κουραστικός κι αν γίνομαι, πως πρόκειται για απειλή κι όχι για απλό αφήγημα. Απειλή για προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών μας. Και για ένα μικρό κράτος, είναι πιο εύκολο με σωστή πρόβλεψη και προληπτική πολιτική να αποτρέψει ένα γεγονός από να το ανατρέψει όταν αυτό επισυμβεί.
Ένα σοβαρό κράτος προετοιμάζεται για όλα τα σενάρια και ενδεχόμενα κι ας μη χρειαστεί να υλοποιήσει τους σχεδιασμούς του.
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριες και κύριοι συνάδελφοι,
Δεν θέλω να γίνομαι μάντης κακών. Όμως η σοβαρότητα της κατάστασης δεν μου επιτρέπει ούτε να στρουθοκαμηλίζω ούτε να παραβλέπω την ωμή πραγματικότητα.
Αυτά τα ζητήματα είναι που πρέπει να απασχολήσουν τις κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας, το Εθνικό Συμβούλιο και μια Πανεθνική Διάσκεψη. Δεν βρισκόμαστε πλέον σε μια παγιωμένη κατάσταση αλλά μπροστά σε μια επεκτατική κι επιθετική αναθεωρητική πολιτική από πλευράς Τουρκίας.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Πέρσι έκλεισα την ομιλία μου λέγοντας ότι ο κόσμος αλλάζει, τα δεδομένα και τα ισοζύγια δυνάμεων αλλάζουν, οι συμμαχίες αλλάζουν.
Μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο δεν αποτελεί δείγμα συνέπειας ή εξυπνάδας η επιμονή μας σε κάτι που αποφασίστηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, σε άλλες συνθήκες και με άλλα δεδομένα. Είναι δείγμα συντηρητισμού, στενοκεφαλιάς και ένδειξη αδυναμίας να κατανοήσουμε τις αλλαγές γύρω μας. Εξυπνάδα είναι να μπορείς να προσαρμόζεις τους στόχους και στρατηγικές σου στο νέο περιβάλλον και στα νέα δεδομένα για να έχεις αποτέλεσμα.
Φέτος προσθέτω: το περιβάλλον γύρω μας έχει πλέον αλλάξει. Τα νέα δεδομένα είναι δυστυχώς άκρως αρνητικά κι επικίνδυνα για μας. Αν δεν το έχουμε αντιληφθεί τότε πολύ φοβάμαι το τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε για τις αυταπάτες μας θα ναι τραγικό.