Πέναλτι 12%: Τρέμουν για τους κλυδωνισμούς στα δημόσια οικονομικά

• Οι φόβοι του Υπουργείου Οικονομικών για την κατάργηση του στη σύνταξη
• Ναι, υπό προϋποθέσεις, εάν παρουσιαστεί τεκμηριωμένη αναλογιστική μελέτη
• Στα €100 εκατ.+ το ετήσιο κόστος κατάργησης του 12% - Υπολογισμοί επί Υπουργίας Ζέτας
• Στα χέρια του ILO και πάλι η βιωσιμότητα του Ταμείου

 

Ισχυρούς «πονοκεφάλους» προκαλεί στο Υπουργείο Οικονομικών η πρόθεση της Κυβέρνησης, με εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για κατάργηση της αναλογιστικής μείωσης του 12% που αναπροσαρμόζεται στη σύνταξη όσων αφυπηρετούν πρόωρα στο 63ο αντί στο 65ο έτος της ηλικίας τους. 

Γι’ αυτό και ο Υπουργός Οικονομικών κ. Μάκης Κεραυνός θα δώσει το «πράσινο» φως για κατάργηση του 12% μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, και εφόσον του παρουσιαστεί αναλογιστική μελέτη και εμπεριστατωμένες απόψεις για τις επιπτώσεις που θα προκύψουν στα δημόσια οικονομικά. Δεν πρόκειται να συναινέσει στην καθολική κατάργηση του πέναλτι του 12% σε όσους αιτηθούν σύνταξη στα 63 και όχι στα 65 τους.

Η μακαριστή Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ζέτα Αιμιλιανίδου είχε αποκαλύψει ότι «η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού θα επιφέρει στο ΤΚΑ ένα επιπρόσθετο ετήσιο κόστος που θα υπερβαίνει τα €100 εκατ. καθιστώντας το Ταμείο μη βιώσιμο».

Στη βάση της απογραφής

Ένας προβληματισμός που τίθεται είναι ότι με την κατάργηση του πέναλτι μειώνεται και το όριο συνταξιοδότησης από τα 65 στα 63 χρόνια, μια τάση που είναι ενάντια στις διεθνείς πρακτικές για  την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης των εργαζομένων.

Το θέμα αναμένεται να απασχολήσει τον προσεχή Σεπτέμβριο τη συνεδρία του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος,  το οποίο αναμένει την αναλογιστική μελέτη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που θα λάβει υπόψη τα στοιχεία που εξήχθησαν κατά την τελευταία απογραφή του πληθυσμού. 

Ειδικός επί του θέματος εξηγεί στη Brief ότι «η αναλογιστική αποτίμηση του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ξεκινά με προβολή του γενικού πληθυσμού της Κύπρου. Ο προβλεπόμενος πληθυσμός, με βάση τον αριθμό των ατόμων σε κάθε ηλικιακή ομάδα, χρησιμεύει για τον προσδιορισμό του ενεργού πληθυσμού που συνεισφέρει στο Ταμείο και του πληθυσμού που είναι επιλέξιμος για τα διάφορα άλλα ωφελήματά του».

Οι αναλογιστικές προβλέψεις βασίζονται σε στοιχεία για όσους εισφέρουν και τους συνταξιούχους του και υποθέσεις σχετικά με τη μελλοντική δημογραφική και οικονομική εμπειρία.

Τα έσοδα του Ταμείου περιλαμβάνουν εισφορές και έσοδα από επενδύσεις. Για κάθε έτος της περιόδου προβολής, οι συνολικές εισφορές προκύπτουν από τις συνολικές ασφαλιστικές αποδοχές και το ποσοστό εισφορών που καθορίζει η νομοθεσία.

Το συνολικό ποσό των ασφαλιστέων κερδών υπολογίζεται με βάση τα προβλεπόμενα ποσοστά συμμετοχής στο Ταμείο και το μελλοντικό επίπεδο ασφαλιστέων κερδών. 

Το εισόδημα από επενδύσεις υπολογίζεται με βάση τις υποθέσεις σχετικά με τα ποσοστά απόδοσης των επενδύσεων για διαφορετικούς τύπους επενδύσεων. 

Κι άλλες αναλογιστικές προβλέψεις

Οι δαπάνες περιλαμβάνουν:
•    τις καταβληθείσες συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες προβλέπονται με τη χρήση υποθέσεων σύμφωνα με τα ποσοστά επιλεξιμότητας του πληθυσμού για τις διάφορες παροχές,
•    την πιθανότητα να συμβεί ένα γεγονός για το οποίο θα πρέπει να ικανοποιηθεί το αίτημα για σύνταξη,
•     το ιστορικό αρχείο των ασφαλιστέων αποδοχών όσων συνεισφέρουν στο Ταμείο.

Οι ίδιες πηγές εξηγούσαν ότι «μια προβολή του γενικού πληθυσμού της χώρας αποτελεί τη βάση για τον προσδιορισμό του αριθμού όσων συνεισφέρουν  και των δικαιούχων. Η προβολή ξεκινά με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία πληθυσμού σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού της Στατιστικής Υπηρεσίας Κύπρου, στα οποία εφαρμόζονται οι παραδοχές για τη μελλοντική εξέλιξη της γονιμότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης». 

Η τρέχουσα πληθυσμιακή δομή επηρεάζει έντονα τα αποτελέσματα των προβλέψεων για τα επόμενα χρόνια. Η ηλικιακή κατανομή του αρχικού πληθυσμού δείχνει σημαντική γήρανση του πληθυσμού στην Κύπρο, όπως συμβαίνει και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες.

Η κύρια αιτία αυτής της γήρανσης είναι η μεγάλη μείωση των ποσοστών γεννήσεων τη δεκαετία του 1990 και το συνεχιζόμενο χαμηλό ποσοστό στη συνέχεια. 

Όσον αφορά τις επενδύσεις του Ταμείου οι ίδιες πηγές εξηγούσαν ότι «ένα μέρος των εσόδων του επενδύονται κυρίως σε μη εμπορεύσιμες κρατικές καταθέσεις (93%) ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού επενδύονται σε μεσοπρόθεσμα κρατικά ομόλογα και καταθέσεις μετρητών σε τράπεζες στην Κύπρο».

Αύξηση περιουσιακών στοιχείων

Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, όπως αναφέρει σε προηγούμενες μελέτες του,  εισηγείται θα να εξεταστεί η δυνατότητα αύξησης του ποσοστού των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου που επενδύονται σε μη κρατικούς τίτλους για να ενισχυθεί η διαφοροποίηση της επένδυσης χαρτοφυλακίου και να μεγιστοποιηθεί η απόδοσή του μέσω των διαφοροποιημένων επενδύσεων.

Σύμφωνα με παλαιότερες συστάσεις του, το ILO υποδεικνύει ότι «οποιαδήποτε αναθεώρηση της επενδυτικής πολιτικής του ΤΚΑ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το προφίλ των υποχρεώσεων του, με την επιφύλαξη αποδεκτού επιπέδου κινδύνου. Η επίτευξη υψηλότερων ποσοστών απόδοσης θα συνέβαλλαν άμεσα στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του μέσω αυξημένων εσόδων. Ο βαθμός αυτής της βελτίωσης θα εξαρτηθεί τελικά από το ποσό των επενδύσεων σε μη κρατικά περιουσιακά στοιχεία και την πρόσθετη απόδοση επένδυσης που θα μπορούσε να επιτυγχάνεται σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία».

Να σημειωθεί ότι η κύρια πηγή εσόδων του Ταμείου είναι οι εισφορές και τα περιουσιακά στοιχεία που θα βοηθούσαν μελλοντικά στον περιορισμό των μακροπρόθεσμων αυξήσεων του δημόσιου χρέους στο ΤΚΑ.

Μια σημαντική επισήμανση είναι ότι «στο πλαίσιο αυτό, τυχόν ανάγκες ταμειακών ροών του σε περιόδους σημαντικών οικονομικών δυσκολιών μπορούν να αντιμετωπίζονται με την ανάκτηση κεφαλαίων (ή την πώληση τίτλων) από οποιονδήποτε από τους δανειολήπτες του Ταμείου και όχι απαραιτήτως από το Δημόσιο, το οποίο ενδέχεται να αντιμετωπίσει προβλήματα ταμειακών ροών».

Το ILO προτείνει όπως «το πραγματικό ποσοστό των μελλοντικών πλεονασμάτων του ΤΚΑ που θα επενδύονται σε μη κρατικούς τίτλους κάθε χρόνο θα πρέπει να αποφασίζεται σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο».

Τέλος, όπως τονίζεται, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η νέα επενδυτική πολιτική και στρατηγική θα πρέπει:

•    να είναι συνεπής με τους χρηματοδοτικούς στόχους και το καθεστώς ωριμότητας του ΤΚΑ και τις μελλοντικές απαιτήσεις ταμειακών ροών του,
•    να επιτυγχάνεται μια λογική ισορροπία μεταξύ των επενδυτικών στόχων, της ασφάλειας του ενεργητικού και της απόδοσης των επενδύσεων,
•    να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική και κοινωνική χρησιμότητα 

Χρύσω Αντωνιάδου

Χρύσω Αντωνιάδου