Πληθωριστικές πιέσεις και Ουκρανία επηρέασαν τις αναπτύξεις

Η Μερσίνα Ισιδώρου, Γενική Διευθύντρια του Παγκύπριου Συνδέσμου Επιχειρηματιών Ανάπτυξης Γης & Οικοδομών μιλά στην Brief

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΔΗΜΟΥ

 

Αυτή την περίοδο, πολλοί Ρώσοι και Ουκρανοί έχουν επιλέξει την Κύπρο ως ένα μεταβατικό μέρος, προκειμένου να διαμείνουν όσο διαρκεί ο πόλεμος, ενώ ορισμένοι προχωρούν και σε συζητήσεις για αγορά κατοικίας, σημειώνει μεταξύ άλλων σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Brief η Γενική Διευθύντρια του Παγκύπριου Συνδέσμου Επιχειρηματιών Ανάπτυξης Γης & Οικοδομών μιλά στην Brief, Μερσίνα Ισιδώρου. 

Πέραν αυτών, η κ. Ισιδώρου σημειώνει ότι απόρροια των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, έχει επηρεαστεί ο κλάδος των αναπτύξεων με αποτέλεσμα υφιστάμενα συμβόλαια να οδηγούνται σε τροποποιήσεις, αφού είναι αδύνατο να εκτελεστούν στις τιμές που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν, ενώ φαίνεται μία κάμψη στην υπογραφή νέων. Το πρόβλημα εντοπίζεται πιο οξυμένο σε μεμονωμένους αγοραστές, που σχεδίαζαν την απόκτηση πρώτης κατοικίας.

Η κ. Ισιδώρου επισημαίνει ακόμη ότι ο Σύνδεσμος αναφέρεται στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου επενδυτικού προγράμματος, που θα δίνει ουσιαστικά κίνητρα για να αυξηθούν οι επενδύσεις στην Κύπρο, τόσο από επενδυτές του εξωτερικού, όσο και από εγχώριους.

Κατ’ αρχήν πείτε μας πόσο έχει επηρεαστεί μέχρι στιγμής η κυπριακή κτηματαγορά από τον πόλεμο στην Ουκρανία;

Ο πόλεμος που διεξάγεται για περισσότερο από ενάμιση μήνα πλέον, έχει επηρεάσει την αγορά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Θα ήταν επομένως παράξενο η Κύπρος να περάσει αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία. Το μέγεθος ωστόσο της ζημιάς, θα είμαστε σε θέση να το εκτιμήσουμε όταν τελειώσει η εισβολή. Αυτό που σήμερα έχει μεγάλη αξία, είναι να βοηθήσουμε με όσα μέσα διαθέτει ο καθένας από εμάς, τους ανθρώπους που δοκιμάζονται. 
Σε οικονομικό τώρα επίπεδο, πέραν των προφανών και άμεσων επιπτώσεων, ο πόλεμος αυτός έχει οδηγήσει σε οριακό σημείο τη σχέση Ρωσίας - Δύσης. Το πως θα διαμορφωθούν οι σχέσεις των δύο πλευρών την επόμενη ημέρα, αποτελεί ένα ερώτημα που είναι αδύνατο να απαντηθεί σήμερα. Υπό αυτή την έννοια, είναι αδύνατο να εκτιμηθούν και οι μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες. 

Υπάρχει ενδιαφέρον από Ουκρανούς και Ρώσους να έρθουν για να ζήσουν στην Κύπρο ή να μεταφέρουν εδώ τις επιχειρήσεις τους και ζητούν ακίνητα για αγορά ή ενοικίαση;

Αυτή την περίοδο, πολλοί Ρώσοι και Ουκρανοί έχουν επιλέξει την Κύπρο ως ένα μεταβατικό μέρος, προκειμένου να διαμείνουν όσο διαρκεί ο πόλεμος, ενώ ορισμένοι προχωρούν και σε συζητήσεις για αγορά κατοικίας. Ανάλογη τάση έχει εμφανιστεί και από εταιρείες προερχόμενες από τις δύο χώρες και για τις οποίες η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει μία καλή εναλλακτική, ώστε να μεταφέρουν τα κεντρικά τους γραφεία. Εκτιμώ ότι τέτοιες πρωτοβουλίες θα πρέπει μάλιστα να ενισχυθούν επίσημα από το κράτος, αφού θα είναι ευνοϊκές για το σύνολο των εμπλεκόμενων, αλλά και για την ίδια τη χώρα.  

Σε ποιο βαθμό ήταν «εξαρτημένη» η αγορά από Ρώσους και Ουκρανούς επενδυτές; Η Κύπρος θα χάσει αυτούς τους επενδυτές; Και αν ναι, ποιες οι επιπτώσεις από τη φυγή τους; 

Είναι γνωστό ότι η Κύπρος διατηρεί στενές σχέσεις με τους λαούς των δύο χωρών. Αυτές έχουν διαμορφωθεί από την αλληλεπίδραση σε ιστορικό βάθος, τη θρησκεία και άλλα πολιτιστικά, κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία που μας έχουν φέρει κοντά. Θεωρώ όμως ότι η αναφορά σε «εξάρτηση» της κυπριακής οικονομίας από τους επενδυτές των δύο αυτών χωρών, είναι υπερβολική. Ίσως τις προηγούμενες δεκαετίες η παρουσία Ρώσων επενδυτών να ήταν πιο έντονη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αυτή η εικόνα. Ωστόσο την τελευταία δεκαπενταετία η Κύπρος έχει μπει στο πεδίο επενδυτών από άλλες χώρες, εντός και εκτός Ευρώπης. Στον τομέα της ανάπτυξης γης & οικοδομών, είναι αξιοσημείωτο το ενδιαφέρον από επενδυτές προερχόμενους από το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικά το Ισραήλ και αραβικές χώρες για τις οποίες η Κύπρος είναι η πύλη προς της Ευρώπη. Για εμάς προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η διαφοροποίηση, ως προς το αγοραστικό κοινό, στοιχείο που ο κλάδος μας σε μεγάλο βαθμό έχει πετύχει. 

Η άνοδος των τιμών των πρώτων υλών σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές τάσεις στην αγορά πόσο επηρεάζουν την υλοποίηση των έργων που ήδη έχουν ξεκινήσει ή αυτών που βρίσκονται στα σκαριά;

Οι πληθωριστικές πιέσεις είναι πρωτόγνωρες και έκαναν την εμφάνισή τους πριν την έναρξη του πολέμου. Το ξέσπασμά του επομένως ήρθε να κάνει τα πράγματα χειρότερα, λόγω και των κυρώσεων που ακολούθησαν. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, ως συνέπεια της πανδημίας, ήταν και είναι παρόντα.
Αναμφισβήτητα αυτή η εξέλιξη έχει επηρεάσει τον κλάδο των αναπτύξεων. Υφιστάμενα συμβόλαια οδηγούνται σε τροποποιήσεις, αφού είναι αδύνατο να εκτελεστούν στις τιμές που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν, ενώ φαίνεται μία κάμψη στην υπογραφή νέων. Το πρόβλημα εντοπίζεται πιο οξυμένο σε μεμονωμένους αγοραστές, που σχεδίαζαν την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Εκείνοι, βλέποντας τις τιμές να κινούνται απροσδόκητα ανοδικά, τηρούν στάση αναμονής, ελπίζοντας να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους που ως Σύνδεσμος έχουμε επισημάνει την ανάγκη στήριξης από το κράτος. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα νεαρό ζευγάρι που θέλει να κάνει οικογένεια και μετά από τη διετή πανδημία και τα υγειονομικά μέτρα που έφεραν ύφεση, να πρέπει και πάλι να περιμένει για άγνωστο χρόνο, μέχρι να καταφέρει να αποκτήσει το σπίτι του. Μέτρα όπως η επιδότηση μέρους του επιτοκίου από το κράτος, θεωρούμε ότι ήταν ορθά και θα πρέπει να διευρυνθούν. Μόνο έτσι στηρίζονται οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη, ενώ παράλληλα διαφυλάσσονται στις σημερινές συνθήκες οι χιλιάδες εργαζόμενοι του κλάδου μας. 

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου σας έχει τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου επενδυτικού προγράμματος. Ποια στοιχεία πρέπει να έχει ένα νέο πρόγραμμα;

Θεωρώ σημαντικό η συζήτηση για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, να γίνεται σε μία ρεαλιστική βάση. Φοβάμαι ωστόσο ότι λόγω των παθογενειών που είδαμε στο παρελθόν και δίκαια μας στενοχώρησαν όλους, τείνουμε να συνδέουμε τις επενδύσεις με κακές πρακτικές, ή τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος. Στον σύγχρονο κόσμο οι ΑΞΕ και η δημιουργία μίας εξωστρεφούς οικονομίας, είναι ο τρόπος για την αύξηση του ΑΕΠ. Θα πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε αν θέλουμε την οικονομική μεγέθυνση και την επίτευξη καλύτερης ποιότητας ζωής για το σύνολο των Κυπρίων. Από την πλευρά μας, απαντούμε καταφατικά σε αυτό το ερώτημα. Γι’ αυτό άλλωστε αναφερόμαστε στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου επενδυτικού προγράμματος, που θα δίνει ουσιαστικά κίνητρα για να αυξηθούν οι επενδύσεις στην Κύπρο, τόσο από επενδυτές του εξωτερικού, όσο και από εγχώριους. Θα ήθελα να σταθώ μάλιστα στη δεύτερη κατηγορία επενδυτών, τους ανθρώπους που ζουν στην Κύπρο και οι οποίοι με τα κατάλληλα κίνητρα πρέπει να ωθηθούν στην επανατοποθέτηση των χρημάτων τους στην πραγματική οικονομία, εντός της χώρας. Για να το θέσω διαφορετικά, πιστεύω στην ανάγκη ενίσχυσης όλων των επενδύσεων, ξένων και εγχώριων, διότι μέσω αυτών μπορούμε να πετύχουμε την ανάπτυξη της οικονομίας. 
Η μορφή των κινήτρων αυτών, αφορά το ίδιο το κράτος, επομένως θα μου επιτρέψετε να μην παρέμβω. Θα ήθελα ωστόσο να σημειώσω ότι έχουν ληφθεί σημαντικές πρωτοβουλίες, όπως εκείνη για την προσέλκυση εταιρειών ώστε εκείνες να μεταφέρουν τα κεντρικά τους γραφεία στην Κύπρο (headquartering). Αυτές οι ενέργειες θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για το τι πρέπει να γίνει. Άλλωστε ο ανταγωνισμός από τις γειτονικές μας χώρες είναι πλέον τόσο έντονος, που εκ των πραγμάτων αν δεν κινηθούμε άμεσα, η Κύπρος θα μείνει πίσω. 


Πέραν του προγράμματος, σε αυτή τη συγκυρία που βρισκόμαστε, θεωρείτε ότι το Κράτος θα πρέπει να παρέμβει και να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για ομαλοποίηση της κατάστασης στην αγορά, και αν ναι σε ποια μέτρα;

Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, το κράτος είναι σημαντικό να παρεμβαίνει ενισχύοντας επιχειρήσεις και ανθρώπους που το χρειάζονται. Όπως διαφάνηκε από τα χρόνια της πανδημίας, βασικό ζητούμενο ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας και η επιβίωση των επιχειρήσεων. Θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι και να πούμε ότι οι επιδόσεις της Κύπρου ήταν ικανοποιητικές σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος.
Σήμερα πλέον, ρόλος του κράτους είναι να παρεμβαίνει στοχευμένα όπου υπάρχει ανάγκη και όχι να προσπαθεί με οριζόντια μέτρα να ρυθμίσει την αγορά. Αυτό άλλωστε έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι περισσότερο δημιουργεί στρεβλώσεις και λιγότερο λύνει το πρόβλημα. Εντούτοις μέτρα όπως αυτά που ανέφερα παραπάνω, ή άλλα που θα συνδέονται με τη στήριξη των συμπολιτών μας που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, αποτελούν επιλογές που θα πρέπει να εξεταστούν. 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΔΗΜΟΥ